Η σχολή του Ισπανικού θρίλερ, όπως αυτό διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, και αφήνοντας πίσω σημαντικές απόπειρες όπως το αριστουργηματικό «Tras el cristal» που σκηνοθέτησε ο Αγκουστί Βιλαρόνγκα το 1986 και δυστυχώς (ή ευτυχώς) δε γνώρισε μιμητές, στηρίζεται στο απολύτως κλασσικό αφηγηματικό μοντέλο που μας κληροδότησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Για να λειτουργήσει όμως αυτό το μοντέλο, χρειαζόμαστε έναν ήρωα σε κίνδυνο και ένα επιδέξιο μυστήριο προς λύση. Η μετέπειτα δράση (και οι δραματουργικές επιπλοκές που προκύπτουν απ’ αυτή) συνθέτει έναν αφηγηματικό σκελετό πάνω σε συνεχείς αποκαλύψεις, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του φιλμ για να κορυφωθούν στο τέλος και να οδηγήσουν στο τελευταίο κομμάτι του παζλ, την ολοκλήρωση του μυστηρίου.
Η μόνη διαφορά, σε ό,τι αφορά το λεγόμενο Ισπανικό μοντέλο, αφορά το στυλ. Η, σχεδόν τρισδιάστατη τεκνικολόρ φωτογραφία του Χιτς, έχει αντικατασταθεί από τους τόσο προσφιλείς σήμερα (γιατί;) πρασινοπούς και σκούρους τόνους, ενώ η ηχητική μπάντα αποτελείται από ένα μόνιμο μουσικό χαλί που σέρνει χαμηλόφωνα μεν, αλλά καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας τις τυποποιημένα απειλητικές τονικότητες της. Αναμφίβολα, ο κλασσικός αυτός μηχανισμός που προαναφέραμε εμπλουτίζεται και αναδιαμορφώνεται όσο ο χρόνος κυλά. Ο ήρωας εδώ, για παράδειγμα, που ενσαρκώνει ο Ούγκο Σίλβα, ένας χήρος που καλείται από την αστυνομία να εξηγήσει τις συνθήκες γύρω από τη μυστηριώδη εξαφάνιση του πτώματος της συζύγου, είναι ύποπτος εξ’ αρχής – η ταινία δεν κάνει σχεδόν καμία απόπειρα να το αποκρύψει. Αυτό που δε γνωρίζουμε είναι η φύση της εμπλοκής του. Δε μας επιτρέπεται δηλαδή να ταυτιστούμε με κάποιον χαρακτήρα. Μας ενδιαφέρει μονάχα η απάντηση στο ερώτημα «ποιος το έκανε, και γιατί;».
Ο Όριολ Πάουλο, σεναριογράφος των «Ματιών της Τζούλια», βρίσκεται εδώ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο (που μας παρουσιάζεται με κάποια χρόνια καθυστέρηση – βγήκε στις Ισπανικές αίθουσες το 2012!), και δείχνει αποφασισμένος να μας εκπλήξει. Η αλήθεια είναι πως το πετυχαίνει: Ο λόγος που το «Σώμα», με όλα τα ελαττώματα του (απουσία συνεπούς ρυθμού, έντονα «φορεμένος» μιμητισμός των αμερικανικών προτύπων που «κλωτσάει» ακριβώς επειδή… βρισκόμαστε στην Ισπανία) κερδίζει το άτυπο «βραβείο» της Ταινίας αυτής της Εβδομάδας (που, ούτως ή άλλως, δε περιλαμβάνει κάποια σπουδαία πρεμιέρα), είναι η λύση του μυστηρίου: Όχι μόνο με έπιασε εντελώς απροετοίμαστο, αλλά γαργαλά και τα σκοτεινά, ρεβανσιστικά ένστικτα του θεατή. Εδώ πρέπει να κάνω μια απαραίτητη διευκρίνιση: Αναφέρομαι, φυσικά στον θεατή του Φανταστικού. Που το αγαπά ακριβώς επειδή του επιτρέπει να ενδίδει, ασφαλώς - δηλαδή όσο χρειάζεται - στις σκοτεινές του προδιαθέσεις.
Η μόνη διαφορά, σε ό,τι αφορά το λεγόμενο Ισπανικό μοντέλο, αφορά το στυλ. Η, σχεδόν τρισδιάστατη τεκνικολόρ φωτογραφία του Χιτς, έχει αντικατασταθεί από τους τόσο προσφιλείς σήμερα (γιατί;) πρασινοπούς και σκούρους τόνους, ενώ η ηχητική μπάντα αποτελείται από ένα μόνιμο μουσικό χαλί που σέρνει χαμηλόφωνα μεν, αλλά καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας τις τυποποιημένα απειλητικές τονικότητες της. Αναμφίβολα, ο κλασσικός αυτός μηχανισμός που προαναφέραμε εμπλουτίζεται και αναδιαμορφώνεται όσο ο χρόνος κυλά. Ο ήρωας εδώ, για παράδειγμα, που ενσαρκώνει ο Ούγκο Σίλβα, ένας χήρος που καλείται από την αστυνομία να εξηγήσει τις συνθήκες γύρω από τη μυστηριώδη εξαφάνιση του πτώματος της συζύγου, είναι ύποπτος εξ’ αρχής – η ταινία δεν κάνει σχεδόν καμία απόπειρα να το αποκρύψει. Αυτό που δε γνωρίζουμε είναι η φύση της εμπλοκής του. Δε μας επιτρέπεται δηλαδή να ταυτιστούμε με κάποιον χαρακτήρα. Μας ενδιαφέρει μονάχα η απάντηση στο ερώτημα «ποιος το έκανε, και γιατί;».
Ο Όριολ Πάουλο, σεναριογράφος των «Ματιών της Τζούλια», βρίσκεται εδώ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο (που μας παρουσιάζεται με κάποια χρόνια καθυστέρηση – βγήκε στις Ισπανικές αίθουσες το 2012!), και δείχνει αποφασισμένος να μας εκπλήξει. Η αλήθεια είναι πως το πετυχαίνει: Ο λόγος που το «Σώμα», με όλα τα ελαττώματα του (απουσία συνεπούς ρυθμού, έντονα «φορεμένος» μιμητισμός των αμερικανικών προτύπων που «κλωτσάει» ακριβώς επειδή… βρισκόμαστε στην Ισπανία) κερδίζει το άτυπο «βραβείο» της Ταινίας αυτής της Εβδομάδας (που, ούτως ή άλλως, δε περιλαμβάνει κάποια σπουδαία πρεμιέρα), είναι η λύση του μυστηρίου: Όχι μόνο με έπιασε εντελώς απροετοίμαστο, αλλά γαργαλά και τα σκοτεινά, ρεβανσιστικά ένστικτα του θεατή. Εδώ πρέπει να κάνω μια απαραίτητη διευκρίνιση: Αναφέρομαι, φυσικά στον θεατή του Φανταστικού. Που το αγαπά ακριβώς επειδή του επιτρέπει να ενδίδει, ασφαλώς - δηλαδή όσο χρειάζεται - στις σκοτεινές του προδιαθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου