Στο σαλόνι του σπιτιού που μεγάλωσα, στη Χατζηκυριακού, είχαμε ένα μεγάλο καθρέφτη. Ελλειπτικός σε σχήμα, θύμιζε κάδρο παραδοσιακού πορτραίτου. Όπου, βεβαίως, αν είσαι πιτσιρικάς, «τοποθετείς» τον εαυτό σου. Άπειρες φορές στήθηκα μπροστά του, προσπαθώντας να αναπαράγω τον τρόπο που ο Κλιντ Ίστγουντ άναβε το τσιγάρο. Ή το βέβαιο για την γοητεία του – αλλά και τόσο ευαίσθητο συνάμα - βλέμμα, του Κάρι Γκραντ. Μια σεκάνς στο repeat, τώρα που χάριν αυτού του κειμένου προσπαθώ να αποσαφηνίσω αναμνήσεις θολές. Αρρώστια παιδική και πάρα πολύ σοβαρή αν δεν την προλάβεις νωρίς.
Γιατί, βλέπεις, δυο είναι τα ενδεχόμενα. Το ένα, να τρως συνεχώς τα μούτρα σου προσπαθώντας αποτυχημένα να μιμηθείς αυτή την κίνηση, το άναμμα του τσιγάρου, το βλέμμα. Το άλλο, είναι να τα πετύχεις. Και να τ' αφήσεις να σου κάνουν την ίδια ζημιά. Μπορείς βέβαια να κάνεις και το τρίτο: να χοροπηδάς από την σινελατρεία στην απαξίωση της, αναλόγως με τα χαρτιά που η ζωή σου μοιράζει, δήθεν για να επιβιώσεις. Έλα όμως που εκεί το βάσανο είναι αβάσταχτο: τουλάχιστον ο «καθαρός» κινηματογραφόφιλος μπορεί να ζει διαρκώς ευτυχισμένος στην σινεφιλικώς πλασμένη πραγματικότητα του, αρκεί να το αποφασίσει. Ο ταλαίπωρος άλλος, βιώνει κάθε καταπιεσμένο συναίσθημα με στόμφο κινηματογραφικό, αλλά δεν αντιδρά διόλου όταν η πραγματικότητα του τσακίζει το σινεμασκόπ κάδρο. Μόνο περιμένει στωικά την επόμενη, μαρτυρικά προσωρινή χαρά. Εκτός, κι αν το φιλμικό του πρότυπο είναι αυτό του εξ’ορισμού μοναχικού ήρωα, οπότε και εκπίπτει στη δεύτερη παραπάνω κατηγορία, μιας και η ταύτιση είναι πλήρης.
Και οι τρεις τους πάντως συναντιούνται σε μια σκοτεινή αίθουσα. Ιδίως σε αυτές των θερινών αιθουσών που προβάλλουν μια ταινία κλασσική, σαν, ας πούμε, την Καζαμπλάνκα, που έσκισε πέρσι. Να θαυμάσουν τον Μπόγκαρτ όταν αποχαιρετά την Ίνγκριντ. Και το φοβερό είναι ότι ενώ σε εικόνες σαν κι αυτές, το βλέμμα σου (άρα και οι πόνοι και οι επιθυμίες σου) μπορεί και αντανακλάται τέλεια, ταυτόχρονα υπάρχει και ο θαυμασμός ενός ειδώλου που σε ξεπερνά.
Τα χρόνια βέβαια πέρασαν και στα 90s, αυτό το πρότυπο ήρωα ξέφτισε. Δεν «περνούσε» πια, δεν έπειθε. Και σιωπηλά, όπως του αρμόζει, αυτοεξορίστηκε σ'έναν τόπο δίχως αγάπη. Και οι ήρωες έπαψαν να τσαλακώνονται. Και έπαψαν να έχουν ταυτότητα: Οι ίδιες πόζες, οι ίδιες «χορογραφίες», τα ίδια χουφτώματα, τα ίδια δήθεν αυτοειρωνικά καλαμπούρια. Αλλιώς κρατούσε το τσιγάρο ο Κόχραν, αλλιώς ο Λάνκαστερ, αλλιώς ο Νίκολσον. Τώρα, και με το τσιγάρο εξαφανισμένο από τις οθόνες χάριν πολιτικής ορθότητας, σημασία δεν έχει πια η ματιά του ήρωα πάνω στη πλοκή – δηλαδή στη ζωή την ίδια. Καμία απολύτως.
Μιλάω γι αυτή τη φθίνουσα λάμψη λοιπόν, που συνήθιζε να πυροδοτεί τις προβολές μου πάνω στην πραγματικότητα. Κάτω από την οποία, κρυβόταν όλη αυτή η μοναξιά που το ευρωπαϊκό σινεμά είδε και ανέλκυσε. Ο Κόχραν στην Κραυγή. Ο Λάνκαστερ στον Γατόπαρδο. Ο Νίκολσον στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ. Ο Κλούνεϊ στον Αμερικάνο, την ταινία για την οποία προσπαθώ τόση ώρα να σου μιλήσω. Που στο βλέμμα του «δουλεύει» κάθε δευτερόλεπτο μιας πικρής ζωής. Γιατί, ο Αμερικάνος, πρώτα απ’όλα, δε μιλάει πολύ. Μέσα του ξετυλίγεται το βαρύ του ημερολόγιο, σελίδα-σελίδα. Γιατί, σε μια άλλη ταινία, από αυτές τις «ηρωικές» που επικρατούν τελευταία, ένα flashback θα είχε κριθεί απαραίτητο. Όχι εδώ.
Ο Αμερικάνος επίσης δεν χαμογελά ποτέ. Δεν είναι από αυτούς που τη βρίσκουν με τη δουλειά τους, παρόλο που στο σινεμά αφθονούν οι χαμογελαστοί μισθωμένοι φονιάδες. Τα βλέφαρα του, πάντοτε βαριά. Από το βάρος αυτών που οικειοθελώς στερήθηκε. Κλεισμένος στον εαυτό του. Όπου και είναι ασφαλής. Ή θα μπορούσε να ήταν. Αν δεν ήταν Αμερικάνος, αλλά Σαμουράι. Δυστυχώς, ατύχησε. Το μόνο που μπορεί να τον περιμένει είναι ο έρωτας. Και ό,τι άλλο τον ακολουθεί. Βέβαια μπορεί να μην είναι Σαμουράι, αλλά η μοναξιά που τον περικυκλώνει είναι αρκούντως Μελβιλ-ική. Τουτέστιν Ευρωπαϊκή. Στην τηλεόραση ενός μπαρ, στέκεται να χαζέψει ένα γουέστερν. Η οθόνη προβάλλει το «Κάποτε στη Δύση». «Sergio Leone, italiano», του ψιθυρίζει δεικτικά ο μαγαζάτορας. Κι από την Άγρια Δύση ακόμη, εξόριστος ο Αμερικάνος.
Γιατί, βλέπεις, δυο είναι τα ενδεχόμενα. Το ένα, να τρως συνεχώς τα μούτρα σου προσπαθώντας αποτυχημένα να μιμηθείς αυτή την κίνηση, το άναμμα του τσιγάρου, το βλέμμα. Το άλλο, είναι να τα πετύχεις. Και να τ' αφήσεις να σου κάνουν την ίδια ζημιά. Μπορείς βέβαια να κάνεις και το τρίτο: να χοροπηδάς από την σινελατρεία στην απαξίωση της, αναλόγως με τα χαρτιά που η ζωή σου μοιράζει, δήθεν για να επιβιώσεις. Έλα όμως που εκεί το βάσανο είναι αβάσταχτο: τουλάχιστον ο «καθαρός» κινηματογραφόφιλος μπορεί να ζει διαρκώς ευτυχισμένος στην σινεφιλικώς πλασμένη πραγματικότητα του, αρκεί να το αποφασίσει. Ο ταλαίπωρος άλλος, βιώνει κάθε καταπιεσμένο συναίσθημα με στόμφο κινηματογραφικό, αλλά δεν αντιδρά διόλου όταν η πραγματικότητα του τσακίζει το σινεμασκόπ κάδρο. Μόνο περιμένει στωικά την επόμενη, μαρτυρικά προσωρινή χαρά. Εκτός, κι αν το φιλμικό του πρότυπο είναι αυτό του εξ’ορισμού μοναχικού ήρωα, οπότε και εκπίπτει στη δεύτερη παραπάνω κατηγορία, μιας και η ταύτιση είναι πλήρης.
Και οι τρεις τους πάντως συναντιούνται σε μια σκοτεινή αίθουσα. Ιδίως σε αυτές των θερινών αιθουσών που προβάλλουν μια ταινία κλασσική, σαν, ας πούμε, την Καζαμπλάνκα, που έσκισε πέρσι. Να θαυμάσουν τον Μπόγκαρτ όταν αποχαιρετά την Ίνγκριντ. Και το φοβερό είναι ότι ενώ σε εικόνες σαν κι αυτές, το βλέμμα σου (άρα και οι πόνοι και οι επιθυμίες σου) μπορεί και αντανακλάται τέλεια, ταυτόχρονα υπάρχει και ο θαυμασμός ενός ειδώλου που σε ξεπερνά.
Τα χρόνια βέβαια πέρασαν και στα 90s, αυτό το πρότυπο ήρωα ξέφτισε. Δεν «περνούσε» πια, δεν έπειθε. Και σιωπηλά, όπως του αρμόζει, αυτοεξορίστηκε σ'έναν τόπο δίχως αγάπη. Και οι ήρωες έπαψαν να τσαλακώνονται. Και έπαψαν να έχουν ταυτότητα: Οι ίδιες πόζες, οι ίδιες «χορογραφίες», τα ίδια χουφτώματα, τα ίδια δήθεν αυτοειρωνικά καλαμπούρια. Αλλιώς κρατούσε το τσιγάρο ο Κόχραν, αλλιώς ο Λάνκαστερ, αλλιώς ο Νίκολσον. Τώρα, και με το τσιγάρο εξαφανισμένο από τις οθόνες χάριν πολιτικής ορθότητας, σημασία δεν έχει πια η ματιά του ήρωα πάνω στη πλοκή – δηλαδή στη ζωή την ίδια. Καμία απολύτως.
Μιλάω γι αυτή τη φθίνουσα λάμψη λοιπόν, που συνήθιζε να πυροδοτεί τις προβολές μου πάνω στην πραγματικότητα. Κάτω από την οποία, κρυβόταν όλη αυτή η μοναξιά που το ευρωπαϊκό σινεμά είδε και ανέλκυσε. Ο Κόχραν στην Κραυγή. Ο Λάνκαστερ στον Γατόπαρδο. Ο Νίκολσον στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ. Ο Κλούνεϊ στον Αμερικάνο, την ταινία για την οποία προσπαθώ τόση ώρα να σου μιλήσω. Που στο βλέμμα του «δουλεύει» κάθε δευτερόλεπτο μιας πικρής ζωής. Γιατί, ο Αμερικάνος, πρώτα απ’όλα, δε μιλάει πολύ. Μέσα του ξετυλίγεται το βαρύ του ημερολόγιο, σελίδα-σελίδα. Γιατί, σε μια άλλη ταινία, από αυτές τις «ηρωικές» που επικρατούν τελευταία, ένα flashback θα είχε κριθεί απαραίτητο. Όχι εδώ.
Ο Αμερικάνος επίσης δεν χαμογελά ποτέ. Δεν είναι από αυτούς που τη βρίσκουν με τη δουλειά τους, παρόλο που στο σινεμά αφθονούν οι χαμογελαστοί μισθωμένοι φονιάδες. Τα βλέφαρα του, πάντοτε βαριά. Από το βάρος αυτών που οικειοθελώς στερήθηκε. Κλεισμένος στον εαυτό του. Όπου και είναι ασφαλής. Ή θα μπορούσε να ήταν. Αν δεν ήταν Αμερικάνος, αλλά Σαμουράι. Δυστυχώς, ατύχησε. Το μόνο που μπορεί να τον περιμένει είναι ο έρωτας. Και ό,τι άλλο τον ακολουθεί. Βέβαια μπορεί να μην είναι Σαμουράι, αλλά η μοναξιά που τον περικυκλώνει είναι αρκούντως Μελβιλ-ική. Τουτέστιν Ευρωπαϊκή. Στην τηλεόραση ενός μπαρ, στέκεται να χαζέψει ένα γουέστερν. Η οθόνη προβάλλει το «Κάποτε στη Δύση». «Sergio Leone, italiano», του ψιθυρίζει δεικτικά ο μαγαζάτορας. Κι από την Άγρια Δύση ακόμη, εξόριστος ο Αμερικάνος.
Με μόνο κώδικα, το ένστικτο του. Το οποίο και προσπαθεί να ξεγελάσει. Με τον ίδιο τρόπο που «οι αμερικάνοι προσπαθούν να ξεγελάσουν την Ιστορία», όπως λέει και ο ιερέας του μικρού ιταλικού χωριού όπου βρίσκεται, αναμένοντας την επόμενη του αποστολή. Μόνο που σε ιστορίες σαν κι αυτή, παραμονεύει μονάχα η τραγωδία. Σε μια στιγμή. Εκεί που ο Αμερικάνος χτυπά το τιμόνι. Εκεί που διπλώνομαι στο κάθισμα, από μια χαριστική βολή που εδώ και χρόνια αγνοώ. Εκεί που ο «M. Butterfly», ο Ήρωας, με το βλέμμα του πλέον να αντανακλάται στο δικό μου, και τη μορφή του μονίμως να με ξεπερνά, αντιλαμβάνεται το Τέλος που σκάει πάντα μια στιγμή πριν τη λύτρωση. Αυτό που ο ιερέας της ταινίας αντιλαμβάνεται ως "Κόλαση": "A world without love".
Εκεί που ζουν οι Ήρωες μου.
Γιγάντια ταινία ψωνισμένο αγόρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΙΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΚΗ.ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΠΕΡΙΤΤΕΥΟΥΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφή