Υπήρξε μια εποχή που οι Ιταλοί μπορούσαν να στήσουν στο δικό τους κινηματογραφικό τερέν ό,τι σκάρωναν οι Αμερικανοί – και μάλιστα, καλύτερα και φτηνότερα. Έπαιρναν το ιστορικό έπος και έχτιζαν τα δικά τους επιβλητικά «pemplum» ενώ από το αμερικάνικο θρίλερ μυστηρίου προέκυψε το «giallo» και οι σπουδαίοι Μάριο Μπάβα και Ντάριο Αρτζέντο.
Στην Άγρια Δύση όμως μεγαλούργησαν. Με τα «σπαγγέτι γουέστερν» ο Σέρτζιο Λεόνε του «Για μια χούφτα δολάρια» (1963) και ο Σέρτζιο Κορμπούτσι με το «Django» (1966) απογύμνωσαν ολοκληρωτικά το δυτικό μοντέλο από τον ξεπερασμένο «κώδικα τιμής» τους, αμβλύνοντας τη βία και προσθέτοντας γενναίες δόσεις αμοραλισμού.
Κι όμως, παρά το τελευταίο, δε μπορούσες να μη συμπαθήσεις τον ήρωα.
Όχι τόσο επειδή οι κακοί ήταν «κτήνη» αλλά, κυρίως, επειδή τα πάντα διαδραματίζονταν σε μια απροσδιόριστη ζώνη που ένωνε μοναδικά το κόμικ με την όπερα: τίποτα δεν ήταν ακριβώς «ρεαλιστικό» λόγω αυτού του φλερτ με το γκροτέσκο.
Ο Κουέντιν Ταραντίνο λατρεύει και το γκροτέσκο, και τη βία, και τον αμοραλισμό, είτε αυτός εντάσσεται στο σινεμά του «σήμερα», είτε αυτός προέρχεται από τα b-movies των 70s (όπου και αφθονεί) αν και η αλήθεια είναι πως όλοι απολαμβάνουμε το ξεπάστρεμα ενός αντιπαθητικού κακού. Ε, ο Κουέντιν επιλέγει σταθερά τους αντιπαθέστερους: από τους ναζί του «Άδωξοι Μπάσταρδη», στους ρατσιστές του «Django, ο τιμωρός» η απόσταση είναι σχεδόν μηδενική. Bέβαια κοιτάζει και πίσω απ' αυτό: Το ιστορικής αναφοράς πλαίσιο του δίνει το ελεύθερο να κινηθεί σε συμβάσεις και μυθοπλασίες που προτιμά ούτως ή άλλως, απλά στο σινεμά εποχής ο αμοραλισμός (που πολλοί σήμερα βλέπουν με κακό μάτι - με άλλα λόγια, προτεσταντικά) δεν ενοχλεί. Στον εν λόγω φιλμ, δυο χρόνια πριν τον Αμερικάνικο εμφύλιο, μαύρος σκλάβος συνεργάζεται με αυστριακό κυνηγό επικηρυγμένων ενώ παράλληλα αναζητά την αγαπημένη του που αποτελεί πλέον «ιδιοκτησία» του σαδιστή ιδιοκτήτη μιας κακόφημης φυτείας.
Συμβαίνουν λίγο - πολύ αυτά που περιμένουμε: Ο Κριστόφ Βάλτς εκστομίζει τους υπέροχους διαλόγους (δια των οποίων ο Ταραντίνο στήνει αφήγηση κινηματογραφική - το μεγαλύτερο χάρισμα του) με αποστομωτική χάρη, ο Τζέιμι Φοξ υποστηρίζει την ηρωική υπόσταση του Django με την κοψιά του και μόνο ενώ ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο είναι όσο απεχθής απαιτείται σε μια ταινία που επιπλέει, με ραφιναρισμένη αυθάδεια, σ’ έναν ωκεανό μαύρου χιούμορ και στυφού αίματος. Ιδιοφυώς, η πιο εχθρική φιγούρα στο φιλμ, σε επίπεδο καθαρά κοινωνιολογικό, είναι αυτή του Σάμιουελ Τζάκσον. Κι ο υπερθεματισμός της βίας… είπαμε, ριζώνει αλλού. Ωραίο θα ήταν όμως αν ο Ταραντίνο, τιμώντας και τα b-movies που τόσο λατρεύει, μπορούσε να πει τα ίδια μέσα σε μιάμιση ώρα. Το σημαντικότερο κληροδότημα τους άλλωστε είναι η αφηγηματική τους οικονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου