Αν ήσουν χεβιμεταλάς πιτσιρίκος στα μέσα της δεκαετίας του 80, η μοναδική σου πηγή πληροφοριών ήταν τα κείμενα του Στάθη στο Ποπ + Ροκ και το Δισκάδικο της Αθηνάς, που είχε το πιο ενημερωμένο metal section της εποχής, πριν τα εξειδικευμένα μαγαζιά πάρουν το πάνω χέρι. Αν δε είχες μόλις ανακαλύψει το είδος, ξεκινούσες από τα βασικά: Sabbath, Maiden, Saxon, Venom (αν ήσουν αρρωστιάρης) και άλλοι βρετανοί. Μετά ξεκινούσαν τα πειράματα και οι προτάσεις των αρχαιότερων στο χώρο. Και κάπου εκεί, αγόραζες το Metal On Metal των Καναδών Anvil. Ξεδιάντροπα σεξιστικό, γρήγορο, γεμάτο ενθουσιασμό και αυτοαναφορικούς, περί του heavy metal στίχους, γέμιζε τον έφηβο ακροατή του με ανόθευτο ενθουσιασμό: ένιωθες πιο δυνατός απέναντι στα κακεντρεχή σχόλια των κομπλεξικών συμμαθητών σου ή των μουσικών συντακτών που δεν έχαναν ευκαιρία να εκδηλώνουν την αντιπάθεια τους για την αγαπημένη σου μουσική, ενώ εσύ περίμενες να μεγαλώσεις με την κρυφή ελπίδα ότι στην ενήλικη ζωή σου, ο loser δεν θα ήσουν εσύ, αλλά εκείνοι που σε καταδίκασαν με το που φόρεσες την heavy metal-άδικη στολή.
Ο Sasha Gervasi είναι ένας από αυτούς. Από μεταλλοπαίδι του Καναδά, βρέθηκε να γράφει το σενάριο του The Terminal για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η ταινία σημείωσε παγκοσμίως εισπράξεις 220 εκατομμυρίων δολλαρίων. Από κει και πέρα, μπορούσε να κάνει ότι ήθελε. Οι Anvil πάλι μεγάλωσαν και επιτυχία δεν γνώρισαν. Μια εντυπωσιακή εμφάνιση στην Ιαπωνία, πλάι στους Bon Jovi, Scorpions & Whitesnake έδειχνε πως θα είχαν μέλλον λαμπρό, αλλά αυτή η εικόνα απεδείχθη μαγική. Η επέλασις των βαρβάρων (Metallica, Anthrax, Slayer) τους έβγαλε με μιας από το χάρτη, κι ας μόστραραν με καμάρι οι Metallica τα μπλουζάκια με τα λογότυπα των Καναδών metallers στις πρώτες τους φωτογραφήσεις. Sad but true, το κακό management, οι χαβαλεδιάρικοι στίχοι (που γρήγορα βγήκαν εκτός μόδας) και η έλλειψη ενός στοιχειώδους καλού promotion, στέρησαν από τους Anvil το σουξέ που πιθανότατα άξιζαν. Αλλά εκείνοι δεν σταμάτησαν ποτέ να βγάζουν δίσκους – η δισκογραφία τους μετρά δεκατρία άλμπουμ. Και όπως γνωρίζουν οι μουσικοί που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, μία φορά ν' ανέβεις στο πάλκο, μία φορά να χειροκροτηθείς είναι αρκετή: τίποτα δεν σε γιατρεύει απ'αυτό το μικρόβιο. Αυτό από μόνο του, δεν είναι κακό. Το πρόβλημα είναι ότι οι Anvil δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπλύνουν αυτή τη κοσμική μούντζα από το βιογραφικό και τις ψυχές τους. Ξέρουν ότι θα μπορούσαν να ήταν το νο.1 . Και ζουν στη σκιά της επιτυχίας που στερήθηκαν.
Κάπου εκεί, οι δρόμοι των Anvil και του Gervasi διασταυρώθηκαν - ξανά. Γιατί ο δεύτερος υπήρξε φανατικός οπαδός των πρώτων εξ αρχής:τους ακολούθησε ως roadie στις πρώτες
Ο Sasha Gervasi είναι ένας από αυτούς. Από μεταλλοπαίδι του Καναδά, βρέθηκε να γράφει το σενάριο του The Terminal για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η ταινία σημείωσε παγκοσμίως εισπράξεις 220 εκατομμυρίων δολλαρίων. Από κει και πέρα, μπορούσε να κάνει ότι ήθελε. Οι Anvil πάλι μεγάλωσαν και επιτυχία δεν γνώρισαν. Μια εντυπωσιακή εμφάνιση στην Ιαπωνία, πλάι στους Bon Jovi, Scorpions & Whitesnake έδειχνε πως θα είχαν μέλλον λαμπρό, αλλά αυτή η εικόνα απεδείχθη μαγική. Η επέλασις των βαρβάρων (Metallica, Anthrax, Slayer) τους έβγαλε με μιας από το χάρτη, κι ας μόστραραν με καμάρι οι Metallica τα μπλουζάκια με τα λογότυπα των Καναδών metallers στις πρώτες τους φωτογραφήσεις. Sad but true, το κακό management, οι χαβαλεδιάρικοι στίχοι (που γρήγορα βγήκαν εκτός μόδας) και η έλλειψη ενός στοιχειώδους καλού promotion, στέρησαν από τους Anvil το σουξέ που πιθανότατα άξιζαν. Αλλά εκείνοι δεν σταμάτησαν ποτέ να βγάζουν δίσκους – η δισκογραφία τους μετρά δεκατρία άλμπουμ. Και όπως γνωρίζουν οι μουσικοί που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, μία φορά ν' ανέβεις στο πάλκο, μία φορά να χειροκροτηθείς είναι αρκετή: τίποτα δεν σε γιατρεύει απ'αυτό το μικρόβιο. Αυτό από μόνο του, δεν είναι κακό. Το πρόβλημα είναι ότι οι Anvil δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπλύνουν αυτή τη κοσμική μούντζα από το βιογραφικό και τις ψυχές τους. Ξέρουν ότι θα μπορούσαν να ήταν το νο.1 . Και ζουν στη σκιά της επιτυχίας που στερήθηκαν.
Κάπου εκεί, οι δρόμοι των Anvil και του Gervasi διασταυρώθηκαν - ξανά. Γιατί ο δεύτερος υπήρξε φανατικός οπαδός των πρώτων εξ αρχής:τους ακολούθησε ως roadie στις πρώτες
τους περιοδείες και τώρα, αναλαμβάνει να ζωντανέψει ξανά τις καριέρες τους, στήνοντας κάμερες και καταγράφοντας την πιο συγκινητική αλλά και την πιο πικραμένα χιουμοριστική ροκ βιογραφία στην ιστορία του ιδιώματος. Παρακολουθεί την αποτυχημένη ευρωπαϊκή τους περιοδεία, τις ηχογραφήσεις του νέου τους άλμπουμ και τις απέλπιδες προσπάθειες τους προς αναζήτηση δισκογραφικής εταιρίας. Μέλη των Metallica, Slayer, Anthrax, ακόμα και ο θείος Lemmy των Motorhead δηλώνουν θαυμασμό και οίκτο. Οι οικογένειες τους παρακολουθούν κουνώντας το κεφάλι. Για τις γυναίκες τους, η ενασχόληση με το heavy metal είναι το παιδικό καπρίτσιο που, δια της ανοχής του πιστοποιείται η συζυγική τους αφοσίωση. Για τους λοιπούς συγγενείς μια, στην καλύτερη περίπτωση “εκκεντρική” ιδιοτροπία. Οι δε executives τους «στέλνουν» ευγενικά ως «παρωχημένους. Κάποιοι θα ξελιγωθούν στα γέλια. Κάποιοι άλλοι, οι πιο «ευαίσθητοι» - τα εισαγωγικά μόνο τυχαία δεν είναι – θα στενάξουν ένα «κρίμα τα παιδιά». Το κρίμα όμως είναι στο λαιμό τους, όχι σ’αυτόν των Anvil.
Γιατί η τριακονταετής επιβίωση της μπάντας πατά γερά όχι στις πρώτες θέσεις των charts ούτε στην εύνοια των μουσικοκριτικών. Αλλά στο βαθύτερο εκείνο αίσθημα ευθύνης απέναντι σε αυτά που επέλεξες να σε ορίσουν, απέναντι σε αυτά που έπαψες να ονειρεύεσαι και αποφάσισες να ζήσεις - με οποιοδήποτε κόστος. Σε έναν κόσμο που βασιλεύει ο μηδενισμός για 13χρονα, που η απαξίωση της συλλογικότητας (κουρασμένη από τις βολές της ψυχανάλυσης) στέκει ως μοναδική αξία, η Ιστορία των Anvil είναι από μόνη της αρκετή για να περιστρέψει αντίστροφα σύσσωμο την πλανήτη. That is, αν υπάρχουν κάποιοι έκει έξω έτοιμοι να ακούσουν τι συμβαίνει κάτω από τις μεταλλικές συγχωρδίες και τα εξωφρενικά stage antics των ηρώων της. Βλέπετε όμως, το heavy metal παραμένει ο ιδανικός σάκος του μποξ του μέσου «υπεράνω».
Γράφοντας αυτό το κείμενο, θυμήθηκα την τελευταία σεκάνς του The Terminal: ο Βίκτορ Νορόφσκι (τον ενσαρκώνει ο Τομ Χανκς) έχει επιτέλους εισέλθει στις ΗΠΑ για να ακούσει τον Μπένι Γκόλντσον, τον αγαπημένο τζαζίστα του πατέρα του και να πάρει το πολυπόθητο αυτόγραφο, τιμώντας την μνήμη του. Έχει περάσει μήνες κλεισμένος σε ένα αεροδρόμιο, έχει δει την χώρα του να καταρέει από τις οθόνες των τηλεοράσεων, έχει ερωτευθεί και έχει πει – οριστικά – «αντίο», έχει αφήσει πίσω του ένα πλήθος ανθρώπων που αγάπησε (όλοι τους απόκληροι όπως και ο ίδιος) και που δεν θα ξαναδεί ποτέ, και τώρα είναι εκεί. Πηγαίνει τρέχοντας στη σκηνή - μαζί του κι εμείς. Αλλά ο Μπένι Γκόλντσον σηκώνει το χέρι και του λέει «συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Ανεβαίνω στη σκηνή. Πρέπει να περιμένεις». Και ο Νορόφσκι καταλαβαίνει. Αυτό που καταλαβαίνουν και οι χιλιοταλαιπωρημένοι Anvil, που στο τέλος παίζουν μπροστά σε ένα ξέφρενο πολυπληθές κοινό: Αν μπορείς να υπομείνεις τα πάντα, μπορείς και να κατορθώσεις τα πάντα.
Γιατί η τριακονταετής επιβίωση της μπάντας πατά γερά όχι στις πρώτες θέσεις των charts ούτε στην εύνοια των μουσικοκριτικών. Αλλά στο βαθύτερο εκείνο αίσθημα ευθύνης απέναντι σε αυτά που επέλεξες να σε ορίσουν, απέναντι σε αυτά που έπαψες να ονειρεύεσαι και αποφάσισες να ζήσεις - με οποιοδήποτε κόστος. Σε έναν κόσμο που βασιλεύει ο μηδενισμός για 13χρονα, που η απαξίωση της συλλογικότητας (κουρασμένη από τις βολές της ψυχανάλυσης) στέκει ως μοναδική αξία, η Ιστορία των Anvil είναι από μόνη της αρκετή για να περιστρέψει αντίστροφα σύσσωμο την πλανήτη. That is, αν υπάρχουν κάποιοι έκει έξω έτοιμοι να ακούσουν τι συμβαίνει κάτω από τις μεταλλικές συγχωρδίες και τα εξωφρενικά stage antics των ηρώων της. Βλέπετε όμως, το heavy metal παραμένει ο ιδανικός σάκος του μποξ του μέσου «υπεράνω».
Γράφοντας αυτό το κείμενο, θυμήθηκα την τελευταία σεκάνς του The Terminal: ο Βίκτορ Νορόφσκι (τον ενσαρκώνει ο Τομ Χανκς) έχει επιτέλους εισέλθει στις ΗΠΑ για να ακούσει τον Μπένι Γκόλντσον, τον αγαπημένο τζαζίστα του πατέρα του και να πάρει το πολυπόθητο αυτόγραφο, τιμώντας την μνήμη του. Έχει περάσει μήνες κλεισμένος σε ένα αεροδρόμιο, έχει δει την χώρα του να καταρέει από τις οθόνες των τηλεοράσεων, έχει ερωτευθεί και έχει πει – οριστικά – «αντίο», έχει αφήσει πίσω του ένα πλήθος ανθρώπων που αγάπησε (όλοι τους απόκληροι όπως και ο ίδιος) και που δεν θα ξαναδεί ποτέ, και τώρα είναι εκεί. Πηγαίνει τρέχοντας στη σκηνή - μαζί του κι εμείς. Αλλά ο Μπένι Γκόλντσον σηκώνει το χέρι και του λέει «συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Ανεβαίνω στη σκηνή. Πρέπει να περιμένεις». Και ο Νορόφσκι καταλαβαίνει. Αυτό που καταλαβαίνουν και οι χιλιοταλαιπωρημένοι Anvil, που στο τέλος παίζουν μπροστά σε ένα ξέφρενο πολυπληθές κοινό: Αν μπορείς να υπομείνεις τα πάντα, μπορείς και να κατορθώσεις τα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου