Είναι και Μωρό του Σατανά το μωρό της Ρόζμαρι; Ερώτημα που απασχολεί τους φίλους του φιλμ εδώ και δεκαετίες. Βλέπετε, το Μωρό της Ρόζμαρι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τη μαστόρικη πινελιά της αμφιβολίας. Από αυτήν απορρέουν κάθε εξπρεσιονιστικό πλάνο, κάθε παράφωνη νότα και κάθε γκροτέσκος χαρακτήρας. Όλα ξεκινούν, βέβαια, από τη ασθενική και μονίμως φοβισμένη Μία Φάροου. Που φτάνει με τον άνδρα της (ένας υπέροχος Τζον Κασσαβέτης που όμως πλακωνόταν με τον Πολάνσκι σχεδόν σε καθημερινή βάση) στη Νέα Υόρκη αναζητώντας διαμέρισμα και, μετά από μια παράξενη βραδιά μένει έγκυος μόνο και μόνο για να «ανακαλύψει» πως στην πραγματικότητα βιάστηκε από τον ίδιο τον Εωσφόρο, που επέλεξε αυτήν και μόνον αυτήν για να φέρει στο κόσμο το μονάκριβο παιδί του.
Πολλοί γράφουν πως δεν βλέπουμε ποτέ τον Σατανά στο φιλμ και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Τον βλέπουμε ξεκάθαρα, για κλάσματα του δευτερολέπτου ομολογουμένως, αλλά τον βλέπουμε - και το πώς τον βλέπουμε έχει μεγάλη σημασία, αν δηλαδή θέλουμε να ξεκλειδώσουμε το «μυστήριο» του φιλμ. Γιατί ο Σατανάς του Πολάνσκι παρουσιάζεται όπως ακριβώς τον φανταζόμασταν στην πρώτη δημοτικού. Πλήρως τερατόμορφος, με δαιμονικά, κατακόκκινα μάτια και δέρμα κόκκινο και «καμένο» από τις φλόγες της Κολάσεως. Αυτό και μόνο αρκεί για να πειστούμε πως ούτε καν ο ίδιος ο κινηματογραφιστής παίρνει στα σοβαρά την «Σατανιστική» πλευρά του σεναρίου. Γιατί όταν λέμε «Σατανιστική» εννοούμε «αντι-Χριστιανική». Και όταν λέμε «αντι-Χριστιανική» εννοούμε εντελώς Χριστιανική μιας και το «αντί» υπάρχει μέσα στα άκαμπτα πλαίσια ενός δόγματος που έχει Χριστιανικώς θεσπιστεί. Μόνο που ο Πολάνσκι έχει από καιρό αφήσει πίσω του και το Θεό και το Σατανά, από τότε δηλαδή που ως παιδί δραπέτευε από τη Ναζιστική Κρακοβία ενώ η μάνα του ξεψυχούσε στο Άουσβιτς. Εκείνα τα χρόνια είχε προσπαθήσει μάλιστα να κρυφτεί σε Καθολικά Οικοτροφεία, αν και ο ίδιος δεν είχε βαπτιστεί, κι ούτε είχε καμιά διάθεση να το κάνει. Τότε, ένας ιερέας ανακάλυψε την πλάνη του και άρχισε να τον ανακρίνει. «Ποιος είσαι;», «τι παριστάνεις», και όλα τα σχετικά. Στο τέλος, τον έσυρε από το αυτί μπροστά σ’ έναν καθρέπτη και του είπε παγερά: «Δες τον εαυτό σου. Αυτά τα μάτια. Αυτά τα αυτιά. Αυτό το στόμα. Είναι ολοφάνερο πως δεν είσαι ένας από εμάς!».
Αυτόν το «Θεό» γνώρισε ο Πολάνσκι. Απολύτως φυσιολογικό λοιπόν το πως κάθε κινηματογραφικό στοιχείο στο Μωρό Της Ρόζμαρι, σηματοδοτεί το θάνατο της αθωότητας. Ας τα πάρουμε ένα – ένα: η ταινία ξεκινά σαν αμερικάνικο ρομάντζο. Αισθητικά, έχει το σουλούπι «τηλεταινίας της εβδομάδας» (η Μία Φάροου μοιάζει λες και έχει ξεπηδήσει από σαπουνόπερα). Ακόμη και το καστ που τους περιβάλει προέρχεται από την παλιά φρουρά του Χόλιγουντ: η Ρουθ Γκόρντον, ο Ραλφ Μπέλαμι, ο Μόρις Έβανς, όλοι τους γλυκύτατοι «παππούδες» και «γιαγιάδες», γνώριμοι στο αμερικάνικο κοινό από τα «παλιά καλά» φιλμ περασμένων δεκαετιών. Τα πάντα δηλαδή, γλυκερά, ασφαλή και, κυρίως, εμβληματικά «αθώα».
Σιγά σιγά όμως, μπαίνει στο παιχνίδι η αμφισημία και η σλάβικης προελεύσεως ιδιοσυστασία του κινηματογραφιστή. Τα πάντα ανατρέπονται, υπόγεια, σαρδόνια και σχεδόν ηδονικά, από τον Πολάνσκι που τοποθετεί έναν παραμορφωτικό καθρέπτη μπροστά σε κάθε τι κοινωνικώς αναγνωρίσιμο, θετικό ή και αρνητικό (το ζήτημα της τερατογένεσης για παράδειγμα ήταν ιδιαίτερα φλέγων στα 60s λόγω της θαλιδομίδης που οδήγησε σε πολυάριθμες γεννήσεις βρεφών με δυσπλασίες όταν λανσαρίστηκε ως χάπι για τις πρωινές ναυτίες της εγκυμοσύνης – σήμερα χρησιμοποιείται με επιτυχία για τη θεραπεία διαταραχής των αιμοφόρων αγγείων), όπου φυσικά το τέλος κάθε ελπίδας έρχεται όχι με την έλευση του Εωσφόρου αλλά με την παραίτηση της ίδιας της Ρόζμαρι. Είναι η αφέλεια της αυτή που την οδηγεί στους Κάσταβετ (τους αποκαλύπτει σχεδόν τα πάντα για τη ζωή της στην πρώτη τους συνάντηση, καθιστώντας τον εαυτό της πλήρως ανυπεράσπιστο και «ανοιχτό» σε κάθε επίθεση, μεταφορικά και κυριολεκτικά) αλλά και η δική της επιλογή αυτή που προμηνύει και το δικό μας τέλος. Ο κύκλος είναι πλήρης: από το φως στο σκοτάδι – και ότι ξεβράζεται στο σκοτάδι μένει στο σκοτάδι.
Εωσφόρος άλλωστε, είναι «αυτός που φέρνει το φως».