Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Επειδή είχα λίγο χρόνο παραπάνω.


Δε ξέρω για σενα, αλλά εμένα όλες αυτές «οι γιορτές», από τότε δηλαδή που έπαψα να απολαμβάνω το 15νθήμερο των διακοπών που προσφερόταν την εποχή που δεν ήξερα ακριβώς τι να κάνω με το πουλί μου, μοιάζουν με αναγκαίο κακό.

Έχεις λίγα παραπάνω χρήματα να ξοδέψεις επειδή πρέπει να κινηθεί η αγορά, λίγη παραπάνω όρεξη επειδή υπάρχουν τα οικογενειακά «τραπέζια» κι εσύ ούτως ή άλλως (πρέπει να) μαστουρώνεις με τη μάσα, λίγο παραπάνω χρόνο για να ζήσεις το παιδί σου ή το παιδί μέσα σου - λες και δε θα έπρεπε να είναι έτσι εξ αρχής.

Οι γιορτές βοηθούν, με τον τρόπο τους, τη διασκεδαστική διαφυγή από τις μάχες που οφείλουμε να δώσουμε, τους ανθρώπους που φοβούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Το πρόβλημα δεν είναι πως δεν το ξέρουμε. Αλλά που επιλέγουμε να το αγνοούμε επιδεικτικά (γιατί πρέπει να το κράξουμε και να φύγει ο νταλκάς), ενώ την ίδια στιγμή επωφελούμαστε απ’ αυτό (για να μη πηδήσουμε από το παράθυρο). Ακίνδυνοι υποκριτές είτε από τη μία, είτε από την άλλη. Δε ξέρω ποιός το έστησε όλο αυτό το κόλπο, αλλά το κανε καλά.

Αλλά, hey, αν σκέφτεσαι διαφορετικά από εμένα και διαφωνείς με τις μαλακίες που γράφω, more power to you. Και χρόνια σου πολλά.


Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Goodbye Mr. Toole.

Ήταν άλλο ένα ατελείωτο – κατά τον ίδιο – απόγευμα στο Καθολικό του σχολείο. Με διδαχές που ποτέ δεν τον έπεισαν, καλόγριες που τόσο τον απωθούσαν («μου προκαλούσε φρίκη η παραίτηση τους από τη θηλυκότητα») και συμμαθητές που δεν τον γούσταραν. Και για να απαλλαχθεί, έστω νοητά, ο οργισμένος αυτός έφηβος έπιασε το σημειωματάριο του και έγραψε την ακόλουθη φράση: «Δε θα γίνω ποτέ ένας κοινός θνητός. Θα αναταράσσω πάντα την απαλή άμμο της μονοτονίας». Μεγαλώνοντας, έγινε ο Ερρίκος ο Δεύτερος. Ο Δον Κιχώτης. Ο κύριος Τσιπς. Ο Λόρενς της Αραβίας. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ.


Ο Πίτερ Σίμους Ο’ Τουλ, όπως ήταν το πλήρες όνομα του, γεννήθηκε το 1932, αλλά το «που» δεν έχει διευκρινιστεί, ούτε καν από τον ίδιο. Μερικές πηγές δίνουν ως γενέτειρα του την Κονεμάρα στην Ιρλανδία, άλλες το Γιόρκσαϊερ στην Αγγλία, όπου και μεγάλωσε. Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα, ο Ο’ Τουλ δήλωνε ως ημερομηνία γεννήσεως του τις 2 Αυγούστου, υπογραμμίζοντας όμως πως είχε στη κατοχή του ένα πιστοποιητικό γέννησης από την κάθε χώρα. Ήταν ο γιος της Κόνσταντς Τζέιν Έλιοτ, μιας σκοτσέζας νοσοκόμας, και του Πάτρικ Τζόζεφ Ο’ Τουλ που αν και μεταλλουργός, ήταν παράλληλα ποδοσφαιριστής και… φημισμένος μπουκεράς για τους φανατικούς του ιπποδρόμου. “Δεν είμαι από την εργατική τάξη" έλεγε συχνά αστειευόμενος ο ηθοποιός, "είμαι από την εγκληματική τάξη". Ο συχνά μεθυσμένος πατέρας αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για τον νεαρό Ο’ Τουλ: Μια μέρα, τον ανέβασε σ’ ένα πεζούλι και του είπε «πήδα, θα σε πιάσω, πίστεψε με!». Όταν ο Ο’ Τουλ πήδηξε, ο πατέρας του τον άφησε να γκρεμοτσακιστεί, λέγοντας «μην εμπιστεύεσαι κανένα κάθαρμα - αυτό ήταν το μάθημα για σήμερα». Στην εφηβεία, οι καυγάδες ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Με το που αφήνει πίσω του τα σχολεία, ο Ο’ Τουλ προσλαμβάνεται ως εκπαιδευόμενος δημοσιογράφος και φωτογράφος στην εφημερίδα Evening Post, αποφασισμένος να απομακρυνθεί από το αρρωστημένο περιβάλλον του. Μέχρι που καλείται να υπηρετήσει στο Βασιλικό Ναυτικό! Ερωτούμενος από έναν εριστικό προϊστάμενο του σχετικά με το ποια καριέρα θα προτιμούσε, ο Ο’ Τουλ απάντησε «αυτή του ποιητή. Ή του ηθοποιού». Και το 1952 θα εγγραφεί στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, μετά την απόρριψή του από τη δραματική σχολή του Δουβλίνου. Αιτία της απόρριψης; Η αδυναμία του να μιλήσει σε άπταιστη ιρλανδική διάλεκτο. Συμμαθητές του, ο Άλμπερτ Φίνεϊ και ο Άλαν Μπέιτς. «Ήταν η καλύτερη τάξη στην ιστορία της σχολής, αλλά εκείνη τη περίοδο κανένας δε μας έπαιρνε στα σοβαρά» θα δηλώσει αργότερα.

Από καθαρή τύχη, ο μεγάλος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν θα παρακολουθήσει μια προβολή της περιπέτειας «Ο άνθρωπος που λήστεψε τη τράπεζα της Αγγλίας» το 1960, ταινία στην οποία ο Ο’ Τουλ (που ήδη ήταν ένα αναγνωρίσιμο όνομα του θεάτρου) είχε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ήταν η περίοδος που ο Λιν αναζητούσε επειγόντως πρωταγωνιστή για την επόμενη ταινία του, τον «Λόρενς της Αραβίας», ένα μεγαλεπίβολο έπος βασισμένο στην ιστορία του Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, αξιωματικού του βρετανικού στρατού που, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβε να κατασκοπεύσει τον στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών στη Σαουδική Αραβία, αλλά στο τέλος συμμάχησε μαζί τους, ενώνοντας τις αντιμαχόμενες Αραβικές φατρίες και οδηγώντας τες σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων. Βλέπει λοιπόν τον Ο’ Τουλ στην οθόνη και λέει «αυτός είναι». Οι παραγωγοί χάνουν τη μιλιά τους. «Αυτόν; Από πού κι ως που; Ποιος τον ξέρει; Γιατί να μην αγκαζάρουμε ένα μεγάλο όνομα; Δε θες αμερικάνο; Ας πάρουμε τον Αλέν Ντελόν ή τον Χορστ Μπούκχολτς!». Ο Λιν δεν ακούει κανέναν. Γυρίζει στα γρήγορα δυο δοκιμαστικά, και τα παρουσιάζει στους χρηματοδότες του. Ο Ο’ Τουλ δείχνει πραγματικά γεννημένος να παίξει το ρόλο.

Κι όμως, παρά τη μεγάλη ευκαιρία που του είχε μόλις προσφερθεί, ο ηθοποιός δεν είχε καμία πρόθεση να παίξει με τους κανόνες: κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στην Ιορδανία, μετά δυσκολίας μπορούσε να κρύψει πως ήταν ήδη μεθυσμένος. Αφήστε δε που τα αδύναμα του μάτια (υπέφερε από μια σπάνια ασθένεια για την οποία είχε εγχειριστεί οκτώ φορές πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα) υπέφεραν ακόμα περισσότερο με τα τερτίπια της άμμου και του ανελέητου ήλιου της ερήμου. Ακόμη και το φαγητό τον αφήνει ανικανοποίητο – υποφέρει από στομαχόπονους τους οποίους και καταπολεμά με το αλκοόλ. Για όλους αυτούς τους λόγους, κοντραρίζεται συχνά με τον Ντέιβιντ Λιν, σκηνοθέτη φημισμένο για την ακρίβεια και την αυστηρότητα του. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να πω αυτές τις ηλίθιες ατάκες» του λέει, και ο Λιν τρελαίνεται. Ο καυγάς θεριεύει, και ο Ο’ Τουλ αρχίζει να σπάει τζάμια με τις γροθιές του, τραυματίζοντας τα χέρια του. Το γύρισμα σταματά. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ο’ Τουλ θα δήλωνε σε μια συνέντευξη του τα καλύτερα για τον Λιν: «Ξεχάστε τις σπουδές μου, σχολείο για μένα ήταν ο Ντέιβιντ Λιν. Από αυτόν αποφοίτησα, από αυτόν έμαθα τα πάντα για το σινεμά, για τη κάμερα, για τους φωτισμούς, απ’ αυτόν έμαθα όσα γνωρίζουν ελάχιστοι σκηνοθέτες σήμερα». Θα δώσει μάλιστα στο πρώτο του παιδί το όνομα Λόρκαν, το κέλτικο ανάλογο του Λόρενς.

Οι επόμενες εμφανίσεις του ήταν σε εξίσου μεγάλες παραγωγές: έπαιξε τον Ερρίκο τον Δεύτερο στο «Μπέκετ» πλάι στον Ρίτσαρντ Μπάρτον, και στο «Λόρδο Τζιμ» παρέα με τους Τζέιμς Μέισον και Ελάι Γουάλας. Δοκίμασε όμως και τις δυνάμεις του στη κωμωδία με το «Τι νέα ψιψίνα;», όπου συμπρωταγωνίστησε με τους Πίτερ Σέλερς, Γούντι Άλεν, Ρ¨ομι Σνάιντερ και Ούρσουλα Άντρες, στο ρόλο ενός άντρα που οι γυναίκες καταδιώκουν μανιωδώς. Άφησε κυριολεκτικά εποχή στη «Νύχτα του Στρατηγού» το 1967 (ουρές στις αθηναϊκές αίθουσες) ενώ κέρδισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ (από τις οκτώ συνολικές του – οι περισσότερες για έναν ηθοποιό που δεν κέρδισε ποτέ το βραβείο) με το «Αντίο κύριε Τσιπς» το 1969. Μέχρι που οι ρόλοι άρχισαν να χειροτερεύουν, μαζί με τον αλκοολισμό του. Μόλις το 1982 θα κατόρθωνε να κάνει μια αξιοσημείωτη επιστροφή, με την αμερικάνικη κωμωδία «Η αγαπημένη μου χρονιά» - δίχως όμως να κερδίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών.

Και ήρθε ένας ευρωπαίος, ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, να του δώσει μια ακόμη ευκαιρία, με έναν σημαντικό δεύτερο ρόλο στον «Τελευταίο αυτοκράτορα» το 1987. Οι εμφανίσεις που ακολούθησαν ήταν μάλλον σποραδικές με μια δυο εξαιρέσεις – ανάμεσα τους την «Τροία» (ως Βασιλιάς Πρίαμος) και το «Venus», μια τρυφερή δραματική κωμωδία. Στην τελευταία βρέθηκε ξανά υποψήφιος για να χάσει το Όσκαρ από τον Φόρεστ Γουίτακερ (που το κέρδισε για τον «Τελευταίο Βασιλιά της Σκωτίας». «Δεν έχω κάτι να μετανιώσω. Διάλεξα το αλκοόλ γιατί ήταν το καλύτερο των ναρκωτικών και η μόνη γυμναστική που έκανα στη ζωή μου ήταν το βάδην πίσω από τα φέρετρα των φίλων μου που αγαπούσαν τη γυμναστική» δήλωνε σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Ένας ηθοποιός που ποτέ δεν απασχόλησε τις εφημερίδες με κανένα μεγάλο σκάνδαλο, πέραν αυτού της ίδιας του της ύπαρξης.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Conversations with remarkable people, v.13: Dario Argento


Τι κι αν έχει να κάνει καλή ταινία δέκα και πλέον χρόνια; Τι κι αν η παρακολούθηση του τρισδιάστατου Δράκουλα του στις Κάννες ήταν μια από τις πιο επώδυνες εμπειρίες της ζωής μου; Ο Dario Argento είναι ο άνθρωπος που με έμπασε στη κινηματογραφοφιλία, στα 13 μου. Λίγο - πολύ, του χρωστώ τα πάντα. Τον συνάντησα στη Ρώμη, μιλούσαμε δυο ώρες περίπου. Μόνο αγάπη ρε!

Ισχυροί οι δεσμοί σας με την Ελλάδα: η Σουσπίριά σας, δηλαδή η μάγισσα Έλενα Μάρκος, είναι ελληνικής καταγωγής.

Η πιο δυνατή ανάμνησή μου, από παιδί, ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στον Παρθενώνα. Ήμουν μικρός, δεν μπορούσα ακριβώς να εξηγήσω τι ένιωθα – ήταν μιας κάποιας μορφής σοκ. Και, σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία, διάβασα ένα δοκίμιο του Φρόιντ που είχε τίτλο “Η πρώτη φορά που επισκέφθηκα τον Παρθενώνα”! Περιέγραφε μια ανάλογη εμπειρία, έγραφε μάλιστα πως ένιωσε τόσο άσχημα, που παραλίγο να λιποθυμήσει. Το ίδιο συναίσθημα βίωσα και στο Ηρώδειο, με την οικογένειά μου, χρόνια αργότερα. Είναι τόσο αισθητό αυτό το φορτίο του χρόνου αλλά και του πολιτισμού, που μπορεί και να σε πληγώσει βαθιά. Τα σπουδαία έργα τέχνης μπορούν, λοιπόν, και να μας βλάψουν.

Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα της ταινίας σας Το Σύνδρομο του Στεντάλ.

Δεν είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση; Μελέτησα πολλά ιατρικά συγγράμματα για το Σύνδρομο του Στεντάλ (σ.σ.: υπαρκτή ασθένεια που “ενεργοποιείται” όταν ο ασθενής βρίσκεται εκτεθιμένος απέναντι σε σπουδαία έργα τέχνης, με τα συμπτώματα να ξεκινούν απο τη ναυτία και να επεκτείνονται στην σχιζοφρένεια και την αυτοκτονία). Επισκέφθηκα μουσεία σε όλο τον κόσμο για να συγκεντρώσω πληροφορίες. Είδα ανθρώπους να κλαίνε, να καταρρέουν...

Αναρωτιέμαι αν και η δημιουργία είναι για σας το ίδιο επώδυνη.

Χμμμ, δεν θα το 'λεγα, η δημιουργία είναι κάτι διαφορετικό, μια αντίστροφη διαδικασία. Μου συμβαίνει όμως και αυτό που περιγράφετε, ιδίως στο Opera (σ.σ. Παραγωγής 1988). Ήταν βέβαια και οι συγκυρίες τέτοιες: κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έχασα τον πατέρα μου και ο αρραβώνας μου διαλύθηκε. Στην ταινία αυτή η όπερα που ερμηνεύει η πρωταγωνίστρια είναι ο Μάκβεθ του Βέρντι, ο οποίος, ξέρετε, έχει πολύ κακή φήμη.

Στην ταινία σας ακούγεται πως είναι ένα έργο “καταραμένο”.

Ναι, είναι μια πρόληψη που επικρατεί ανάμεσα στους ερμηνευτές της όπερας.

Στην ίδια ταινία χρησιμοποιήσατε την ηχογραφημένη εκτέλεση της Μαρίας Κάλλας για τα lip-sync των πρωταγωνιστών.

Εφόσον υπήρχε και μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε, γιατί να συμβιβαστούμε με κάτι κατώτερο; Γενικά πάντως, δεν είμαι φίλος των συμφωνικών σάουντρακ. Αν και στο La Terza Madre χρησιμοποιήσαμε μια “γεμάτη” ορχηστρική υπόκρουση.

Χαρήκατε που ολοκληρώσατε επιτέλους την τριλογία σας με την Τρίτη Μητέρα;

Όχι, καθόλου. Αντιθέτως, είμαι λυπημένος που αποχαιρέτησα τις μάγισσες μου.

Γιατί περιμένατε τόσα χρόνια;

Δεν περίμενα... Δεν ήμουν υποχρεωμένος να φιλμάρω ένα τρίτο μέρος. Ένιωσα ότι “παραείχα” ασχοληθεί με τον αποκρυφισμό και γύρισα ένα παραδοσιακό θρίλερ (σ.σ.: Tenebre, το 1982) και ένα μεταφυσικό (σ.σ.: Phenomena, με την Τζένιφερ Κόνελι, το 1985). Πήρα άλλες κατευθύνσεις.

Το σινεμά τρόμου, πάντως, έχει αλλάξει πολύ από το 1980 (σ.σ.: η χρονιά που ο Αρτζέντο γύρισε το δεύτερο μέρος της τριλογίας, το Inferno).

Κοιτάξτε, σε τεχνικό επίπεδο έχουμε την ψηφιακή επανάσταση. Πράγματα που δεν μπορούσες να διανοηθείς τότε γίνονται σήμερα με ευκολία. Επανήλθε και το 3D, ποιός το περίμενε; Τώρα, επειδή μάλλον αναφέρεστε στις αλλαγές στο δραματουργικό επίπεδο, μην ξεχνάτε ότι το σινεμά σήμερα είναι μια πολύ πιο ακριβή τέχνη απ' ό,τι σαράντα χρόνια πριν. Ιδίως στην Αμερική, όπου οι προϋπολογισμοί όλο και ανεβαίνουν. Σε μια τέτοια πραγματικότητα είναι λογικό οι παραγωγοί να στρέφονται σε πιο “σίγουρες” συνταγές. Εξ ου και τα ριμέικ κλασικών ταινιών τρόμου που έχουν κατακλύσει την αγορά. Έχω να σας πω πως οι Αμερικανοί συνάδελφοί μου, από τους τωρινούς μέχρι και τους παλαιότερους, σαν τον καλό μου φίλο τον Τζον Κάρπεντερ, μας ζηλεύουν για την ελευθερία που έχουμε εδώ, όπου μια ταινία μπορεί να υλοποιηθεί με πολύ μικρότερα ποσά και να στέκεται επάξια δίπλα στις αμερικάνικες, τουλάχιστον σε τεχνικό επίπεδο.

Οι τελευταίες σας ταινίες όμως είναι αμερικανικές συμπαραγωγές.

Πριν ακό 5-6 χρόνια γύρισα στην Αμερική δύο ωριαία επεισόδια για τη σειρά “Masters Of Horror”, και οι Αμερικάνοι παραγωγοί μού έδωσαν την ευκαιρία να γυρίσω μια ταινία δίχως την παραμικρή επέμβαση. Ε, να σας πω την αλήθεια, συγκινήθηκα. Έχω τραβήξει πολλά με τους λογοκριτές, όχι μόνο με τις επιτροπές λογοκρισίας διάφορων χωρών, όπως της Αγγλίας και της Γερμανίας, αλλά και με την ύπουλη λογοκρισία των παραγωγών. Που σου λένε “αν τολμήσεις να γυρίσεις ΑΥΤΗ τη σκηνή, δεν θα καταφέρουμε να πουλήσουμε την ταινία”. Τέλος πάντων, τους είπα το “ναι”. Αλλά δεν είχα ακόμη αποφασίσει τι θα γυρίσω μέχρι την επομένη της επιστροφής μου στη Ρώμη.

Τι συνέβη τότε;

Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον πατέρα μου. (Σ.σ.: παύση λίγων δευτερολέπτων, τον χαζεύω άφωνος και αυτός συνεχίζει). Επιστρέφοντας στη Ρώμη, νοικιάζω ένα παραθαλάσσιο σπίτι, λίγο μακριά από την πρωτεύουσα, προσπαθώντας να καταστρώσω ένα σενάριο και φλερτάροντας με διάφορες ιδέες. Μια νύχτα το τηλέφωνο χτυπά και στο βάθος ακούγεται μια φωνή που φωνάζει το όνομά μου. Προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι, ο άνεμος έξω αλωνίζει, ενώ η φωνή που ακούγεται θυμίζει πολύ αυτήν του πατέρα μου. Αρχίζω να ουρλιάζω κι εγώ στο τηλέφωνο, μέχρι που η γραμμή κόβεται. Να σας πω την αλήθεια, δεν είμαι 100% βέβαιος για το ποιος πραγματικά ήταν, αλλά δεν αποκλείω την “παράλογη” αυτή πιθανότητα. Έτσι, γεννήθηκε η βασική ιδέα για το La Terza Madre. Και από κει ξεκίνησα, με το “αβαντάζ” της οικονομικής αλλά και της δημιουργικής ελευθερίας. Μπορούσα να αγνοήσω τόσο τους κώδικες της λογοκρισίας όσο και τις κλασικές αφηγηματικές συμβάσεις.

Και κατά πόσο αυτή η απουσία της λογικής στις πιο πρόσφατες ταινίες σας πιστεύετε ότι ενισχύει το συναίσθημα του τρόμου;

Προσέξτε, δεν μίλησα για απουσία της λογικής, απλώς για την αντικατάστασή της με μιαν άλλη. Που συνεπάγεται μια απουσία εμφανούς ρεαλισμού. Που όμως υπακούει σε μια λογική καθαρά συνειρμική. Στο Inferno, για παράδειγμα, μια γυναίκα δέχεται επίθεση από λυσσασμένες γάτες και στην αμέσως επόμενη σεκάνς ένας άντρας κατασπαράζεται από ποντίκια. Δεν δίνεται μια σαφή εξήγηση, αλλά η λογική που ενώνει τις δυο σκηνές είναι εμφανής. Δύο άλλες μπορούν να ενώνονται μέσω μιας λογικής περισσότερο “φροϋδικής” και πολύ λιγότερο “ρεαλιστικής”.

Ποια ταινία σας θα ξεχωρίζατε ως αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της λογικής;

Το Σουσπίρια (σ.σ.: έτος παραγωγής 1976). Μια ταινία όπου εμφανίζονται μονάχα γυναίκες, όλες τους κλεισμένες σε ένα σπίτι, μια σχολή χορού, όπου το κάθε δωμάτιο έχει το δικό του “χρώμα”, το δικό του “φως”. Ένα σπίτι που, για μένα, στέκεται ως σύμβολο του ανθρώπινου, και δη του γυναικείου, νου.

Και το παιδί, πάντως, παίζει σημαντικό ρόλο στο σινεμά σας.

Πάντα επιστρέφω στην παιδική μου ηλικία πριν κάτσω να γράψω ένα σενάριο. Οι σκέψεις μου, εκεί, είναι ατόφιες, καθαρές. Ήμουν παιδί όταν πρωτοδιάβασα Έντγκαρ Άλαν Πόε και όταν είδα τις κλασικές ταινίες τρόμου της Universal. Τον Φρανκενστάιν, το Φάντασμα της Όπερας, τον Δράκουλα φυσικά...

Πως θα είναι ο Δράκουλας του Αρτζέντο;

Θλιμμένος... τραγικός... αλλά και πανέμορφος στην όψη. Σαν τις παιδικές μου αναμνήσεις από εκείνα τα φιλμ. Τα ερεθίσματα όταν βρίσκεσαι “εκεί” είναι πάντα πολύ έντονα και σε χαράζουν βαθιά. Ο πατέρας μου με άφηνε στο σινεμά της γειτονιάς μας, πολλές φορές δίχως να γνωρίζει το πρόγραμμα προβολών του. Κι εγω αναγκαζόμουν συχνά να κρύβω τον φόβο μου, γιατι επέστρεφα σπίτι κατατρομαγμένος απο τις φοβερές αυτές εικόνες. Αλλά πάντα επέστρεφα σ'αυτες!

Πως είναι να συνεργάζεστε με την κόρη σας, την Άζια Αρτζέντο.

Συνεργασίες τέτοιας μορφής δεν είναι πάντοτε πετυχημένες, ξέρετε. Αλλά με την Άζια είμαστε πολύ δεμένοι. Μεγάλωσε δίπλα μου, γυρίσαμε τον κόσμο μαζί και έχουμε μια δική μας επικοινωνία.

Πόσο δύσκολο είναι για έναν πατέρα να γυρίζει μια σκηνή βιασμού με πρωταγωνίστρια την κόρη του;

Είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο. Μας πήρε και χρόνο να την φιλμάρουμε. Στο τέλος πια, αρχίσαμε τα αστεία, για να το ξεπεράσουμε. Όλα τα γυμνά που έχει κάνει στις ταινίες μου ήταν δύσκολα για μένα. Αλλά τα απαιτούσε ο ρόλος. Και η κόρη μου δεν φοβάται να “αρπάξει” απο τα μαλλιά έναν χαρακτήρα, όσο επώδυνη κι'ας είναι η διαδικασία. Κι εγω το ίδιο. Άκουσα πολλά κακόβουλα σχόλια για εκείνη τη σκηνή που αναφέρατε, αλλά ποτέ μου δεν απάντησα. Θα σας πω πάντως ότι χαρη στη συνεργασία με την κόρη μου έμαθα να συνεργάζομαι καλύτερα με τους ηθοποιούς, που παλαιότερα δεν τους συμπαθούσα πολύ...

Γιατί; Τους βλέπατε σαν εχθρούς σας, όπως κάνουν πολλοί σκηνοθέτες;

Τι να σας πω... Είναι σαν κακομαθημένα παιδιά! Και έχω φρικτές εμπειρίες με πολλούς απο δαύτους. Ομηρικούς καυγάδες. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Ο Μαξ Φον Σίντοφ, για παράδειγμα, ήταν ένας υπέροχος επαγγελματίας. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα – τόσο που μου ζήτησε να αλλάξουμε το σενάριο ώστε ο χαρακτήρας του να ζήσει στο τέλος και να γυρίσουμε ένα σίκουελ! Η καλύτερη μου πάντως είναι όταν δουλεύω με ζώα. Σκύλους, γάτες, πιθήκους, μαϊμούδες... Είναι όλα τους υπέροχοι ηθοποιοί, δίνονται ολοκληρωτικά σ'αυτό που κάνουν και δεν δημιουργούν προβλήματα.

Τώρα που το λέτε, όντως τα ζώα εμφανίζονται πολύ στο σινεμά σας.

Είμαι χορτοφάγος ξέρετε. Δεν μου αρέσει να σκοτώνω για να τρώω.


Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες