«Δε θυμάμαι την ιστορία. Θυμάμαι το συναίσθημα»: Ο Ζορζ διηγείται ένα περιστατικό από την εφηβεία του στη σύζυγο του, την Αν. Ένα βράδυ, μας λέει, προσπαθούσε να περιγράψει σ’ έναν άγνωστο τις εντυπώσεις του από μια ταινία που τον είχε συγκινήσει βαθιά, και δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα του. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και οι δυο τους είναι πια ηλικιωμένοι - μοιάζουν να έχουν μονάχα ο ένας τον άλλο, παρά τις μάλλον αραιές επισκέψεις της κόρης τους ή του κοινωνικού τους περίγυρου. Αυτό δεν εμποδίζει τον Ζορζ να την παρατηρεί γοητευμένος: «Ξέρεις πόσο όμορφη δείχνεις σήμερα;» της λέει σε μια αβίαστα τρυφερή στιγμή κι εμείς χαμογελάμε έχοντας σχεδόν ξεχάσει τη μακάβρια αφετηρία του Amour, της νέας ταινίας του Michael Haneke: Μια ομάδα αστυνομικών σπάει την πόρτα ενός διαμερίσματος για να ανακαλύψει, στολισμένο με λουλούδια, το πτώμα της Αν σε προχωρημένη αποσύνθεση.
Κι εμείς παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της Αν και του Ζορζ καθώς δίνουν δυο αγώνες που, ο καθένας χωριστά, θα απαιτούσε δυνάμεις μιας ζωής: του έρωτα και της αξιοπρέπειας. Του έρωτα γιατί η διαρκώς επιδεινωμένη κατάσταση της Αν – που έχει χτυπηθεί από εγκεφαλικό – θα φέρει και τους δυο στα όρια τους, και της αξιοπρέπειας, καθώς αποφασίζουν να περάσουν αυτή τη δοκιμασία μόνοι, μακριά από τα νοσοκομεία αλλά και από την ενοχλητική ανησυχία φίλων και συγγενών.
Η ελληνική μεταφραστική διχοτόμηση του “Amour” αποτελεί ένα κατάλοιπο κουλτούρας χριστιανικής καθώς, στο λεξιλόγιο μας, μέχρι τότε πρωταγωνιστούσε η λέξη «έρωτας». Η εκκλησία αναγκάστηκε να «οριστικοποιήσει» την «αγάπη» που αν και προϋπήρχε ιστορικά, «λανσάρεται» ουσιαστικά από τον Απόστολο Παύλο. Οι λόγοι είναι προφανείς: η λέξη «αγάπη» μπορεί να εμπεριέχεται στη Καινή Διαθήκη (οι αναφορές σ’ αυτήν είναι υπεράριθμες) δίχως ταυτόχρονα να σκανδαλίζει τους μέλλοντες πιστούς. Γιατί έρωτας σημαίνει και πάθος. Που ως πάθος, στοχεύει στην αποκοπή από το Όλον. Και η Αν δεν θέλει να βλέπει πια την κόρη της. Ούτε να ακούει τις ηχογραφήσεις του καλύτερου της μαθητή που εκφράζει την ταπεινωτική του λύπηση δια αλληλογραφίας (η Αν είναι καθηγήτρια μουσικής, όπως και ο σύζυγος της). Θέλει μονάχα τον Ζορζ. Ακόμη και στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας της, θυμάται, γοητεύεται, φλερτάρει, τραγουδά.
Για τον μέχρι πρότινος «κυνικό» Haneke, ο έρωτας αυτός είναι η αφορμή για κάποιες μικρές ποιητικές στιγμές, μοναδικές στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του: Ο Ζορζ και η Αν εκτελούν μια παράξενη, άτυπη χορογραφία καθώς ο πρώτος αγκαλιάζει τη δεύτερη για να την αφήσει στο αναπηρικό της κάθισμα, ένα ανατριχιαστικό όνειρο ταράζει τον ύπνο του, ένα λευκό περιστέρι «εισβάλει» στο διαμέρισμα, αυτή η προτελευταία σκηνή. Στο μεταξύ, καταγράφει την ιστορία του Ζορζ και της Αν με το πάγιο, «παρατηρητικό» του ύφος. Ολοκληρωτική απουσία κινηματογραφικού score, μεγάλα σε διάρκεια μονοπλάνα (ο χώρος, μοναδικά κατακερματισμένος από την κάμερα του Darius Khondji), προτίμηση στα μεσαία και κοντινά κάδρα. Οι ρυτίδες στα πρόσωπα του Jean Louis Trintignant και της Emmanuelle Riva (που δίνουν ερμηνείες απαράμιλλης ευαισθησίας και γενναιότητας) γεμίζουν συχνά την οθόνη, αν κι εμείς δίνουμε σημασία μονάχα στα βλέμματα τους. Οι ρυτίδες βλέπετε, μπορεί να κουβαλούν τη δική τους ιστορία. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το συναίσθημα.
Γιατί ο Ζορζ και η Αν δεν είναι μονάχα ερωτευμένοι. Αγαπιούνται κιόλας, και η αγάπη τους είναι μια αγάπη άσβεστη, μίλια μακριά από αυτή που ο χριστιανισμός αναφέρει: Η εκκλησία δε θα συγχωρούσε πολλά από τα «αμαρτήματα» που καταγράφονται στο φιλμ – ένα εξ αυτών, "σοβαρό". Ο Michael Haneke όμως αδιαφορεί. Κι εμείς, καθώς η Isabelle Huppert τριγυρνά μόνη στο πατρικό που τώρα πια της "ανήκει", συμφωνούμε. Καλύτερα να σ’ αγαπούν στην Κόλαση παρά να ‘σαι χωρίς αγάπη στον Παράδεισο.
Tέλειο κείμενο για μία άρτια ταινία. Είναι αδιανόητο να μην βρεις αυτή την ταινία καταπληκτική απ' όλες τις απόψεις. Σκηνοθεσία, φωτογραφία, ερμηνείες. Δηλαδή οκ, είσαι 85 στην πραγματικότητα και παριστάνεις ότι έπαθες εγκεφαλικό. Αυτό θέλει πολλά κοτσιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά τ' άλλα πέρασε και δεν άγγιξε. Για μένα ήταν ένα κενό. Ούτε κόμπος, ούτε δάκρυ (και είμαι σε πολύ aaaawww φάση) ένα απλό όχι. Κι αυτό το βασίζω εντελώς σε προσωπικό βίωμα. Εντάξει ναι οκ δεν ήταν εγκεφαλικό αλλά slow death by heart. Και σε τέτοιες καταστάσεις η αγάπη υπάρχει αλλά θάβεται, δεν φαίνεται εκείνες τις στιγμές γιατί έχεις μετατραπεί σ' ένα μηχανικό ζόμπι (και μιλάμε για ούλτρα σούπερ γκράντε λαβ). Τρέχεις, φροντίζεις, προσέχεις, προστατεύεις και μετράς αντίστροφα. Φακ ιτ.
Μπορώ να γράψω κατεβατό αλλά καταραμένες αναμνήσεις, θα φάω 5 ταψιά πατατοκεφτέδες. :P
Πιστεύω εν μέρει ότι ο Χάνεκε έπαιξε εκ του ασφαλούς (και προφανώς κέρδισε). Η χρονική στιγμή που επέλεξε τους χαρακτήρες τους, τους γλιτώνει από το μετά. Και δεν μου άρεσε καθόλου η ευκολία με την οποία τους χάρισε την ελευθερία. Είναι πολύ εύκολο να βάζεις το χέρι του άλλου να τραβάει την πρίζα για χάρη της αγάπης, η οποία κίνηση της αγάπης εκείνη τη στιγμή κρύβει και κάτι άλλο εγωιστικό, το οποίο το έχει βγάλει από την εξίσωση. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν νιώθεις και το συναίσθημα που νομίζεις ότι υπάρχει είναι μηχανικό. Δεν ξέρω, σαν άμυνα του οργανισμού για ν' αντέξει όλο το μαρτύριο. Αρχίζεις και νιώθεις πάλι μετά από πολύ καιρό.
Γι' αυτό θεωρώ ότι "έσωσε" με πολύ ευκολία τον Ζορζ στο μετά.
Αυτό που ξέρω είναι ότι κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Ακόμη κι όταν σου λέει ότι δεν θέλει αυτή τη ζωή, προσπαθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα.
Η σκηνή για την οποία αναφέρεσαι, στη συγκεκριμένη περίπτωση μ' ενόχλησε. Όχι σε φάση αμαρτήματος, αλλά ένιωσα να το κάνει βεβιασμένα, μου φάνηκε άκυρο έτσι όπως το είχε χτίσει και μου χάλασε εξ'ολοκλήρου όλη την ταινία. Η μαλακία είναι ότι το περίμενα ότι θα το πάει εκεί και δεν ήθελα να το πάει εκεί γιατί μου φάνηκε και μου φαίνεται ακόμη εύκολη λύση.
Στα πιο γενικά, αυτό που μου επιβεβαίωσε η ταινία είναι ότι είναι μεγάλη δουλειά να έχεις έναν άνθρωπο στα γεράματά σου.
Έτσι τα βλέπω τώρα. Μπορεί σε καμιά 10ετία να σου γράφω άλλα.
Διαφωνώ στο κομβικό σημείο του σχολίου σου, στο οποιο βεβαίως και ισορροπεί η ταινία. Στο "κανείς δε θέλει να πεθάνει". Βίωμα κι εσύ, βίωμα κι εγώ. Ζήτημα να είχε τρεις - τέσσερις στιγμές καθαρότητας σκέψης εκείνος ο δικός μου άνθρωπος, κι όταν την είχε (και το έβλεπες στα μάτια του) έλεγε "θέλω να πεθάνω". Στ'αλήθεια το ήθελε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπαθώ, ώρες μετά, να ξεπεράσω το σοκ της προβολής. Η αλήθεια είναι πως πάντα με συγκινούσαν οι ταινίες ανάλογης θεματολογίας, κι έχω κάμποσες να θυμάμαι (από το Make Way for Tomorrow μέχρι το σχετικά πρόσφατο Away From Her). Όμως η ματιά του Haneke οδηγεί την ιστορία σε άλλο εντελώς επίπεδο. Επιλογές - σήματα κατατεθέν της σκηνοθεσίας του αποκτούν νέο νόημα εδώ, όπως για παράδειγμα ο χρόνος που αφήνει στα πλάνα του να εκπνεύσουν - εγγενές χαρακτηριστικό του κλειστού αλλά γεμάτου αγάπη σύμπαντος που κατοικούν η Ann και ο Georges. Για τις ερμηνείες, ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο. Τεράστιο θάρρος από τη Riva (λόγω υπερκόπωσης δεν έδωσε το παρόν χθες στην προβολή και, να σου πω την αλήθεια, όταν έπεφταν οι τίτλοι τέλους ανακουφίστηκα στη σκέψη ότι δε θα χρειαστεί να την αντικρίσω από κοντά, το στομάχι μου δε θα το άντεχε), συγκλονιστικός ο Trintignant. Και τι πελώρια επιλογή του τίτλου ε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ απόλυτα με τον όρο "χορογραφία", ακριβώς έτσι το σκέφτηκα κι εγώ την ώρα της προβολής, σαν μαθήματα χορού με αργά, διστακτικά βήματα. Και οι σκηνές που την αγκάλιαζε για να σηκωθεί... Αξέχαστες.
"Καλύτερα να σ'αγαπούν στην κόλαση, παρά να είσαι χωρίς αγάπη στον Παράδεισο". Αυτή η ερμηνεία σου στην τελευταία σκηνή με την Huppert μόνη στο ψυχρό πλέον σπίτι, είναι νομίζω από τα πιο όμορφα κι εύστοχα πράγματα που έχω διαβάσει. Thanks man.
Υ.Γ. Η κατάμεστη αίθουσα της cinémathèque γέμισε από βροντερή σιωπή κατά την αποχώρηση. Στο πεζοδρόμιο έξω από το σινεμά, ένα νεαρό παιδί γύρω στα είκοσι έκλαιγε με λυγμούς κι έτρεχαν γνωστοί κι άγνωστοι να τον παρηγορήσουν...
Θέλω να το ξαναδώ μεθυσμένος, μεσάνυχτα, σε αίθουσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλλον δε θα γίνει ποτέ αυτό, but still.
Είναι απίστευτο πως δίχως ν' αλλάξει λεξιλόγιο, ο αυστριακός ανοίγει δρόμους τόσο διαφορετικούς. Απερίγραπτο το πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης είναι, Διάολε. Βροντερή σιωπή - τέλειο.
Την πρώτη φορά που την είδα έμεινε μέσα μου ένας σπόρος που αναπτύχθηκε ραγδαία μέσα μου. Σε άλλους λειτούργησε αλλιώς.
Λείπεις, καβλιάρη.