Την ώρα αυτή που γράφω αυτό το κείμενο, το ρολόι μου δείχνει 23:33. Αυτό σημαίνει πως, σε περίπου μία ώρα, θα έχω τελειώσει το γράψιμο και μετά θα ανάψω ένα τσιγάρο, ίσως μάλιστα το συνοδεύσω με μια γουλιά gin. Στη μία περίπου θα πέσω για ύπνο. Αύριο είναι Πέμπτη, το πρωί με περιμένουν οι δημοσιογραφικές προβολές – που ξεκινούν στις 10 το πρωί - και μετά, ένα τρέξιμο στη τράπεζα όπου φημολογείται ότι θα «πέσει» ο ένας από τους πέντε μισθούς που μας χρωστάει το Δημοτικό Ραδιόφωνο του Πειραιά. Στις 14.00 θα είμαι στην εφημερίδα, και κατά τις 20.00 στο σπίτι. Σε περίπτωση που δεν γίνω μάρτυρας κάποιου μεγαλειώδους συμβάντος, η μέρα μου θα κυλήσει αδιάφορα – όπως περίπου θα περάσει και ο χρόνος.
Οι δείκτες στο κινητό μου βέβαια θα μου υπενθυμίζουν τις ώρες που θα φεύγουν. Όπως και ο ουρανός: γύρω απ’ τον ήλιο περιστρέφεται ο κύκλος της ζωής. Και η ζωή μας ορίζεται μέσα από τον χρόνο: παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα – σε περίπτωση δηλαδή που δεν έχεις αποφασίσει να κρεμαστείς πάνω από την επιφάνεια της γης στον ισημερινό χωρίς να κινείσαι, οπότε δεν αντιμετωπίζεις τίποτα από τα τρία. Και φυσικά, κάτι θα χάσεις. Γιατί κάθε μέρα (την οποία χωρίζουμε, χάριν ευκολίας, σε 24 ώρες) ενδέχεται να επιφέρει μια μικρή αλλαγή στην όλη ρουτινιάρικη συνθήκη της καθημερινότητας μου.
Άλλο πράγμα όμως ο χρόνος όταν είναι ρευστός και ανέμελος, κι άλλο όταν περνά με δυσκολία, βαρύς και ασήκωτος. Όπως δηλαδή οι 127 ώρες που πέρασε ο ορειβάτης Άαρον Ράλστον, παγιδευμένος σε ένα απόμακρο και απομονωμένο φαράγγι όταν ένας τεράστιος βράχος του έσπασε το χέρι, καταπλακώνοντας το. Τα μόνα που είχε πάνω του ήταν λίγο φαΐ, λίγο νερό και έναν στομωμένο σουγιά και, φαντάζομαι, δεν θέλει πολύ σκέψη για να σκεφτείτε πως κατόρθωσε να “αποδράσει”. Φέρτε όμως κατά νου ότι, μετά από αυτό, είχε ένα τείχος 22 μέτρων να υπερπηδήσει, και πεζοπορία 8 χιλιομέτρων, έως την τελική του διάσωση, και έχετε έναν πραγματικό άθλο, έτοιμο να “περάσει” στο σελιλόιντ και, κατόπιν τούτου, στην αιωνιότητα, όπου ο χρόνος δεν θα έχει πια σημασία, αφού το σινεμά ζει για πάντα.
Πριν γράψω οτιδήποτε άλλο, ας πω αυτό: με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σινεμά του Danny Boyle με εκνευρίζει και με απωθεί. Κοινώς, μου σπάει τ’ αρχίδια. Είναι ένα σινεμά εφετζίδικο, κραυγαλέο και σε πολλές περιπτώσεις, φτηνιάρικο συναισθηματικά: όταν θυμάται πως “τα ναρκωτικά κάνουν κακό” στο Trainspotting μας πετάει στη μάπα ένα πεθαμένο μωρό σε γκρο-πλαν, όταν θέλει βραβεία και τιμές, πουλάει στα δυτικά στομαχάκια, αντι-ενοχικά χαπάκια υπό τη μορφή ενός Slumdog Millionaire φροντίζοντας να φιλμάρει όσο πιο εντυπωσιακά και βιντεοκλιπίστικα γίνεται μια άθλια φτωχογειτονιά, ώστε να μην ενοχληθούν οι κυρίες στο μπροστινό κάθισμα, και μερικές φορές είναι τόσο γλύφτης απέναντι στο κοινό του που δε διστάζει να κοτσάρει ένα diabetes-inducing ζαχαρένιο happy end σε μια ζομποταινία σαν το 27 Μέρες Μετά
Εδώ όμως, όλα αυτά που με ενοχλούν στην φιλμογραφή του ενορχηστρώνονται δεξιοτεχνικά και – επιτέλους! - υποτάσσονται πλήρως στην ιστορία του. Το δράμα εδώ, ξεπερνάει το στυλ. Και στον πυρήνα αυτού του δράματος, ένα one-man-show, αυτό του James Franco: όλη η ταινία είναι στην πλάτη του. Γιατί – και εδώ είναι που πετυχαίνει το φιλμ – το 127 Hours είναι πάνω απ' όλα ένα δράμα καθαρά υπαρξιακό: Γιατί μου συμβαίνει αυτό; Εγώ προκάλεσα στον εαυτό μου αυτό το κακό; Μου αξίζει να πεθάνω έτσι; Εδώ, ο χρόνος (η ροή του οποίου καταγράφεται πότε «σπαστικά» και πότε ράθυμα, όπως την βιώνει ένας άνθρωπος σε στιγμές πλήρης σύγχυσης) λειτουργεί σαν την κοφτερή λεπίδα που διαγράφει αργά αλλά σταθερά μια πορεία αναπόφευκτη. Μόνη επιλογή η δράση. Κι όταν ο Franco αναγκάζεται να παραδεχτεί την θλιβερή αλήθεια, ο θεατής έχει διαγράψει την ίδια διαδρομή, πάντοτε στο πλάι του. Και αυτό δεν είναι εντυπωσιασμός ούτε έκκληση στον συναισθηματισμό μας. Είναι ζυγισμένο, καθαρό story-telling.
Οι ευαίσθητοι όμως ας είναι προετοιμασμένοι. Όταν ο Άαρον αποφασίζει να καταφύγει στη μόνη λύση που του μένει, ο – απίστευτα λυτρωτικός ("κοφτο το ρημάδι!") – ακρωτηριασμός που καταγράφεται στο φιλμ είναι ο πιο ρεαλιστικός, ο πιο επώδυνος που έχουν δει, τουλάχιστον αυτά τα μάτια. Και έχουν δει πολλά.
4:00 το πρωί... Αυτό το "κόφτο το ρημάδι!" είναι τελικά η απάντηση σε όλα τα υπαρξιακά μας προβλήματα...
ΑπάντησηΔιαγραφή