Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Conversations with remarkable people, v.21: Ντέμης Ρούσσος


Οκτώβριος 2013. 


Είναι μια μάλλον σεμνή τελετή. Στο κομψό σαλόνι της γαλλικής πρεσβείας, ο πρέσβης Ζαν Λου Κιουν-Ντελφόρζ απαρίθμησε όλες τις γνωστές επιτυχίες του Ντέμη Ρούσσου (από τα «Rain and Tears» και «Goodbye My Love Goodbye» έως το «Quand Je t'aime»), υπογράμμισε της παραδοσιακές μουσικές αφετηρίες της οικογένειας και παρέδωσε στον γεννημένο στην Αλεξάνδρεια τραγουδιστή («γενέτειρα του Ζορζ Μουστακί και της Δαλιδά») το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Ο Ντέμης Ρούσσος φαινόταν συγκρατημένος αλλά, όπως θα παραδεχθεί αργότερα, η συγκίνησή του ήταν βαθιά. Ο λόγος; 


«Ξέρετε, δεν είχε προηγηθεί κάποιου είδους σύσταση: η επιλογή προήλθε από "ψηλά", δηλαδή απευθείας από τον μεσιέ Ολάντ. Αυτό το μετάλλιο αντιπροσωπεύει την πρώτη χώρα μου, την Ελλάδα και τη δεύτερη τη Γαλλία. Και τώρα νιώθω σαν να γεφύρωσα αυτές τις δύο πατρίδες μου. Μετά απ' όσα έχω περάσει σ' αυτή τη δουλειά, αν κάτι μου λέει αυτό είναι πως η μουσική ενώνει».

Ο Ντέμης Ρούσσος τραγούδησε σχεδόν τα πάντα: από το ψυχεδελικό ροκ των Aphrodite's Child που με τα χρόνια εξελίχθηκε σε σκληρό και αποκρυφιστικό (με το κλασικό άλμπουμ «666») έως ελαφρά pop - αλλά και παραδοσιακή μουσική. «Καλά κάνετε εσείς και τα περιγράφετε, μόνο που εγώ ποτέ μου δεν έκανα αυτόν το διαχωρισμό. Οι γονείς μου τραγουδούσαν ασταμάτητα - ο πατέρας μου ειδικά, ήταν η "ψυχή του πάρτι" που λένε. Και τραγουδούσαν τα πάντα. Πολλοί με κατηγόρησαν για τις συνεχείς αλλαγές μου, τη μετάβαση από το ένα μουσικό είδος στο άλλο - αλλά εμένα με ενδιέφερε μονάχα η όμορφη μουσική»

Είχατε ήδη ηχογραφήσει κάποια σπουδαία άλμπουμ με τους Aphrodite, σπεύδω να του "θυμίσω".  «Έπρεπε όμως να κάνω το επόμενο βήμα. Όλοι στη μπάντα αισθανόντουσαν πως είχαμε φτάσει σε ένα τέρμα. Ήταν εφιαλτική περίοδος για μένα: Οταν άφησα τους Aphrodite's Child σχεδόν έπεσα σε κατάθλιψη. Ημουν μόνος, δεν είχα την απαιτούμενη εμπειρία και, να σας πω την αλήθεια, δεν είχα καταλάβει ακόμη αν είχα καλή φωνή ή όχι». Μα πως είναι δυνατόν, αναρωτιέμαι! «Πιστέψτε με, αν δεν υπήρχε η αγάπη του κόσμου θα είχα καταντήσει ερημίτης. Οχι πως δεν με γοητεύει ακόμη αυτή η προοπτική! Φοβάμαι πως παρά τις συνεχείς περιοδείες, έχω υπερβολικά πολύ ελεύθερο χρόνο στα χέρια μου. Πότε σκέφτομαι να τα παρατήσω όλα, πότε να ξεκινήσω μια νέα καριέρα - σας έχω πει πόσο μου αρέσει το σινεμά;».

Ο τελευταίος δίσκος του, τιτλοφορημένος απλώς «Demis», ήταν μια επιστροφή που ελάχιστοι περίμεναν, ένα blues rock άλμπουμ, «βραχνό» και ακατέργαστο. Δεν πέτυχε εμπορικά - ο ίδιος όμως το λάτρευε. «Δεν φαντάζεσαι την έκπληξή μου όταν γνώρισα αυτούς τους πιτσιρικάδες, την μπάντα που με συνοδεύει: δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτή η γενιά με εκτιμούσε ακόμη τόσο πολύ. Αγαπώ φυσικά τα blues - αλλά για μένα η μουσική είναι μία, είτε είναι "ελαφριά" είτε όχι. Υπάρχουν άπειροι κακοί μουσικοί εκεί έξω, η μουσική όμως μόνο καλό μπορεί να κάνει. Είναι ένα μέσο κατανόησης του γείτονά μας, ένας τρόπος επικοινωνίας. Και ίσως κάποτε, μέσα από αυτήν, να κατορθώσουμε επιτέλους να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί με τα όπλα που του διέθεσε ο Θεός. Εγώ έχω μια φωνή, μια κιθάρα, ένα πιάνο, ένα μικρόφωνο: Ένας μικρός στρατός!».

Ο σπουδαίος ερμηνευτής δεν σηκώθηκε από την καρέκλα του καθ' όλη τη διάρκεια της τελετής. Είχε όμως έναν άκρως «εναλλακτικό» αέρα, από το ντύσιμο και τα στρογγυλά, α λα Τζον Λένον γυαλιά του μέχρι και το επιβλητικό στήσιμο ενός καλλιτέχνη που έχει περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκηνή. Μόλις που ξεχώρισα το βλέμμα του καθώς τον αποχαιρέτησα φεύγοντας για την εφημερίδα. Πρέπει να ήμουν αγχωμένος γιατί στην ηχογράφηση ακούγεται να μου λέει χαμογελαστά: «Ας καθυστερήσετε και λίγο».


Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Conversations with remarkable people, v.20: Νίκος Παναγιωτόπουλος




"Πέρνα από το σπίτι να τα πούμε επιτέλους!" - η βαθιά, χαρακτηριστική φωνή του Νίκου Παναγιωτόπουλου αντηχεί από την άλλη άκρη της γραμμής. Ακούγεται ανυπόμονος, ίσως επειδή η τελευταία του ταινία, η "Κόρη του Ρέμπραντ" είναι έτοιμη εδώ και καιρό, αλλά περιμένει τη σειρά της, μετά την άρνηση των διανομέων να "εκδοθεί" μέσα στο κατακαλόκαιρο, όπως ήθελε ο σκηνοθέτης της. "Ειναι μια δροσερή κωμωδία τους είπα, Χριστό δε κατάλαβαν" αποκρίνεται ο σκηνοθέτης που με φιλοξενεί. Δεκέμβριος, 2015...


Η νέα σας ταινία ετοιμάζεται να κάνει την έξοδο της στις αίθουσες, και πριν λίγο άκουσα πως ετοιμάζετε μιαν άλλη.

Μπορώ να το κάνω, μιας και οι ταινίες μου είναι μικρές σε μέγεθος, δεν απαιτούν δηλαδή πολλά χρήματα. Και το προτιμώ αυτό. Ευτυχώς δεν είμαι φιλόδοξος. Αυτό με σώζει.

Κι όμως, είμαι βέβαιος πως έχετε ιδέες και για έναν, ας πούμε, μεγαλύτερο καμβά.

Κοίτα, τα 99% των πραγμάτων που θα ήθελε να κάνει ένας σκηνοθέτης, δεν μπορεί να τα κάνει. Αυτολογοκρίνεσαι, στη σύλληψη της ιδέας απάνω. Φυσικά και θα ήθελα να γυρίσω μια ταινία στα μεγάλα πλατώ της Paramount. Να τα στήσω όλα σε εσωτερικούς χώρους, τις πλατείες, τους δρόμους, να ελέγχω τα πάντα! Αλλά δεν είμαι δυστυχής γι αυτό. Και μια «μικρή» ταινία να κάνω, είμαι ευτυχής.

Είναι μια τέτοια ιστορία η «Κόρη του Ρέμπραντ»; Μια «μικρή» ταινία;

Όχι. Είναι, αν θες, μια «μεσαία» ταινία. Είναι γυρισμένη εξ΄ολοκλήρου σε μια έπαυλη στο Λαγονήσι, όπου κάθε πρωί έπρεπε να μεταφέρεται εκεί ένα συνεργείο εκατό ανθρώπων – παίζουν επίσης και πολλοί ηθοποιοί.  Είχε προβλήματα παραγωγής δηλαδή, αλλά… εντάξει. Τα καταφέραμε. Επίσης δεν μου αρέσουν οι ιστορίες. Έχω αυτή την αναπηρία. Η γυναίκα μου αγαπά πολύ τις ιστορίες. Εμένα, αν τώρα που διηγηθείς μία, θα την ξεχάσω.

Μεταφέρατε όμως και πολλά βιβλία στον κινηματογράφο.

Ισχύει, αλλά τα έστησα αποσπασματικά, δεν τα μετέφερα ως ιστορίες. Δεν ξέρω τις ιστορίες των μεγάλων έργων, δεν τις θυμάμαι, παρά μόνο μερικά αποσπάσματα. Δεν είναι η ιστορία που έχει ενδιαφέρον.

Τι έχει ενδιαφέρον;

Το σινεμά. Άκου να σου πω, στη ζωγραφική, ο Σεζάν ζωγράφιζε μήλα. Ποιο είναι το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ, τα μήλα ή η ζωγραφική; Γιατί στο σινεμά θα έπρεπε να ισχύει κάτι διαφορετικό; Στην «Κόρη του Ρέμπραντ» όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα βράδυ. Έχουμε μια δεξίωση μεγαλοαστών σε κάποια βίλα  – υποθέτοντας πάντα πως υπάρχουν τέτοιοι στην Ελλάδα – όπου ο ιδιοκτήτης της, έχει έναν άγνωστο Ρέμπραντ στη συλλογή του. Αυτό είναι μια υποτυπώδης ιστορία, η ταινία όμως… εκτροχιάζεται, γίνεται μια φάρσα. Και το ενδιαφέρον προκύπτει από τα πηγαδάκια που δημιουργούνται μέσα σ’ αυτές τις δεξιώσεις, με λίγο Τσεχωφ-ικούς διαλόγους, αν θες. Όλα αυτά τα αποσπάσματα δημιουργούν «κάτι» στο τέλος. Αυτό μου αρέσει να κάνω. Να διακινώ πλάνα, μπας και ξυπνήσει καμιά συγκίνηση, καμιά ιδέα.

Έχω δει μονάχα μια σκηνή από την ταινία σας, αυτή με τον Λούλη να παίζει πιάνο. Έχεις την αίσθηση πως, όπου να ναι, θα ξεσπάσει τουρτοπόλεμος.

Πρόκειται για παραλλαγή μιας σκηνής του Χάρπο Μαρξ (σ.σ.: από το «The big store» του 1941). Την δε ταινία την αφιερώνω στους αδελφούς Μαρξ, στον Μπονιουέλ και τον Τσέχωφ, που έκαναν κωμωδίες κατά κάποιον τρόπο. Κοίτα, εγώ είμαι φανατικός οπαδός του μπουρλέσκ. Αυτό που λέει ο κόσμος «μα αυτά μονάχα στο σινεμά γίνονται», αυτό θέλω να βλέπω. Το σινεμά της γυναίκας της διπλανής πόρτας, δεν με ενδιαφέρει – αν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο, θα πήγαινα στο καφενείο, όχι στον κινηματογράφο. Στο σινεμά πάω για να δω κάτι, που μονάχα το σινεμά μπορεί να δείξει.

Πάντως, και το μπουρλέσκ το παρατηρείτε από κάποια απόσταση.

Φυσικά. Δεν μπορούμε πια να κάνουμε μπουρλέσκ γιατί δεν έχουμε, στην ηλικία μας, την αθωότητα για να το κάνουμε. Έτσι, γίνεται νοσταλγικό.

Κι όμως, κανείς νέος «επιφανής» σκηνοθέτης δεν κάνει κωμωδία σήμερα – ίσως μόνο η Τσαγγάρη, τώρα, με το «Chevalier»

Όσο μεγαλώνει κανείς όμως, τόσο πιο πολύ πάει προς την κωμωδία. Οι γέροι είναι οι μόνοι τρελοί αυτού του κόσμου, γιατί δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν. Συνομιλούν με το θάνατο αδιάκοπα, αδιαφορούν για το κοινό και για το μέλλον. Ενώ όλοι οι νέοι, λατρεύουν το μέλλον! Όσο για την κωμωδία, εξακολουθεί να θεωρείται «δεύτερο» είδος. Δείτε μονάχα τι είδους ταινίες βραβεύονται στα Φεστιβάλ.

Κάποτε βραβευόντουσαν και οι δικές σας. Σήμερα δηλώνετε πως δεν ασχολείστε καν με τις αγγλικές μεταφράσεις των ταινιών σας, για τυχόν προβολές τους στο εξωτερικό.

Απεχθάνομαι τα Φεστιβάλ! Το χω κάνει, δε λέω, αλλά εδώ είδα κι έπαθα να τελειώσω το σχολείο, δεν θέλω άλλους ανταγωνισμούς. Δε γουστάρω. Η τέχνη δεν είναι καλλιστεία, και τα μεγέθη δεν είναι μετρήσιμα.

Έξω πάντως, πάμε καλά – λένε.

Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τις επιτυχίες αυτής της νέας γενιάς κινηματογραφιστών, είναι εκκωφαντικές. Αλλά εγώ… είμαι αλλού. Κάθε γενιά έχει τη μουσική της, τις χειρονομίες, τη στάση της. Σήμερα επικρατεί ο σκηνοθέτης – κοσμοπολίτης, το σινεμά του κοσμοπολιτισμού. Για μένα όμως, ο κοσμοπολιτισμός είναι το άλλο πρόσωπο του επαρχιωτισμού: 12 χρόνια έζησα στο Παρίσι και τελικά επέστεψα στην Ελλάδα. Προτιμώ λοιπόν το σινεμά της απόλαυσης! Σου το είπα, πως δεν είμαι φιλόδοξος. Αυτή η «τριτοκοσμική» χώρα μπορεί να καλύψει όλες μου τις φιλοδοξίες.

Η φιλοδοξία σας λοιπόν, είναι να συνεχίσετε να κάνετε σινεμά.

Ναι, γιατί αυτό με βοηθάει να ζήσω. Η καθημερινότητα είναι μια σειρά μηχανικών κινήσεων: σηκώνεσαι το πρωί, πλένεις τα δόντια σου, δένεις τα παπούτσια σου… Όταν κάνεις σινεμά έχεις την αίσθηση πως συμμετέχεις σε κάτι πολύ σπουδαίο. Τίποτα δεν είναι σπουδαίο φυσικά. Η ιατρική είναι πιο σπουδαία από το σινεμά! Όμως, μπαίνεις σε ένα παιχνίδι, και η ζωή γίνεται πιο ερεθιστική. Άσε που, ενώ ο χρόνος περνάει σαν αστραπή, όταν κάνεις σινεμά, αυτός φρενάρει. Ε, κι εγώ κάνω σινεμά για να ξεγελάω τον χρόνο.  

Ξαναγυρίζετε πάλι μια ταινία στημένη αυστηρά σε έναν χώρο – όπως με τους «Τεμπέληδες».

Μα το έχω πει πως «Η κόρη του Ρέμπραντ» είναι οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» του 21ου αιώνα. Διαφορετικό βέβαια σε ύφος, αλλά πάλι στο θέμα του εγκλεισμού. Με μια κάποια πολιτική αλληγορία, βέβαια – αν και δεν μου αρέσουν…

Δεν σας άρεσαν ποτέ. Γυρίσατε μάλιστα μια ταινία, την πρώτη σας («Τα χρώματα της Ίριδας») για να σπάσετε πλάκα μ’ αυτές.

Ακριβώς, αλλά ξέρεις, καμιά φορά δεν κάνεις αυτό που θέλεις. Κάνεις αυτό που γίνεται!

Δηλαδή;

Όλα τα πράγματα στην τέχνη σε οδηγούν. Δεν τα οδηγείς εσύ, παρά μόνο δίνεις το έναυσμα. Όλοι λένε «έχω μια ωραία ιδέα για ταινία». Αστεία πράγματα. Αν μια ταινία διαθέτει πεντακόσια πλάνα, τότε χρειάζεσαι και πεντακόσιες ιδέες. Ποιός έχει τόσες όταν πάει να γυρίσει μια ταινία; Κανένας. Με πέντε ιδέες ξεκινάς. Μετά πας στο γύρισμα και ελπίζεις σε άλλες δέκα, πενήντα, εκατό. Σκέψου όλα τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας. Δεν είναι εξ’ ολοκλήρου καλά – μερικές σελίδες μόνο. Μια ιδανική βιβλιοθήκη χρειάζεται μόνο είκοσι σελίδες από ένα σπουδαίο βιβλίο, δεκαπέντε από ένα άλλο…

Και στο σινεμά, όταν σκέφτεσαι το «Touch of evil» του Γουέλς, σου «σκάει» κατευθείαν το μονοπλάνο της αρχής.

Συμφωνώ, αλλά και οι δικές σας απαιτήσεις είναι περίεργες. Βλέπετε μια ταινία και απαιτείτε απ’ αυτήν να είναι τέλεια. Αν μια ταινία έχει 20 λεπτά καλά, εγώ είμαι ικανοποιημένος.

Εσείς δεν είστε αυστηρός απέναντι στις ταινίες σας;

Αν είμαι λέει… Δεν μπορώ να ξαναδώ τις ταινίες μου. Ντρέπομαι. Πρέπει να είσαι πολύ χαζός για να σου αρέσει αυτό που κάνεις. 

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες