Οι πρωταγωνιστές είναι μοναχικοί άνθρωποι, σχεδόν εξ ορισμού. Ο πιο χαρακτηριστικός από δαύτους, ο μόνος που επιβίωσε και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο Μπόγκαρτ. Άνθρωπος με κώδικα (ηθικό, αισθητικό, ιπποτικό) σε μια διεφθαρμένη κοινωνία. Είχε, σα να λέμε, βαθιά, εσωτερική γνώση της φύσης του εχθρού. Μια περίπλοκη, αστική εκδοχή του "δυτικού" ανδρός που, φυσικά, ήξερε και τις δύο πλευρές του νόμου και ήταν αρκετά σκληρός να κάνει το σωστό, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή έτσι γούσταρε.
Ο Μπράντο όμως αντιπροσώπευσε μια ανυπολόγιστη αντίδραση ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια. Γι΄αυτό και οι μαμάδες τον έτρεμαν: Δεν είχε κανέναν κώδικα, ηταν έντονα αντικοινωνικός και γι αυτό, παραδόξως, αγαπήθηκε όσο λίγοι. (Στην Αγγλία φοβήθηκαν πως ο "Ατίθασος" θα υποκινούσε ενδεχομένως τους εφήβους σε βίαιες εξεγέρσεις - και είχαν φυσικά δίκιο).
Σε όλη τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Marlon Brando, οι συγκρουόμενες προσωπικότητες του - ο ευαίσθητος καλλιτέχνης ενάντια στο κτήνος - τον καθόρισαν και τον αναθεμάτισαν. Μπορείτε να εντοπίσετε και τις δυο στον Βίτο Κορλεόνε. Ή στον Τέρι, τον λιμενεργάτη που θα μπορούσε να γίνει "somebody instead of a bum". Τις βλέπετε και στον Στάνλεϊ Κοβάλσκι, τον "βάρβαρο" που εκφράζει την αγάπη του με μια διαπεραστική, ανατριχιαστική κραυγή. Κι εμείς, που αισθανθήκαμε σχεδόν προστατευτικοί απέναντί του, είχαμε μια μεγάλη απορία που μας ρήμαζε την καρδιά: από πού να πήγαζε τόση μοναξιά;
Στη συνέχεια βέβαια (και μέχρι την εμφάνιση του στον Νονο) η καριέρα του πήρε την κατιούσα. Ο Μπράντο έγινε ένας "εκκεντρικός", αξιοπερίεργο των ανόητων δημοσιογράφων, ενδεχομένως ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να συντηρήσει την απαιτούμενη απόσταση του από τους άλλους. Ο Μάρλον Μπράντο δεν δίστασε να πλάσει μια καρικατούρα του κάποτε αγαπητού εαυτού του - επιστρέφοντας δηλαδή την όποια "φιλοφρόνηση", πίσω στα μούτρα του κοινού. Αλλά τα περίφημα ΜΜΕ και οι αφ΄υψηλού θεωρητικοί της τέχνης, δεν "έπιασαν" ούτε αυτό.
Και βέβαια, μετά την θλιβερή εκείνη Παρασκευή που ανακοινώθηκε ο θάνατος του, αυτά ακριβώς τα ΜΜΕ προτίμησαν να ασχοληθούν με τις "γαργαλιστικές" λεπτομέρειες της ζωής του. Πόσα παιδιά είχε, πόσα λεφτά κέρδισε, πόσους φίλους έχασε, τι λέγαν οι γυναίκες του γι¨αυτόν, ποιά παιδιά του πέθαναν και πώς, πόσα έφαγε, πόσα ξοδεύτηκαν στους δικηγόρους και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Και όλα αυτά, για να τσεπώσουν ένα κομμάτι από το μύθο του, σαν τουρίστες στο Τείχος του Βερολίνου. Ποιός ανέφερε για παράδειγμα το "One-eyed Jacks'", το καταποντισμένο εμπορικά αλλά αριστουργηματικό, ελεγειακό γουέστερν που σκηνοθέτησε ο ίδιος αντικαθιστώντας τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ένα από τα σπουδαία σκηνοθετικά ντεμπούτα στην ιστορία του νεότερου αμερικανικού σίνεμα που έμεινε... ντεμπούτο.
Γιατί η πραγματική τραγωδία, η μεγαλύτερη απ΄όλες αυτές, είναι ότι τριάντα χρόνια, αυτό το ερμηνευτικό τέρας, δεν βρήκε ένα χαρακτήρα να ξεδιπλώσει το μοναδικό του ταλέντο, μια γαμημένη ευκαιρία να "ανασάνει", να γραπωθεί από έναν αληθινό χαρακτήρα και να τον κάνει δικό του. "Δεν έχω το ηθικό σθένος να αρνηθώ τα χρήματα, γι΄αυτό και δεν εγκαταλείπω το Hollywood" έλεγε. Ήταν όμως ο ίδιος που αρνήθηκε να παραλάβει το Όσκαρ που κέρδισε για τον Νονό το 1973. Ο ίδιος που απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας και στις ελάχιστες δημόσιες δηλώσεις του, το αιτιολογούσε: "Το μόνο πράγμα που εξακολουθεί να μου φέρνει εμετό όλα αυτά τα χρόνια είναι το να παρακολουθώ προσωπικές εξομολογήσεις ηθοποιών στην τηλεόραση".Βλέπετε, ο Μπράντο, όπως και όλοι οι πραγματιμά μεγάλοι του αμερικανικού σινεμά, ο Όρσεν Γουέλς, ο Τζον Κασσαβέτης ή ο Τζέρι Λιούις, δεν κατόρθωσε ποτέ να αφομοιωθεί από ένα σύστημα στο οποίο αντιδρούσε εξ' αρχής.
Αν κάτι μας λείπει, είναι αυτή η ακεραιότητα.
Ο Μπράντο όμως αντιπροσώπευσε μια ανυπολόγιστη αντίδραση ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια. Γι΄αυτό και οι μαμάδες τον έτρεμαν: Δεν είχε κανέναν κώδικα, ηταν έντονα αντικοινωνικός και γι αυτό, παραδόξως, αγαπήθηκε όσο λίγοι. (Στην Αγγλία φοβήθηκαν πως ο "Ατίθασος" θα υποκινούσε ενδεχομένως τους εφήβους σε βίαιες εξεγέρσεις - και είχαν φυσικά δίκιο).
Σε όλη τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Marlon Brando, οι συγκρουόμενες προσωπικότητες του - ο ευαίσθητος καλλιτέχνης ενάντια στο κτήνος - τον καθόρισαν και τον αναθεμάτισαν. Μπορείτε να εντοπίσετε και τις δυο στον Βίτο Κορλεόνε. Ή στον Τέρι, τον λιμενεργάτη που θα μπορούσε να γίνει "somebody instead of a bum". Τις βλέπετε και στον Στάνλεϊ Κοβάλσκι, τον "βάρβαρο" που εκφράζει την αγάπη του με μια διαπεραστική, ανατριχιαστική κραυγή. Κι εμείς, που αισθανθήκαμε σχεδόν προστατευτικοί απέναντί του, είχαμε μια μεγάλη απορία που μας ρήμαζε την καρδιά: από πού να πήγαζε τόση μοναξιά;
Στη συνέχεια βέβαια (και μέχρι την εμφάνιση του στον Νονο) η καριέρα του πήρε την κατιούσα. Ο Μπράντο έγινε ένας "εκκεντρικός", αξιοπερίεργο των ανόητων δημοσιογράφων, ενδεχομένως ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να συντηρήσει την απαιτούμενη απόσταση του από τους άλλους. Ο Μάρλον Μπράντο δεν δίστασε να πλάσει μια καρικατούρα του κάποτε αγαπητού εαυτού του - επιστρέφοντας δηλαδή την όποια "φιλοφρόνηση", πίσω στα μούτρα του κοινού. Αλλά τα περίφημα ΜΜΕ και οι αφ΄υψηλού θεωρητικοί της τέχνης, δεν "έπιασαν" ούτε αυτό.
Και βέβαια, μετά την θλιβερή εκείνη Παρασκευή που ανακοινώθηκε ο θάνατος του, αυτά ακριβώς τα ΜΜΕ προτίμησαν να ασχοληθούν με τις "γαργαλιστικές" λεπτομέρειες της ζωής του. Πόσα παιδιά είχε, πόσα λεφτά κέρδισε, πόσους φίλους έχασε, τι λέγαν οι γυναίκες του γι¨αυτόν, ποιά παιδιά του πέθαναν και πώς, πόσα έφαγε, πόσα ξοδεύτηκαν στους δικηγόρους και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Και όλα αυτά, για να τσεπώσουν ένα κομμάτι από το μύθο του, σαν τουρίστες στο Τείχος του Βερολίνου. Ποιός ανέφερε για παράδειγμα το "One-eyed Jacks'", το καταποντισμένο εμπορικά αλλά αριστουργηματικό, ελεγειακό γουέστερν που σκηνοθέτησε ο ίδιος αντικαθιστώντας τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ένα από τα σπουδαία σκηνοθετικά ντεμπούτα στην ιστορία του νεότερου αμερικανικού σίνεμα που έμεινε... ντεμπούτο.
Γιατί η πραγματική τραγωδία, η μεγαλύτερη απ΄όλες αυτές, είναι ότι τριάντα χρόνια, αυτό το ερμηνευτικό τέρας, δεν βρήκε ένα χαρακτήρα να ξεδιπλώσει το μοναδικό του ταλέντο, μια γαμημένη ευκαιρία να "ανασάνει", να γραπωθεί από έναν αληθινό χαρακτήρα και να τον κάνει δικό του. "Δεν έχω το ηθικό σθένος να αρνηθώ τα χρήματα, γι΄αυτό και δεν εγκαταλείπω το Hollywood" έλεγε. Ήταν όμως ο ίδιος που αρνήθηκε να παραλάβει το Όσκαρ που κέρδισε για τον Νονό το 1973. Ο ίδιος που απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας και στις ελάχιστες δημόσιες δηλώσεις του, το αιτιολογούσε: "Το μόνο πράγμα που εξακολουθεί να μου φέρνει εμετό όλα αυτά τα χρόνια είναι το να παρακολουθώ προσωπικές εξομολογήσεις ηθοποιών στην τηλεόραση".Βλέπετε, ο Μπράντο, όπως και όλοι οι πραγματιμά μεγάλοι του αμερικανικού σινεμά, ο Όρσεν Γουέλς, ο Τζον Κασσαβέτης ή ο Τζέρι Λιούις, δεν κατόρθωσε ποτέ να αφομοιωθεί από ένα σύστημα στο οποίο αντιδρούσε εξ' αρχής.
Αν κάτι μας λείπει, είναι αυτή η ακεραιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου