Αναρωτιέμαι πόσοι κινηματογραφόφιλοι εκεί έξω προσπάθησαν να μιμηθούν τον τρόπο με τον οποίο ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ άναβε το τσιγάρο του στη Καζαμπλάνκα, πόσοι εξ αυτών προσέθεσαν μια… καμπαρντίνα στη ντουλάπα τους, και πόσες φορές θαύμασαν τον «Μπόγκι» να αποχαιρετά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν στο υπέροχο φινάλε. Σε εικόνες σαν κι αυτές, το έχουμε πει, το βλέμμα σου μπορεί και αντανακλάται τέλεια, ταυτόχρονα όμως υπάρχει και ο θαυμασμός ενός ειδώλου που σε ξεπερνά – υπήρχε βλέπετε μια εποχή πού τα αστέρια της μεγάλης οθόνης έμοιαζαν να έρχονται από ένα άλλο, μαγικό σύμπαν. Η δε περιπέτεια της Καζαμπλάνκα ξεκίνησε περίπου πριν από 70 χρόνια, στα πλατό της Warner.
Αν και η περιπέτεια της Αμερικής είχε ξεκινήσει… μια μέρα πριν, με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, όταν δηλαδή η Αμερική πήρε (επιτέλους) θέση και επενέβη στον πόλεμο που αιματοκύλισε την Ευρώπη καθώς η ναζιστική ιδεολογία άπλωνε τον καρκίνο της. Ήταν την αμέσως επόμενη μέρα, στις 8 Δεκεμβρίου του 1941, που ο νέος ανεξάρτητος παραγωγός Χολ Μπ. Γουίλις αγόρασε τα δικαιώματα για το θεατρικό έργο «Όλοι έρχονται στου Ρικ» - ένα θεατρικό έργο που ακόμη δεν είχε παρουσιαστεί στο σανίδι, αλλά μοιάζει να είχε γραφτεί με σκοπό την αφύπνιση της αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι στο Ναζιστικό κίνδυνο (κάτι που ουσιαστικά ξεκινά με τον «Μεγάλο Δικτάτορα» του μεγάλου ανθρωπιστή Τσαρλς Τσάπλιν). Το θεατρικό αυτό έργο λοιπόν, είχε τα πάντα: αγάπη, θάνατο, πατριωτισμό, εξαγορά, αντίσταση. Και, μεταξύ μας, μπορεί και να υπάρχουν καλύτερες ταινίες από τη Καζαμπλάνκα, αλλά καμία άλλη ταινία δεν αποτυπώνει καλύτερα αυτό το μυθολογικό όραμα της Αμερικής για τον ίδιο της τον εαυτό – μια χώρα δηλαδή, ακέραιη, ικανή για αυτοθυσία, δίχως να θυσιάζει τον ατομικισμό μέσω του οποίου κατέκτησε μια ολάκερη ήπειρο, ούτε όμως διστακτική όταν οι περιστάσεις απαιτούν ηρωισμό. Επίσης, καμία άλλη ταινία δεν αντανακλά τόσο την κοινωνική της – παγκόσμια! – συγκυρία, όπως αυτή. Σκεφτείτε πως οι περισσότεροι εκ των ηθοποιών της ήταν… πρόσφυγες από τη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη.
Ο ίδιος ο ήρωας, ο Ρικ Μπλέιν μοιάζει να κουβαλά πάνω του την ιδιοσυγκρασία ολάκερου του αμερικάνικου κοινού αλλά και της σταδιακής μεταστροφής του: στην αρχή είναι καθαρά αρνητικός («Δε ρισκάρω τη ζωή μου για κανέναν») αλλά στη συνέχεια πείθεται για το δίκαιο του αντι-ναζιστικού αγώνα, χάριν του οποίου εγκαταλείπει την μοναδική γυναίκα που αγάπησε καθώς συνειδητοποιεί πως οι περιστάσεις πλέον ξεπερνούν τον ίδιο: μη γελιέστε, η απόφαση του να μείνει στο αεροδρόμιο είναι μια καθαρά πολιτική απόφαση. Συγκυριακά, λίγο μετά τη πρώτη προβολή της ταινίας – δηλαδή το 1943 – οι Φράνκλιν Ρούσβελτ, Σαρλ Ντε Γκολ και Γουίντσον Τσόρτσιλ συναντήθηκαν στη… Καζαμπλάνκα (με μεγάλο απών τον Στάλιν, που τότε όμως είχε το νου του στη κρίσιμη μάχη του Στάλινγκραντ) όπου και αποφασίστηκε πως αγώνας των Συμμάχων θα συνεχιζόταν μέχρι το "bitter end" (πικρό τέλος), δηλαδή μέχρις ότου η Ναζιστική Γερμανία οδηγηθεί στην άνευ όρων παράδοση. Το ίδιο θα ίσχυε τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ιαπωνία. Η διάσκεψη αυτή ήταν η τελευταία στην οποία ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους στόχους της συμμαχικής προσπάθειας, μιας και ύστερα από τη διάσκεψη αυτή, οι Αμερικάνοι συνειδητοποίησαν πως αυτοί ήταν ο κύριος παράγοντας της Συμμαχίας και έτσι άρχισαν να ενεργούν ανάλογα. Αμφίβολο πάντως αν, κατά τη διάρκεια της, ακούστηκε το “As time goes by”…
…Για το οποίο ποτέ δεν ακούστηκε η φράση «Play it again, Sam» όπως έχει κατά καιρούς γραφτεί (και είναι ένας καλός δείκτης για να ξεχωρίζετε τους αφοσιωμένους σινεφίλ, από τους «απατεώνες»). Σε ποιόν λοιπόν χρεώνεται αυτή η παρεξήγηση; Μα, στον Γούντι Άλεν και το θεατρικό του έργο «Play it again Sam» πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία με τον ίδιο, σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Ρος, όπου ένας άνδρας που προσπαθεί να συνέλθει από το διαζύγιο του, έχει ως πρότυπο τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αν και ο ίδιος είναι δειλός, αδύναμος, εξαιρετικά ντροπαλός με τις γυναίκες και δεν αντέχει ούτε γουλιά αλκοόλ. Η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον επιεικώς απαράδεκτο τίτλο «Ωραίος και σέξι» και «έσκισε» εισπρακτικά, κι εδώ, όπως παντού.
Σε μια άλλη κωμωδία, ίσως στη μοναδική του Τζον Κασσαβέτη, το υπέροχο «Μίνι και Μόσκοβιτς», οι ήρωες (Τζίνα Ρόουλαντς και Σέιμουρ Κασέλ) λατρεύουν την Καζαμπλάνκα αλλά όταν συναντιούνται για να τη δουν μαζί, ο ρομαντισμός της ταινίας που βλέπουν δεν πιάνει «μία» μπροστά στη σχέση τους. Ο Κασσαβέτης είναι ξεκάθαρος: η ζωή έρχεται πρώτα, το σινεμά ακολουθεί – κάτι που μάλλον δεν πρεσβεύει ο Ζαν – Πολ Μπελμοντό στο θρυλικό «Με κομμένη την ανάσα» καθώς μπορεί να στέκεται μπροστά από μια φωτογραφία του Μπόγκι, το κενό της δικής του ζωής όμως μπροστά στη μαγική εικόνα του σινεμά είναι προφανές. Ενώ στο «Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι» που έγραψε η Νόρα Έφρον που χάθηκε πρόσφατα από λευχαιμία), οι ήρωες έχουν μια υπέροχη κουβέντα για το φιλμ, με τη Σάλι (Μεγκ Ράιαν) να καταλήγει πως «δεν θα ήθελε με τίποτα να περάσει την υπόλοιπη ζωή της στη Καζαμπλάνκα, παντρεμένη με τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ»! Και στις δυο ταινίες επίσης οι ήρωες παίζουν ένα διαρκές «κρυφτούλι» μέχρι να παραδεχτούν τον έρωτα τους.
Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, ο Μπόγκαρτ αντιπροσωπεύει ένα σινεμά των ονείρων μέσω του οποίου ο καθένας θέλει να δραπετεύσει, αλλά η πραγματικότητα η ίδια επιφέρει πολλές… σατιρικές παραλλαγές στην ίδια εικόνα. Που παραμένει ζωντανή και πανίσχυρη κάθε φορά που προβάλλεται στη μεγάλη, ή τη μικρή οθόνη.
Αν και η περιπέτεια της Αμερικής είχε ξεκινήσει… μια μέρα πριν, με την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, όταν δηλαδή η Αμερική πήρε (επιτέλους) θέση και επενέβη στον πόλεμο που αιματοκύλισε την Ευρώπη καθώς η ναζιστική ιδεολογία άπλωνε τον καρκίνο της. Ήταν την αμέσως επόμενη μέρα, στις 8 Δεκεμβρίου του 1941, που ο νέος ανεξάρτητος παραγωγός Χολ Μπ. Γουίλις αγόρασε τα δικαιώματα για το θεατρικό έργο «Όλοι έρχονται στου Ρικ» - ένα θεατρικό έργο που ακόμη δεν είχε παρουσιαστεί στο σανίδι, αλλά μοιάζει να είχε γραφτεί με σκοπό την αφύπνιση της αμερικανικής κοινής γνώμης απέναντι στο Ναζιστικό κίνδυνο (κάτι που ουσιαστικά ξεκινά με τον «Μεγάλο Δικτάτορα» του μεγάλου ανθρωπιστή Τσαρλς Τσάπλιν). Το θεατρικό αυτό έργο λοιπόν, είχε τα πάντα: αγάπη, θάνατο, πατριωτισμό, εξαγορά, αντίσταση. Και, μεταξύ μας, μπορεί και να υπάρχουν καλύτερες ταινίες από τη Καζαμπλάνκα, αλλά καμία άλλη ταινία δεν αποτυπώνει καλύτερα αυτό το μυθολογικό όραμα της Αμερικής για τον ίδιο της τον εαυτό – μια χώρα δηλαδή, ακέραιη, ικανή για αυτοθυσία, δίχως να θυσιάζει τον ατομικισμό μέσω του οποίου κατέκτησε μια ολάκερη ήπειρο, ούτε όμως διστακτική όταν οι περιστάσεις απαιτούν ηρωισμό. Επίσης, καμία άλλη ταινία δεν αντανακλά τόσο την κοινωνική της – παγκόσμια! – συγκυρία, όπως αυτή. Σκεφτείτε πως οι περισσότεροι εκ των ηθοποιών της ήταν… πρόσφυγες από τη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη.
Ο ίδιος ο ήρωας, ο Ρικ Μπλέιν μοιάζει να κουβαλά πάνω του την ιδιοσυγκρασία ολάκερου του αμερικάνικου κοινού αλλά και της σταδιακής μεταστροφής του: στην αρχή είναι καθαρά αρνητικός («Δε ρισκάρω τη ζωή μου για κανέναν») αλλά στη συνέχεια πείθεται για το δίκαιο του αντι-ναζιστικού αγώνα, χάριν του οποίου εγκαταλείπει την μοναδική γυναίκα που αγάπησε καθώς συνειδητοποιεί πως οι περιστάσεις πλέον ξεπερνούν τον ίδιο: μη γελιέστε, η απόφαση του να μείνει στο αεροδρόμιο είναι μια καθαρά πολιτική απόφαση. Συγκυριακά, λίγο μετά τη πρώτη προβολή της ταινίας – δηλαδή το 1943 – οι Φράνκλιν Ρούσβελτ, Σαρλ Ντε Γκολ και Γουίντσον Τσόρτσιλ συναντήθηκαν στη… Καζαμπλάνκα (με μεγάλο απών τον Στάλιν, που τότε όμως είχε το νου του στη κρίσιμη μάχη του Στάλινγκραντ) όπου και αποφασίστηκε πως αγώνας των Συμμάχων θα συνεχιζόταν μέχρι το "bitter end" (πικρό τέλος), δηλαδή μέχρις ότου η Ναζιστική Γερμανία οδηγηθεί στην άνευ όρων παράδοση. Το ίδιο θα ίσχυε τόσο για την Ιταλία όσο και για την Ιαπωνία. Η διάσκεψη αυτή ήταν η τελευταία στην οποία ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους στόχους της συμμαχικής προσπάθειας, μιας και ύστερα από τη διάσκεψη αυτή, οι Αμερικάνοι συνειδητοποίησαν πως αυτοί ήταν ο κύριος παράγοντας της Συμμαχίας και έτσι άρχισαν να ενεργούν ανάλογα. Αμφίβολο πάντως αν, κατά τη διάρκεια της, ακούστηκε το “As time goes by”…
…Για το οποίο ποτέ δεν ακούστηκε η φράση «Play it again, Sam» όπως έχει κατά καιρούς γραφτεί (και είναι ένας καλός δείκτης για να ξεχωρίζετε τους αφοσιωμένους σινεφίλ, από τους «απατεώνες»). Σε ποιόν λοιπόν χρεώνεται αυτή η παρεξήγηση; Μα, στον Γούντι Άλεν και το θεατρικό του έργο «Play it again Sam» πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία με τον ίδιο, σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Ρος, όπου ένας άνδρας που προσπαθεί να συνέλθει από το διαζύγιο του, έχει ως πρότυπο τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ αν και ο ίδιος είναι δειλός, αδύναμος, εξαιρετικά ντροπαλός με τις γυναίκες και δεν αντέχει ούτε γουλιά αλκοόλ. Η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα με τον επιεικώς απαράδεκτο τίτλο «Ωραίος και σέξι» και «έσκισε» εισπρακτικά, κι εδώ, όπως παντού.
Σε μια άλλη κωμωδία, ίσως στη μοναδική του Τζον Κασσαβέτη, το υπέροχο «Μίνι και Μόσκοβιτς», οι ήρωες (Τζίνα Ρόουλαντς και Σέιμουρ Κασέλ) λατρεύουν την Καζαμπλάνκα αλλά όταν συναντιούνται για να τη δουν μαζί, ο ρομαντισμός της ταινίας που βλέπουν δεν πιάνει «μία» μπροστά στη σχέση τους. Ο Κασσαβέτης είναι ξεκάθαρος: η ζωή έρχεται πρώτα, το σινεμά ακολουθεί – κάτι που μάλλον δεν πρεσβεύει ο Ζαν – Πολ Μπελμοντό στο θρυλικό «Με κομμένη την ανάσα» καθώς μπορεί να στέκεται μπροστά από μια φωτογραφία του Μπόγκι, το κενό της δικής του ζωής όμως μπροστά στη μαγική εικόνα του σινεμά είναι προφανές. Ενώ στο «Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι» που έγραψε η Νόρα Έφρον που χάθηκε πρόσφατα από λευχαιμία), οι ήρωες έχουν μια υπέροχη κουβέντα για το φιλμ, με τη Σάλι (Μεγκ Ράιαν) να καταλήγει πως «δεν θα ήθελε με τίποτα να περάσει την υπόλοιπη ζωή της στη Καζαμπλάνκα, παντρεμένη με τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ»! Και στις δυο ταινίες επίσης οι ήρωες παίζουν ένα διαρκές «κρυφτούλι» μέχρι να παραδεχτούν τον έρωτα τους.
Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, ο Μπόγκαρτ αντιπροσωπεύει ένα σινεμά των ονείρων μέσω του οποίου ο καθένας θέλει να δραπετεύσει, αλλά η πραγματικότητα η ίδια επιφέρει πολλές… σατιρικές παραλλαγές στην ίδια εικόνα. Που παραμένει ζωντανή και πανίσχυρη κάθε φορά που προβάλλεται στη μεγάλη, ή τη μικρή οθόνη.
Γαμάτο κείμενο. Κάθε φορά μένω στήλη άλατος στο φινάλε της ''Καζαμπλάνκα''.
ΑπάντησηΔιαγραφή