Λένε πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτ' άλλο από την ανάσα του και τη σκιά του που, σαν την ευτυχία, σε αποφεύγει όσο την πλησιάζεις. Οι επεκτάσεις των δυο διαπιστώσεων τείνουν προς το άπειρο. Και πάλι όμως, ελάχιστα λένε γι' αυτή τη γνήσια μυσταγωγία των σκιών, για το πάγωμα των αισθήσεων όταν, ως παιδί, διαπιστώνεις για πρώτη φορά πως η σκιά σου, με τον κατάλληλο φωτισμό, μπορεί να υψωθεί σε δυσθεώρητα ύψη και να καταπιεί ολάκερες εκτάσεις - κι ας μην έχεις ακόμη πιάσει σε μπόι το... ένα μέτρο. Αυτό το γαργάλημα στα σωθικά σου, συναίσθημα δημιουργίας πριν ακόμη αυτή φυτευθεί μέσα σου ως έννοια και αντίληψη. Αυτή η μαγική στιγμή.
Η πρώτη μου γνωριμία με το Θέατρο Σκιών έγινε, φυσικά, μέσω της τηλεόρασης. Λίγα καταλάβαινε βέβαια ένα παιδί από τα μαγικά κόλπα της σκιάς - αυτό που έβλεπα έμοιαζε περισσότερο με cartoon: όπως διασκέδαζες με τα κινούμενα σχέδια διασκέδαζες και με το θέατρο σκιών του Σπαθάρη. Το σοκ το έπαθα λίγο αργότερα, όταν δηλαδή ένα βράδυ με πήγαν σε ηλικία 5 ετών μέχρι τη Πλάκα, στο Φανάρι του Διογένη, στο θέατρο του Γιώργου Χαρίδημου. Μια μάντρα με μια σκηνή πανήψηλη, στις άκρες της οποίας δέσποζαν σκηνικά-κεντήματα μοναδικής ευαισθησίας, με παιδιά και ενήλικες που ξεκαρδιζόντουσαν εξίσου και κάτι φιγούρες με χαρακτηριστικά θλιμμένα και βυζαντινές αποχρώσεις. Άλλος κόσμος, και ένας μυστικισμός που, στο κεφάλι ενός παιδιού, έσκασε σαν ατομική βόμβα. Στο πλάι ήταν το "ταμείο" απ' όπου, την ώρα της παράστασης, μπορούσες να χαζέψεις, δειλά - δειλά και με προσοχή, τι συνέβαινε μέσα στη σκηνή. Πως δηλαδή αυτές οι φιγούρες, που ενίοτε έφταναν μέχρι και το ένα μέτρο, έπαιρναν ζωή (μέχρι ο Γιώργος να σε πάρει χαμπάρι και να σου μπήξει μια γερή φωνή, οπότε και επέστρεφες τρέχοντας στη θέση σου με επιπρόσθετη ταχυπαλμία). Αυτό ήταν, I was hooked.
Άρχισα αμέσως να σχεδιάζω φιγουρίνια στο σπίτι θέλοντας να επαναλάβω αυτό που έβλεπα κάθε βράδυ. Και όπου άκουγα για Θέατρο Σκιών, έτρεχα. Στο τέλος έγινα βοηθός του περιβόητου Βάγγου, που είχε ένα θεατράκι στη Πειραϊκή (στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα Βοτσαλάκια του Παρασκευά) - όπου και έμεινα μέχρι τα 18. Μοναδικός μάστορας, με χάρισμα στη κωμωδία - ένα χιούμορ που σε σημεία θύμιζε τη ραφιναρισμένη ειρωνία ενός Βασίλη Λογοθετίδη (ο Καραγκιόζης του Βάγγου ήταν τα πάντα εκτός από χοντροκομμένος και λαϊκίστικος), αλλά πολύ πιο σβέλτο, τόσο μάλιστα που έμοιαζε να απευθύνεται κυρίως στους ενήλικες. Η στιγμή που θυμάμαι περισσότερο: το σκοτάδι στη σκηνή με το φως να έρχεται απ' εξω, κάθε βράδυ, λίγο πριν ανοίξουν οι προβολείς, η αγωνία της προετοιμασίας, το κουδούνι και τα χειροκροτήματα - όλα σε μια στιγμή. Στο ενδιάμεσο βέβαια ήρθε η ανακάλυψη του κινηματογράφου, η απόφαση μου να σπουδάσω σκηνοθεσία και φυσικά, τα ξενύχτια στις κινηματογραφικές λέσχες και τα μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Το θέατρο σκιών μπήκε στην άκρη. Μια βαλίτσα με πολλές φιγούρες δικές μου και λίγες κάποιων παλιών μαστόρων τακτοποιήθηκε όπως - όπως σε μια αποθήκη και αυτό ήταν.
Το μακρύ χέρι της Σταματίνας όμως έφτασε μέχρι εκεί, η βαλίτσα άνοιξε ξανά, και το (ούτε τρίχρονο τότε) παιδί άρχισε ενθουσιασμένο να παίζει με φιγούρες δυο και τρεις φορές ψηλότερες από την ίδια. Έπρεπε λοιπόν να φτιάξω μερικές στο μέγεθος της. Έτσι, μετά από 17 χρόνια, ξανάπιασα σκαρπέλα, κοπίδια, μελάνια, τα απαραίτητα κοινώς, και άρχισα να μαστορεύω ξανά (μονάχα για λίγες ώρες καθε εβδομάδα - αυτά έχει η ζωή του ενήλικα). Ο ενθουσιασμός της μικρης, μεγάλος - όταν ζωγραφίζω μπροστά της το γλεντάει στη κυριολεξία, αν και έχει μια - δυο καλές ατάκες για να με βάζει στη θέση μου ("ο μπαμπας είναι καλός ζωγράφος, αλλά εγώ είμαι καλλιτέχνης"). Ε, και κάποια στιγμή θέλησα να την παω να χαζέψει και αυτο το θέαμα "ζωντανά". Η πρώτη φορά ήταν εντελώς απογοητευτική (και μάλιστα σε "μαθητές" του Χαρίδημου - μου βγήκαν τα μάτια...). Σιγά - σιγά έβρισκες κάποιες καλές εξαιρέσεις. Αλλά...
Ας το παραδεχτούν οι φίλοι της τέχνης αυτής: μάλλον βρίσκεται σχεδόν υπο εξαφάνιση. Δεν εννοώ πως δεν παρουσιάζεται πια. Δυστυχώς, κάθε άλλο: Με εξαίρεση έναν - δυο μάστορες και ξανά έναν - δυο (άντε τρεις) νέους που μοιάζουν να έχουν γνήσιο ταλέντο, αυτό που επικρατεί σήμερα είναι ένας Καραγκιόζης κακότεχνος, από ατάλαντους παίχτες που αντιγράφουν σχέδια άλλων και μετά καμαρώνουν για φιγούρες - φρανκενστάιν, μιμούνται αχώνευτα το παίξιμο παιχτών που γνώρισαν στο ναδίρ τους, πουλάνε φτηνό λαϊκισμό με "εθνικό" έρεισμα (πόσο απαίδευτη ξεφτίλα να χρησιμοποιείς διχαστικά έναν τόσο ενωτικό ήρωα!), γεμίζουν τις παραστάσεις τους με αστεία που απευθύνονται αποκλειστικά σε λοβοτομημένα τρίχρονα, και βρίζουν με τα χειρότερα λόγια κάθε "συνάδελφο" τους μόλις ακούσουν πως "ενδιαφέρεσαι" για τις σκιές - συνήθως από άμυνα: πρόκειται για κομπλεξικούς ατάλαντους, αρκετά ικανούς για να συλλάβουν την ανεπάρκεια τους, αλλά όχι τόσο ώστε να έχουν το παραμικρό περιθώριο βελτίωσης. Ταυτόχρονα έχεις και τους συλλέκτες που, ψυχαναγκαστικά, γυρίζουν τη χώρα και "συλλέγουν" με κάθε ηθικό και ανήθικο (δεν φαντάζεστε) μέσο φιγούρες - διαμάντα τα οποία και κρατούν μακριά από τους λίγους, έστω, που αναζητούν τους χαμένους κρίκους της τελευταίας, γνήσιας έκφρασης που γέννησε αυτός ο τόπος. Κάποιοι εξ αυτών κάνουν κάτι ακόμα χειρότερο - παίζουν κιόλας! Και είναι γεγονός: η πλειοψηφία των ανθρώπων που παίζουν Καραγκιόζη σήμερα κάνουν ανεπανόρθωτη ζημιά στη τέχνη αυτή. "Τον αγαπάνε τον Καραγκιόζη και αν τους τον στερήσεις θα πεθάνουν, αλλά όπου παίζουν μας κάνουν κακό" μου λένε με πικρή συγκατάβαση. Κάνω μια μικρή αναζήτηση στο net και πέφτω πάνω σε σελίδες "παικτών" που πουλάνε στραβοχυμένες φιγούρες εναντί γερής αμοιβής, φρικωδώς σχεδιασμένες με μαρκαδόρους επί γυαλιστερού πλαστικού. Κλείνω τον υπολογιστή απογοητευμένος.
Κρίμα. Η μυσταγωγία - κάθε μορφής - παραμένει η μόνη μας ελπίδα.
Η πρώτη μου γνωριμία με το Θέατρο Σκιών έγινε, φυσικά, μέσω της τηλεόρασης. Λίγα καταλάβαινε βέβαια ένα παιδί από τα μαγικά κόλπα της σκιάς - αυτό που έβλεπα έμοιαζε περισσότερο με cartoon: όπως διασκέδαζες με τα κινούμενα σχέδια διασκέδαζες και με το θέατρο σκιών του Σπαθάρη. Το σοκ το έπαθα λίγο αργότερα, όταν δηλαδή ένα βράδυ με πήγαν σε ηλικία 5 ετών μέχρι τη Πλάκα, στο Φανάρι του Διογένη, στο θέατρο του Γιώργου Χαρίδημου. Μια μάντρα με μια σκηνή πανήψηλη, στις άκρες της οποίας δέσποζαν σκηνικά-κεντήματα μοναδικής ευαισθησίας, με παιδιά και ενήλικες που ξεκαρδιζόντουσαν εξίσου και κάτι φιγούρες με χαρακτηριστικά θλιμμένα και βυζαντινές αποχρώσεις. Άλλος κόσμος, και ένας μυστικισμός που, στο κεφάλι ενός παιδιού, έσκασε σαν ατομική βόμβα. Στο πλάι ήταν το "ταμείο" απ' όπου, την ώρα της παράστασης, μπορούσες να χαζέψεις, δειλά - δειλά και με προσοχή, τι συνέβαινε μέσα στη σκηνή. Πως δηλαδή αυτές οι φιγούρες, που ενίοτε έφταναν μέχρι και το ένα μέτρο, έπαιρναν ζωή (μέχρι ο Γιώργος να σε πάρει χαμπάρι και να σου μπήξει μια γερή φωνή, οπότε και επέστρεφες τρέχοντας στη θέση σου με επιπρόσθετη ταχυπαλμία). Αυτό ήταν, I was hooked.
Άρχισα αμέσως να σχεδιάζω φιγουρίνια στο σπίτι θέλοντας να επαναλάβω αυτό που έβλεπα κάθε βράδυ. Και όπου άκουγα για Θέατρο Σκιών, έτρεχα. Στο τέλος έγινα βοηθός του περιβόητου Βάγγου, που είχε ένα θεατράκι στη Πειραϊκή (στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα Βοτσαλάκια του Παρασκευά) - όπου και έμεινα μέχρι τα 18. Μοναδικός μάστορας, με χάρισμα στη κωμωδία - ένα χιούμορ που σε σημεία θύμιζε τη ραφιναρισμένη ειρωνία ενός Βασίλη Λογοθετίδη (ο Καραγκιόζης του Βάγγου ήταν τα πάντα εκτός από χοντροκομμένος και λαϊκίστικος), αλλά πολύ πιο σβέλτο, τόσο μάλιστα που έμοιαζε να απευθύνεται κυρίως στους ενήλικες. Η στιγμή που θυμάμαι περισσότερο: το σκοτάδι στη σκηνή με το φως να έρχεται απ' εξω, κάθε βράδυ, λίγο πριν ανοίξουν οι προβολείς, η αγωνία της προετοιμασίας, το κουδούνι και τα χειροκροτήματα - όλα σε μια στιγμή. Στο ενδιάμεσο βέβαια ήρθε η ανακάλυψη του κινηματογράφου, η απόφαση μου να σπουδάσω σκηνοθεσία και φυσικά, τα ξενύχτια στις κινηματογραφικές λέσχες και τα μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Το θέατρο σκιών μπήκε στην άκρη. Μια βαλίτσα με πολλές φιγούρες δικές μου και λίγες κάποιων παλιών μαστόρων τακτοποιήθηκε όπως - όπως σε μια αποθήκη και αυτό ήταν.
Το μακρύ χέρι της Σταματίνας όμως έφτασε μέχρι εκεί, η βαλίτσα άνοιξε ξανά, και το (ούτε τρίχρονο τότε) παιδί άρχισε ενθουσιασμένο να παίζει με φιγούρες δυο και τρεις φορές ψηλότερες από την ίδια. Έπρεπε λοιπόν να φτιάξω μερικές στο μέγεθος της. Έτσι, μετά από 17 χρόνια, ξανάπιασα σκαρπέλα, κοπίδια, μελάνια, τα απαραίτητα κοινώς, και άρχισα να μαστορεύω ξανά (μονάχα για λίγες ώρες καθε εβδομάδα - αυτά έχει η ζωή του ενήλικα). Ο ενθουσιασμός της μικρης, μεγάλος - όταν ζωγραφίζω μπροστά της το γλεντάει στη κυριολεξία, αν και έχει μια - δυο καλές ατάκες για να με βάζει στη θέση μου ("ο μπαμπας είναι καλός ζωγράφος, αλλά εγώ είμαι καλλιτέχνης"). Ε, και κάποια στιγμή θέλησα να την παω να χαζέψει και αυτο το θέαμα "ζωντανά". Η πρώτη φορά ήταν εντελώς απογοητευτική (και μάλιστα σε "μαθητές" του Χαρίδημου - μου βγήκαν τα μάτια...). Σιγά - σιγά έβρισκες κάποιες καλές εξαιρέσεις. Αλλά...
Ας το παραδεχτούν οι φίλοι της τέχνης αυτής: μάλλον βρίσκεται σχεδόν υπο εξαφάνιση. Δεν εννοώ πως δεν παρουσιάζεται πια. Δυστυχώς, κάθε άλλο: Με εξαίρεση έναν - δυο μάστορες και ξανά έναν - δυο (άντε τρεις) νέους που μοιάζουν να έχουν γνήσιο ταλέντο, αυτό που επικρατεί σήμερα είναι ένας Καραγκιόζης κακότεχνος, από ατάλαντους παίχτες που αντιγράφουν σχέδια άλλων και μετά καμαρώνουν για φιγούρες - φρανκενστάιν, μιμούνται αχώνευτα το παίξιμο παιχτών που γνώρισαν στο ναδίρ τους, πουλάνε φτηνό λαϊκισμό με "εθνικό" έρεισμα (πόσο απαίδευτη ξεφτίλα να χρησιμοποιείς διχαστικά έναν τόσο ενωτικό ήρωα!), γεμίζουν τις παραστάσεις τους με αστεία που απευθύνονται αποκλειστικά σε λοβοτομημένα τρίχρονα, και βρίζουν με τα χειρότερα λόγια κάθε "συνάδελφο" τους μόλις ακούσουν πως "ενδιαφέρεσαι" για τις σκιές - συνήθως από άμυνα: πρόκειται για κομπλεξικούς ατάλαντους, αρκετά ικανούς για να συλλάβουν την ανεπάρκεια τους, αλλά όχι τόσο ώστε να έχουν το παραμικρό περιθώριο βελτίωσης. Ταυτόχρονα έχεις και τους συλλέκτες που, ψυχαναγκαστικά, γυρίζουν τη χώρα και "συλλέγουν" με κάθε ηθικό και ανήθικο (δεν φαντάζεστε) μέσο φιγούρες - διαμάντα τα οποία και κρατούν μακριά από τους λίγους, έστω, που αναζητούν τους χαμένους κρίκους της τελευταίας, γνήσιας έκφρασης που γέννησε αυτός ο τόπος. Κάποιοι εξ αυτών κάνουν κάτι ακόμα χειρότερο - παίζουν κιόλας! Και είναι γεγονός: η πλειοψηφία των ανθρώπων που παίζουν Καραγκιόζη σήμερα κάνουν ανεπανόρθωτη ζημιά στη τέχνη αυτή. "Τον αγαπάνε τον Καραγκιόζη και αν τους τον στερήσεις θα πεθάνουν, αλλά όπου παίζουν μας κάνουν κακό" μου λένε με πικρή συγκατάβαση. Κάνω μια μικρή αναζήτηση στο net και πέφτω πάνω σε σελίδες "παικτών" που πουλάνε στραβοχυμένες φιγούρες εναντί γερής αμοιβής, φρικωδώς σχεδιασμένες με μαρκαδόρους επί γυαλιστερού πλαστικού. Κλείνω τον υπολογιστή απογοητευμένος.
Κρίμα. Η μυσταγωγία - κάθε μορφής - παραμένει η μόνη μας ελπίδα.
Αυτή τη μυσταγωγία πρέπει να κρατήσουμε με κάθε τρόπο, αφού δεν την βρίσκουμε έξω, μέσα μας. Η μικρή έχει εσένα για πηγή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε το κείμενο σου, γεμάτο συναισθήματα και εικόνες από άλλες εποχές.Κι εγώ στενοχωριέμαι από μερικούς κάκιστης ποιότητας καραγκιοζοπαίχτες..Πάλι καλά που πρόλαβα λίγο Ευγένιο Σπαθάρη. Μας πήγαν εκδρομή με το σχολείο στο Σπαθάρειο ίδρυμα το 2001, ήμουν πρώτη δημοτικού. Αξέχαστη εμπειρία, συνομιλία με τον αξέχαστο αυτόν άνθρωπο και μετά μας βοήθησε να φτιάξουμε διάφορες φιγούρες. Νομίζω μία την έχω κρατήσει αλλά μιας και δεν πιάνει το χέρι μου από χειροτεχνία μάλλον δεν είναι τόσο καλή αισθητικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκη,πριν 10 χρόνια σε μια κατασκήνωση κάπου στα υψώματα της Οίτης-Γκιώνας είχα 2 αδέλφια εκ των οποίων το ένα 12 ετών,έπασχε από νανισμό.Ο αδελφός του στα 10 και κάπου 10 πόντους ψηλότερος, παθιασμένος μαθητής ενός Καραγκιοζοπαίχτη,μου έκανε μαθήματα ιστορίας και τεχνοτροπίας πάνω στις φιγούρες και το χαρακτήρα και μου διόρθωνε όποια λάθη είχα κατά νου για τους ήρωες.Ο Δημητράκης ήταν δάσκαλος για μένα,διασκέδαζε τον αδελφό του και τον ενθάρρυνε διαρκώς.Ο μεγάλος δεν είχε κανένα κόμπλεξ για το ύψος του.Αν και οι βιωματικές μου σκηνές από την παιδική ηλικία είναι πλούσιες σε παραστάσεις καραγκιόζη-κυρίως Μάνθου Αθηναίου-όποτε έκτοτε θυμάμαι τον Καραγκιόζη,2 πράγματα μου'ρχονται στο μυαλό:ο Δημήτρης και το βιβλίο του Ηλ.Πετρόπουλου:υπόκοσμος & καραγκιόζης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ.Ν'αγιάσει το περιηγητικό χέρι της μικρής σου!
θεία Μπέττυ.
Ο Μάνθος Αθηναίος ήταν από τους εξαιρετικούς μάστορες της λεγόμενης "Αθηναϊκής" σχολής. Και μόνο που δούλευε αυτό το θεατράκι, έτσι χωμένο που ήταν μέσα σε στενά και παραστενά... Από Νέα Σμύρνη, ή σε πήγαιναν εκεί; (Υπέροχη η ιστορία σου)
ΑπάντησηΔιαγραφή