Ο κόσμος είναι αιώνιος. Ενιαίος. Κι όσο κατοικείται από τον Άνθρωπο, άλλο τόσο θα «εποπτεύεται» από το «Θεό» – κι ας μην προσπαθήσουμε να «σχολιάσουμε» το ποιος τελικά δημιούργησε ποιόν, ούτε το αν τελικά ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να τοποθετήσει τον, δικής του κατασκευής Θεό σ’ αυτό το πόστο, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει σημασία: ο καθένας μας «ακούει» κάτι διαφορετικό στο άκουσμα αυτής της «κακιάς» λέξης. Όπως κάποιοι, στον ίδιο μύθο, εντοπίζουν μια κωμωδία, ή ένα δράμα. Ο Λένιν άλλωστε τα διαχώρισε καλύτερα απ’ όλους όταν έλεγε πως «η παπαδοσύνη σκότωσε στον Αριστοτέλη το ζωντανό στοιχείο και διαιώνισε το νεκρό», εννοώντας πως όταν ο Αριστοτέλης μιλούσε για τον «ακίνητο πρωτοκινητήρα» μιλούσε για το θείο ως μια δύναμη που μεταβάλλει κάθε δυνατότητα σε πραγματικότητα, που ανακαλύπτει τη γνώση στις Αισθήσεις. Έλα όμως που η «παπαδοσύνη» αντικατέστησε αυτή τη μαγική δεξαμενή με τη κατασκευή ενός σοφού κυκλοθυμικού γέροντα που τιμωρεί / αδιαφορεί / σώζει κατά βούληση άναρχη και ακατανόητη, όσο χρειαζόταν δηλαδή, για να μπορεί να συντηρείται η επιχείρηση.
Το Δέντρο Της Ζωής του Τέρενς Μάλικ βγαίνει στις αίθουσες σήμερα, και ενδέχεται να φέρει πολύ κόσμο σε αμηχανία. Αυτοί που θα το παραδεχτούν βέβαια είναι απείρως πιο αξιοσέβαστοι από αυτούς που θα μασκαρέψουν την άγνοια τους απέναντι σε κάτι που τους ξεπερνά με φράσεις «χιουμοριστικά» κυνικές, λες και ο όγκος του φιλμ μπορεί να προβληθεί όχι πάνω σε μια μελέτη, αλλά σε μερικές ατάκες. Συμβαίνουν αυτά όταν η υπογραφή κάποιων είναι – στα μάτια τους – μεγαλύτερη κι από το σινεμά το ίδιο. Με το κοινό όμως τι γίνεται; Τι θα βρουν αυτοί που θα αναζητήσουν ένα δραματάκι με τον Μπραντ Πιτ; Και πόσοι θα είναι αυτοί που θα προσπαθήσουν να ανοίξουν ένα δρόμο μέσα τους για το φιλμ, αντί να ξεμπερδέψουν μαζί του χαρακτηρίζοντας το «κουλτουριάρικο»; (Πόσο καλύτερη άραγε θα ήταν αυτή η κοινωνία σε κάθε επίπεδο αν μπορούσε να πεταχτεί στα σκουπίδια αυτή η λέξη-πασπαρτού των κατ’ επιλογήν αμαθών και τεμπέληδων). Και φυσικά δεν είναι μονάχα αυτοί που θα αντιδράσουν. Γιατί ακολουθούν και οι επαγγελματίες άθεοι, αυτοί δηλαδή που κατέληξαν στην αθεΐα όπως τα γυμνασιόπαιδα ξεκινούν το κάπνισμα – λες και πρέπει να είσαι άθεος για να «ρουφήξεις» τον Μπονιουέλ ή θρήσκος για να γίνεσαι σμπαράλια από το σινεμά του Μπρεσόν, του Ταρκόφσκι ή του Ντράγιερ, όπου ο Θεός είναι πανταχού παρών.
Το φιλμ ξεκινά ουσιαστικά από έναν θάνατο: το θάνατο ενός εκ των τριών παιδιών μιας οικογένειας στον Αμερικάνικο Νότο του 1950. Και αντιμέτωπος με τη σκληρότητα που εξαπολύει ο θάνατος ενός παιδιού, ο – πτυχιούχος Φιλοσοφίας – Τέρενς Μάλικ κάνει το πιο ακραίο flash-back στην ιστορία του κινηματογράφου (το αντίστροφο δηλαδή από το ακραίο flash-forward του Κιουμπρικ-ικού 2001), πίσω στη παλαιολιθική εποχή, πίσω στο big-bang, που έρχεται αμέσως μετά το «παιχνίδι» δυο δεινοσαύρων: ο ένας, «κυρίαρχος», βρίσκει τον άλλο, αδύναμο και μικρό σε ηλικία, πεσμένο σε μια λίμνη και ο θεατής προετοιμάζεται για μια μάχη ή έστω έναν θάνατο – την επιβεβαίωση δηλαδή του κλισέ περί της επιβίωσης του ισχυρού. Εντέλει, ο δυνατός θα χαρίσει μια ζωή – αλλά τι νόημα έχει; Η καταστροφή ακολουθεί και τα δυο πλάσματα, μαζί με άλλα 60 εκατομμύρια, χάνονται σε μια στιγμή. Είναι σαν ο Μάλικ να ξαναδιαβάζει τον Εντγκάρ Μορέν που, πολύ ταιριαστά, έγραφε «Όλα αυτά που απείλησαν τους ανθρώπους των σπηλαίων - σκότος, καταστροφή, πείνα, δίψα, δαίμονες, φαντάσματα - ζουν ακόμα στις ψυχές μας και μας θλίβουν, μας απειλούν εκ των έσω». Η ταινία θα επιστρέψει στην οικογένεια και θα γνωρίσουμε από κοντά τα παιδιά και τους γονείς – ιδίως τον σκληρό πατέρα (ένας Μπραντ Πιτ πέρα από κάθε κριτική), σκληρό όχι επειδή δεν αγαπά αλλά επειδή δεν ξέρει πώς να το εκφράσει επειδή δεν του το έμαθε κανείς - τραύματα βαθιά που ο - ενήλικας πλέον - γιός του (Σον Πεν) προσπαθεί να διαχειριστεί. Ο φόβος και η ενοχή προχωρούν χέρι – χέρι στο Δέντρο Της Ζωής, μέσα και έξω από αυτήν, οι δυο ρόλοι που ισορροπούν στο ισοζύγιο του Εγωισμού μας, που μας ορίζουν και μας συνδέουν με τον κόσμο της πρωταρχικής αγάπης.
Ισορροπιστής και ο ίδιος ο Μάλικ, υφαίνει ένα νήμα που διαπερνά όλα αυτά που προαναφέραμε, και ακροβατεί σε ένα σύμπαν χωρίς… βαρύτητα. Γιατί εδώ, επιτέλους, η φόρμα οφείλει να ελευθερωθεί. Οφείλει να καταλύσει και να τεμαχίσει κανόνες χρηστικούς και θολούς διδακτισμούς. Οφείλει να ξεπεράσει το ρόλο της και να μην κοιτάξει ποτέ της πίσω. Γι αυτό ο Πάνος χρειάστηκε να παραθέσει δυο ορισμούς της ποίησης, έναν από τον Έλιοτ και έναν από τον Ελύτη για να μιλήσει για τον Μάλικ στο υπέροχο κείμενο του εδώ, γιατί αν ο δημιουργός είναι πραγματικά έτοιμος να κάνει αυτό το βήμα, να ξεπεράσει δηλαδή κάθε τι που τον ορίζει, πως είναι δυνατόν να μη συμπαρασύρει μαζί του όλα τα εκφραστικά του μέσα, όλες τις ανάσες και τις χειρονομίες του, όλη του τη θλίψη και την αγάπη, μετουσιωμένες όπως ήταν σε εικόνες «τακτοποιημένες» που τώρα επιστρέφουν ξανά στο τόπο που γεννήθηκαν για να λάμψουν στο κενό, για να συσσωρευτούν σε έναν μεγάλο άνεμο, στη μακάρια ενατένιση του ίδιου προσώπου όπου ο Θεός και ο Πατέρας επιστρέφουν στην αρχή του χρόνου. Γιατί ο άνθρωπος είναι κάτι που γκρεμίζεται συνεχώς για να ορθωθεί ξανά, κάτι που προκύπτει με κάθε ανάσα, μόνο και μόνο για να αιχμαλωτίσει ακαριαία τη Φύση και να υποκλιθεί στο τίποτα, δηλαδή στα πάντα.
Κι αν οι εικόνες αυτές λάμπουν στο κενό, το κάνουν γιατί το κενό είναι το μεγαλύτερο δώρο του ανθρώπου απέναντι στη Φύση. Γιατί ο Μάλικ ξέρει πως μόνο μέσα στον άνθρωπο υπάρχει το κενό, που ποτέ η Φύση δεν συμπεριέλαβε στο «πρόγραμμα» της, και αυτό είναι Όλο το Δράμα, γιατί όσο εύκολα γεμίζει με φως, άλλο τόσο χάνεται στο σκοτάδι. Και ο Μάλικ δε θέλει να μιλήσει στις αισθήσεις, αλλά να μιλήσει ΜΕ αισθήσεις. Χτίζει εικόνες μεγαλοπρεπείς (αυτοι που έχουν ως μοναδικό σημείο αναφοράς το National Geographic θα διαφωνήσουν - λες και δεν υπήρξαν άλλες μεγαλοπρεπείς εικόνες της Φύσης στην Ιστορία της Τέχνης....) καμωμένες από ύλη πνεύματος που κάνουν τα σώματα να δονούνται, γιατί δεν απευθύνονται στα σώματα αλλά σε κάτι που βγαίνει από τα σώματα, που ξαλαφρώνει από τη σάρκα, που εξορίζεται σαν ένα και μόνο Φως. Το Φως στο οποίο καταλήγουν οι ήρωες του στο φινάλε, στην τελευταία στροφή ενός ποιήματος βαθιά υπαρξιστικού, βαθιά ανθρωποκεντρικού που ξεδιπλώνεται καταλύοντας τα λόγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου