Είναι κοινώς αποδεκτό πλέον πως, ο πατέρας, ήταν μάλλον ανύπαρκτος ως οντότητα ψυχολογική μέχρι, τουλάχιστον, τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η βαθειά μεταστροφή του οικογενειακού μοντέλου όμως, επέφερε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, τις οποίες επιχειρεί σήμερα να διερευνήσει τούτο εδώ το συναρπαστικό φιλμ της Μάρεν Άντε που αποθεώθηκε από την κριτική στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών (απ’ όπου έφυγε δίχως βραβείο, κάτι που έκανε πολλούς να μιλήσουν – κάπως υπερβολικά – για «σκάνδαλο»).
Το στόρι έχει ως εξής: Η Ίνες, μια συναισθηματικά καταπιεσμένη Γερμανίδα που ζει στο Βουκουρέστι, ετοιμάζεται για την επαγγελματική της ανέλιξη όταν εμφανίζεται μπροστά της ο Γουίνφριντ, ο πατέρας της. Λάτρης της πλάκας, τρυπώνει στη ζωή της, στις συναντήσεις και τις εξόδους της, προσπαθώντας να εκμηδενίσει το κενό που τους ενώνει, προσπαθώντας ίσως να καταλάβει πως η κόρη του επέλεξε μια ζωή δίχως χιούμορ. Και γι αυτό παρεμβαίνει με το μόνο τρόπο που γνωρίζει: Σπέρνοντας τον όλεθρο με συνεχείς, παράδοξες φάρσες. Πότε εμφανίζεται γελοιωδώς μασκαρεμένος, πότε εξιστορεί τις πιο απίθανες ιστορίες και όσο την πλησιάζει, τόσο δείχνει να θέτει την καριέρα της σε κίνδυνο. Ένα γαϊτανάκι δηλαδή που αποτελεί την αφετηρία μιας σειράς από θεαματικά ξεκαρδιστικές ή και εξαιρετικά άβολες καταστάσεις.
Κάπου εκεί, μας συστήνεται το alter ego του Γουίνφριντ - ο Τόνι Έρντμαν, ένας περίεργος τύπος με κακό κοστούμι, τραγική περούκα κι ακόμη χειρότερη οδοντοστοιχία. Και όσο πιο εκκεντρικός γίνεται, τόσο η κόρη του δείχνει να ανταποκρίνεται. Πριν απ’ αυτό όμως, έχουμε την κάθαρση, όπως αυτή έρχεται με μια καθ’ όλα αφοπλιστική ερμηνεία του «Greatest love of all» της Γουίτνεϊ Χιούστον, σε μια σεκάνς – ανθολογίας. Από μια πλευρά, η Άντε θέτει το εξής ερώτημα: Είναι εφικτή η εσωτερική γαλήνη όταν βρίσκεσαι παγιδευμένος σε ένα μειωτικό εναγκαλισμό με τις προσταγές του καπιταλισμού; Αλλά επειδή η απάντηση εδώ είναι προφανής, επιστρέψτε μας να ασχοληθούμε με το πιο πολυσύνθετο σημειολογικά κομμάτι του σεναρίου (το υπογράφει εξ ολοκλήρου η σκηνοθέτιδα), που αφορά τους ψυχαναλυτικούς δεσμούς των δυο ηρώων. Η Ίνες επιζητά την αυτοβεβαίωση μέσω των άλλων, δημιουργώντας μια φανταστική εικόνα ανυπέρβλητης επιτυχίας και ικανότητας, ακριβώς επειδή οι δεσμοί αυτοί είναι βαριά τραυματισμένοι. Δεσμοί που μετουσιώνονται σε δράση με τον πλέον ευφάνταστο τρόπο: Καθώς πατέρας και κόρη συναντιούνται, υποχρεωτικά, σε ένα ξένο απ’ αυτούς περιβάλλον, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συγκρουστούν. Γιατί, μας λέει η Άντε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τη βαθύτερη κατανόηση του Άλλου: Αν θέλεις να με καταλάβεις, τότε οφείλεις να συγκρουστείς μαζί μου και να υποστείς τις συνέπειες. Και αυτή η σύγκρουση δημιουργεί εντέλει την κοινή πατρίδα, τη ρίζα δηλαδή που τους ενώνει.
Επειδή όμως γονιός και παιδί συνδέονται με ορμή αντιθετική, η μεταμόρφωση του ενός, οδηγεί στο κυριολεκτικό ξεγύμνωμα του άλλου.
Κινηματογραφικά, το κόλπο το έχουμε ξαναδεί. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσεις εδώ ψήγματα και επιρροές απ' ολόκληρο το φάσμα του Ευρωπαϊκού σινεμά, όπως θριάμβευσε στα 70s εξερευνώντας ψυχαναλυτικώς ήρωες, πρόσωπα, καταγωγές και κίνητρα σε ταινίες του Κάρλος Σάουρα, του Μορίς Πιαλά, του Φασμπίντερ, του Τριφό και της Ντορί, εκ της οποίας το "Toni Erdmann" δανείζεται τα περισσότερα. Η Άντε όμως αποδεικνύεται πιο ξύπνια από την τελευταία καθώς φροντίζει να φιλτράρει αυτό το πλέγμα και εντέλει, αυτό που προκύπτει είναι μια αλυσίδα μικρών κορυφώσεων: Κάθε σεκάνς οδηγείται σε ένα peak που οδηγεί κατευθείαν στην επόμενη και τούτη η δραματουργική - και εξόχως γεωμετρική - πρόοδος αποτελεί ένα μεγάλο σεναριακό όσο και σκηνοθετικό κατόρθωμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κινηματογραφίστρια αξιώσεων. Αλλά τη μεγάλη ταινία δεν μας την έχει δώσει ακόμα.