Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Για τον Γιώργο Τζιώτζιο.

«Δες τι σου βρήκα!». Είναι η φωνή του πατέρα μου στο φουαγιέ της αίθουσας, κρατώντας στα χέρια του το τεύχος «0» του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, με τον Ιντιάνα Τζόουνς στο εξώφυλλο. Εχω προλάβει μόλις να καταβροχθίσω τις πρώτες σελίδες όταν αρχίζουν να σβήνουν τα φώτα. Προσπαθώ να θυμηθώ την ταινία αλλά αδυνατώ. Μόνο το ΣΙΝΕΜΑ θυμάμαι. Στη συνέχεια ξεκίνησε η μελέτη. Και αυτό που πάντα ξεχώριζε, πριν ακόμη ξεφυλλίσεις κάθε τεύχος, ήταν το editorial του Γιώργου Τζιώτζιου. Που έσταζε αγάπη για τον κινηματογράφο. Γιατί, βλέπετε, μετά από μια ολόκληρη σχολή (και γενιά) κριτικών που ανέδειξαν το πόσο σημαντικό είναι να «διαβάζεις» τις ταινίες και να τις ανατομείς, ο Γιώργος ήρθε να μας (τους) πει πως, ξέρετε, είναι καλό και να τις αγαπάς. Του οποίου τη σημαντικότητα δεν μπορούσα να αντιληφθώ τότε. Το καταλαβαίνω όμως τώρα.

Και φυσικά αυτό που έκανε ο Γιώργος δεν έκατσε άνετα με πολλούς, αλλά αυτό ήταν όμως που έκανε τόσο αγαπητό το περιοδικό μονομιάς. Γιατί το editorial είναι το πρώτο πράγμα που βλέπεις όταν ξεφυλλίζεις ένα έντυπο. Είναι ο καθρέπτης του. Και εδώ, κάθε μήνα είχες να κάνεις με κάποιον που μοιραζόταν την αγάπη του με σένα. Όχι πως έλειπε το βάθος σκέψης απ’αυτά τα κείμενα. Κάθε άλλο. Όλα όμως ξεκινούσαν από την αγάπη.

Τον συνάντησα πρώτη φορά στην πρεμιέρα του Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε στο πειραιώτικο Αττικόν, το 1992, σε ηλικία 16 ετών. Στην οθόνη του Seven-X δεν φαινόταν πόσο ψηλός ήταν. Μιλήσαμε για το Ακρωτήρι Του Φόβου και για τις Γυναίκες, φυσικά. Άρχισε να μου διηγείται όλη την ιστορία του Τσιώλη. Ποιος ήταν, τι ταινίες έκανε στον Φίνο, πως εξαφανίστηκε, πώς επέστρεψε. Χάζευα. Εκείνα τα χρόνια οι μεγάλες μου κινηματογραφικές ανακαλύψεις έφταναν μέχρι τον Ζαν Ρολέν, τι κουβέντα να ανοίξεις! Επίσης, μαζί του έκανα την πρώτη μου συνέντευξη σ’αυτή τη δουλειά. 18 ετών, για το ραδιόφωνο του Πειραιά, μία ώρα στον αέρα. Καταστροφή. Όταν δεν μπέρδευα τα λόγια μου, έκανα τις πιο ανόητες ερωτήσεις που μπορείτε να φανταστείτε. Μόνο η ευγένεια αυτού του ανθρώπου θα μπορούσε να εξηγήσει το γιατί δεν έφυγε από το στούντιο στο πρώτο δεκάλεπτο.

Και βέβαια δεν χρειάζεται να πω πως οι σινεφίλ της δικής μου γενιάς (που τώρα πια έχει ξεπεράσει για τα καλά τα 30) έμαθαν σινεμά μέσα από τα κείμενα του και μέσα από... το Φεστιβάλ του. Αφιέρωμα Τζον Γου, το 1995. Οι άλλοι έβλεπαν το Hard Targer και εμείς το The Killer και το Hard Boiled! Πρεμιέρα του Kids – βγαίνω από το σινεμά νιώθοντας ότι έχω καταπιεί οβίδα. Και στο φουαγιέ, θα συναντούσες τον Γιώργο ή τον Χρήστο. Με όρεξη να κουβεντιάσουν μαζί σου, ακόμη και να συμφωνήσουν στο ότι, ναι, μάπα το Nadja του Αλμερέιντα, αλλά είχε θέση στο Φεστιβάλ. Εκεί άρχισαν οι πραγματικές σινεφιλικές ζυμώσεις για εμάς, εκεί οι πρώτες διαφωνίες και οι πρώτες ανακαλύψεις, όλα εκεί. Ήταν με λίγα λόγια, πολλά περισσότερα ο Γιώργος Τζιώτζιος για εμάς, από ένας καλός επαγγελματίας Ή ένας εξυπνάκιας με φιγουρατζίδικη υπογραφή. Και 'μεις, που δίχως να το έχουμε καταλάβει, είμασταν παιδιά δικά του, με τέτοια θέρμη τον προσεγγίζαμε

Αυτή η θέρμη, που συνοδευόταν πάντα από το ζεστό χαμόγελο του, δεν χάθηκε ποτέ. Ούτε από τις αναμνήσεις μου, ούτε και στις μετέπειτα, ολοένα και πιο σπάνιες συναντήσεις μας. Μέχρι χθες δηλαδή, έτσι ξαφνικά που έφυγε ξημερώματα Σαββάτου. Είναι πολύ λίγο αυτό το κείμενο, το ξέρω. Ίσως αυτό το κομμάτι τα πει καλύτερα.

Αντίο Γιώργο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες