Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Somewhere (2010)


«I'm looking for a chateau,
21 rooms but one will do
I'm looking for a chateau,
21 rooms but one will do
I don't want to buy it
I just want to rent it for an hour or two»

Grateful Dead,
West LA Fadeaway

Το Chateau Marmont δεν είναι ένα απλό ξενοδοχείο. Είναι ένας τόπος θρυλικός, για όσους παθιάζονται με την χολιγουντιανή μυθολογία – ξεκινώντας από την δεκαετία του 30, μέχρι σήμερα. Απο΄κει πέρασαν η Βίβιαν Λι (σε δωμάτιο όπου οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες του τότε συζύγου της, Λόρενς Ολίβιε), η Γκρέτα Γκάρμπο (που απομονώθηκε εκεί για χρόνια, ξεχασμένη από το κοινό), εκεί πέθανε ο Τζον Μπελούσι από υπερβολική δόση, εκεί παρ ολίγο να πεθάνει ο Τζιμ Μόρισον όταν είχε την φαϊνή ιδέα να σκαρφαλώσει στο δωμάτιο του μέσω του υδραγωγού σωλήνα για να καταλήξει, φυσικά, στο κενό, εκεί σκοτώθηκε ο Χέλμουτ Νιούτον το 2004 και, φυσικά, δεν σας έχω περιγράψει ούτε το ένα χιλιοστό απ’όλα αυτά τα gloriously παρακμιακά που συνθέτουν την ιστορία του.

Το Chateau Marmont λοιπόν, είναι, εκτός από ξενοδοχείο, και ένα μνημείο. Pop κουλτούρας, παρακμής, ματαιοδοξίας, απόγνωσης, λάμψης και απομόνωσης. Και αν δεν ξεκινήσει κανείς απο’κει, είναι αδύνατον να καταπιαστεί με την νέα ταινία της Σοφίας Κόπολα, που μπορεί να βραβευτηκε κάπως υπερβολικά με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία (υπήρχαν και καλύτερες ταινίες στο διαγωνιστικό), αλλά παραμένει ένα φιλμ απολύτως ολοκληρωμένο ως προς τους στόχους του.

Ήρωας είναι ένας από τους θαμώνες του Chateau Marmont λοιπόν, τον οποίο ενσαρκώνει έξοχα ο Στίβεν Ντορφ. Σταρ, επιπέδου ας πούμε Τομ Κρουζ, που περνά τις ώρες του στη σουίτα του, πηδώντας διάφορες ενζενί και βουλιάζοντας ολοένα και πιο βαθιά στο κενό της ύπαρξής του. Απ’όπου τον βγάζει, προς στιγμήν, η 12χρονη κόρη του (η, πραγματικά υπέροχη Ελ Φάνινγκ). Που τον βλέπει μεν σπανίως, αλλά τον αγαπά και – κυρίως – τον συμπονά, με το βλέμμα ενός κοριτσιού που καταλαβαίνει πολλά περισσότερα απ’όσα δείχνει, αλλά το κρατά για τον εαυτό της, έτσι, για να μην τρομάξει κανέναν ανήλικο ανεξαρτήτου ηλικίας. Δίπλα της, ο ηθοποιός δεν νιώθει την ανάγκη να παίξει ούτε τον ρόλο του σούπερ σταρ, ούτε τον ρόλο του αρχιγαμήκουλα (για το τελευταίο δεν δείχνει να προσπαθεί καν, οι γυναίκες σχεδόν πέφτουν στα πόδια του). Ούτε καν τον ρόλο του πατέρα: στη σεκάνς που διαδραματίζεται στην Ιταλία, οι δυο τους φέρνουν πολύ στο ζευγάρι που συναντήσαμε στους Χαμένους Στη Μετάφραση. Δυο ξένους δηλαδή, που έλκονται – σε ανθρώπινο επίπεδο – και προσπαθούν να αποδράσουν στον από κοινού χτισμένο μικρόκοσμο τους, από μια ξένη κι αφιλόξενη Γη.

Στο φινάλε εκείνης της ταινίας, ο Μπιλ Μάρεϊ ψιθύριζε κάποια άηχα λόγια στο αυτάκι της Σκάρλετ Γιόχανσον. Ήταν η πιο συγκινητική στιγμή του φιλμ. Ενός φιλμ που αγάπησε τόσο τους ήρωες του που τους επέτρεψε μια μοναδική, προσωπική στιγμή, μακριά από τα αυτιά μας.

Στο Somewhere, αυτή η ηχηρή ανυπαρξία μοιάζει να επεκτείνεται σχεδόν σε ολόκληρη τη διάρκεια του. Και όταν ο Ντορφ, θαμμένος κάτω από τόνους make up, περιμένει στωικά τη μάσκα να στεγνώσει, αναπνέοντας μονάχα από δυο τρύπες στο νωπό καλούπι, το μόνο που ακούγεται στο soundtrack είναι η εκκωφαντική σιωπή της πιο βαθιάς μοναξιάς. Αυτής που, τις μικρές ώρες της νύχτας, κρύβει βιαστικά τον φόβο μας κάτω από το χαλάκι.

Τον φόβο που πάντα αποτυγχάνουμε να αγνοήσουμε.

2 σχόλια:

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες