Στο φιλμ που μας απασχολεί, ο Πορτογάλος ιεραπόστολος Σεμπαστιάου Ροντρίγκες (Άντριου Γκάρφιλντ), φτάνει στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα μαζί με τον ιεραπόστολο Γκάρπε (Άνταμ Ντράιβερ) για να εμψυχώσει τους καταπιεζόμενους «προσαρτημένους» Ιάπωνες, αλλά και να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την αποστασία του ιεραπόστολου Φερέιρα (Λίαμ Νίσον), ο οποίος φημολογείται πως πρόδωσε τη πίστη του. Και ο Ροντρίγκες όμως θα υποφέρει γι Αυτήν, αντιμέτωπος με τη σιωπή του Θεού – αν υποθέσουμε δηλαδή πως είναι «πανταχού παρών» όπως δείχνει να πιστεύει ο ίδιος ο Σκορσέζε που αφιερώνει την ταινία στους αγώνες του τάγματος. Δε θα έπρεπε να μας παραξενεύει αυτό το τελευταίο: Μεγαλωμένος στις κακόφημες ιταλο-αμερικανικές συνοικίες της Νέας Υόρκης (σε αυστηρά Ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον) ο Σκορσέζε θήτευσε ως παπαδοπαίδι. Η δε φιλία του με έναν ιερέα που μοιραζόταν την αγάπη του για τον κινηματογράφο, αποδείχθηκε τόσο σημαντική που, ως έφηβος πλέον, αναζήτησε μια καριέρα στην ιεροσύνη. «Ίσως γύρευα μια απάντηση στο πώς κάποιος αγγίζει την ευτυχία» θα πει αργότερα - λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν ολόκληρη την φιλμογραφία του. Δε θέλει πολλή σκέψη: Οι αντι-ήρωες του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου Ειδώλου» αλλά και ο Μεσσίας του «Τελευταίου Πειρασμού» αναζητούν πεισματικά παρηγοριά σε μια κάποια ευτυχία, και ο Σκορσέζε, που αναζήτησε την Χριστιανική αγάπη μέσα από το σινεμά, την ανακάλυψε στην οδύνη, στον δρόμο για τον Γολγοθά. Δεν υπάρχει Σκορσεζικός ήρωας που να μην κουβαλά τον δικό του «σταυρό». Η «Σιωπή» αποτελεί το αποσταγμα αυτού του Σκορσεζικού προβληματισμού.
Δυστυχώς, η ταινία «θολώνει» τα νερά εκεί ακριβώς που η μυθοπλαστική διαδρομή μοιάζει να συστέλλεται. Επίσης, δεν διαθέτει έναν ισοβαρή πρωταγωνιστή. Κακά τα ψέματα, ο Άντριου Γκάρφιλντ είναι τουλάχιστον ανεπαρκής. Έχω την αίσθηση πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης το αντιλαμβάνεται. Γι αυτό και οι πολιτικές – δηλαδή οι αποικιοκρατικές – αιχμές των ιστορικών γεγονότων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο υπαρξιστικό δράμα του μαρτυρικού ήρωα που όμως εκθέτει ακόμη περισσότερο τις αδυναμίες του φωτογενή σταρ, ειδικά σε σχέση με τους Ιάπωνες συναδέλφους του – όλοι τους εξαιρετικοί και, κυρίως, έχουν καταλάβει απόλυτα σε ποια ταινία παίζουν και τι ερωτήματα έχουν κλιθεί να απαντήσουν. Διόλου τυχαίο επίσης που οι μεγάλες στιγμές του φιλμ είναι εκείνες όπου κυριαρχεί στ’ αλήθεια η σιωπή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις κορυφαίες του Καρλ Ντράγιερ, στοιχεία από το σινεμά του οποίου δανείζεται με ευλάβεια ο Σκορσέζε, μάλλον επειδή ο ίδιος θεωρεί πως πλέον καταπιάνεται με μια «πεθαμένη» τέχνη. Το δήλωσε άλλωστε στην πιο πρόσφατη συνέντευξη του: «Το σινεμά με το οποίο μεγάλωσα έχει πεθάνει. Δεν έχει πια τη σημασία που είχε στους νέους της δικής μου εποχής. Τα πρώτα γουέστερν, ο ”Λόρενς της Αραβίας”, το “2001”, αυτές οι πρωτόγνωρες εμπειρίες έχουν αντικατασταθεί από ταινίες που μοιάζουν με ατραξιόν σε λούνα-παρκ». Μόνο μέσα από αυτή τη ματιά η «Σιωπή» μοιάζει να βρίσκει τη θέση που της αρμόζει στο Σκορσεζικό σύμπαν: Μια λαβωμένη, αλλά ισχυρή ταινία για τους τελευταίους Πιστούς σε μια άγονη Γη («η Ιαπωνία είναι ένας βάλτος όπου τίποτα δε φυτρώνει», ακούμε στο φιλμ), από έναν εκ των τελευταίων Πιστών ενός σινεμά που κανείς δεν εκτιμά πια.
Για μένα είναι από τις καλύτερες ταινίες του, συγκρίσιμη ίσως με τις παλαιότερες του. Υπάρχει μία ειλικρίνεια που σπανίζει στις πιο σύγχρονες ταινίες του, αν και γνωρίζω πολλά άτομα που ενοχλήθηκαν από το χριστιανικό περιεχόμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέρα από αυτό, σαφώς και το σινεμά με το οποίο μεγάλωσε ο σκηνοθέτης έχει πεθάνει (χρονολογικά) αλλά ωστόσο υπάρχουν αρκετές αξιόλογες, ανεξάρτητες φωνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Βέβαια δεν τους προωθούν καθόλου τα media, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία...