Φυσούσαν και ξεφυσούσαν μερικοί μετά τη βράβευση του «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Γιατί; Επειδή, λέει, οι Ταβιάνι είναι «γέροι». Ένας ιδιότυπος φασισμός, μπολιασμένος με φιλμική αμάθεια, χαρμάνι απεχθές όσο, δυστυχώς, και δημοφιλές. Λες και το μόνο που δικαιούται να προσφέρει ένας καλλιτέχνης μιας προχωρημένης ηλικίας είναι η παραίτηση.
Well, I got news for them: Ο νέος δίσκος του Μπομπ Ντίλαν είναι αριστούργημα. Το ίδιο και η τελευταία ταινία του Γουίλιαμ Φρίτκιν. Και, βεβαίως, αυτή εδώ, η πρόσφατη σκηνοθετική δουλειά των αδελφών Ταβιάνι, που ξεκινάει στο πάλκο: Η σκηνή λιτή, δίχως πολλά σκηνικά, minimal που λένε, με τον θίασο να ερμηνεύει το τελευταίο μέρος του σεξπηρικού Ιούλιου Καίσαρα. Το κοινό τους αποθεώνει. Και, μετά το πέρας της παράστασης, μια ομάδα αστυνομικών τους μαντρώνει. Οι ηθοποιοί είναι όλοι τους τρόφιμοι φυλακών υψίστης ασφαλείας και η συμμετοχή τους στις παραστάσεις εντάσσεται στο πλαίσιο του αναμορφωτικού τους προγράμματος. Η παράσταση σε έγχρωμο. Οι πρόβες σε ασπρόμαυρο.
Ο Σαίξπηρ ποτέ δεν υπήρξε πιο διεισδυτικός πολιτικά απ’ ότι στον Ιούλιο Καίσαρα: Η ειλικρίνεια με την οποία ο Βρούτος και οι άνδρες αποφασίζουν να αντισταθούν στην αδικία και την τυραννία, τους καθιστούν ολοκληρωτικά ακατάλληλους να αντιμετωπίσουν την πονηριά και τη δύναμη των όσων αντιτίθενται σ’αυτούς. Ο κύκλος της ανθρωπότητας από τον οποίο δεν ξέφυγε ποτέ η Ιστορία. Ούτε και οι τρόφιμοι στους οποίους ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται τους πρώτους ρόλους.
«Δεν μπορώ να παίξω με αυτό το φίδι» φωνάζει ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Καίσαρα έχοντας απέναντι του έναν «Κάσιο» που, μαθαίνουμε, τον έχει ταιριαστά, ρουφιανέψει στους φύλακες χρόνια πριν. Δεν χρειάζεται καμία αναφορά στο πρωτότυπο, δε χρειάζονται ακαδημαϊκές αναλύσεις και σημειολογικές παρεμβάσεις, δεν χρειάζεται καμία νύξη εκ μέρους των Ταβιάνι. Όλα προκύπτουν από τη δραματοποιημένη καταγραφή των προβων που διαρκούν έξι μήνες. Και μέσα από αυτές, οι φυλακισμένοι ηθοποιοί συνειδητοποιούν για πρώτη φορά τα όρια της εξουσίας, της ελευθερίας, της Τέχνης. Ανακαλύπτουν δηλαδή, τη ζωή.
Όταν στο φινάλε, ο τρόφιμος γυρίζει στη κάμερα και μονολογεί: «από τότε που γνώρισα τη τέχνη, αυτό το κελί έγινε φυλακή» ανατριχιάζεις: Το μόνο που σου μένει είναι μια θλίψη μα και μια ελπίδα πως, στο τέλος, κάτι θα μπορούσε να σωθεί.
Σίγουρα υπάρχει τα τελευταία χρόνια στα φεστιβάλ, τους κριτικούς και το κοινό, μία νεολαγνεία. Οπότε και το έργο ηλικιωμένων χαρακτηρίζεται συντηριτικό εν σπέρματι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόκειται όμως για ένα έργο, όπως λέτε αριστούργημα, με θέμα ανθρώπους οι οποίοι είναι ξεγραμμένοι ως άνθρωποι, από εμάς τους υπόλοιπους.
Το συνταρακτικό είναι πως η φυλακή μπορεί να γίνει αρχαία Ρώμη, πως το πνεύμα δεν το κρατάνε οι τοίχοι, πως οι χειρότεροι εγκληματίες παραμένουν άνθρωποι.