Μια ματιά να ρίξει κανείς στην ιστορία της Ισπανίας θα ανακαλύψει πως, από τον 19ο αιώνα, βασανιζόταν από άπειρες επαναστάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως, μπορεί ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, που τόσο έχει απασχολήσει την Έβδομη Τέχνη (και όχι απαραίτητα Ισπανούς δημιουργούς – θυμηθείτε τον Βρετανό Κεν Λόουτς ή τον Μεξικανό Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο) να ξεκίνησε σύμφωνα με τα ιστορικά συγγράμματα το 1936, το κλίμα ωστόσο είχε προετοιμαστεί καιρό πριν.
Ήταν με την «αποχώρηση» του Πρίμο δε Ριβέρα – και της δικτατορίας του – το 1931 που εγκαθιδρύθηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία, η οποία δε «μάσησε» ιδιαίτερα: οι μεταρρυθμίσεις της κατάφεραν βαθειά πλήγματα στα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων και της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό οπως καταλαβαίνετε ενόχλησε πολλούς. Ενόχληση που συσσωρεύτηκε μέχρι το momentum των εκλογών του 1936, που ανέδειξαν νικητή το Λαϊκό Μέτωπο, ένα νέο συνασπισμό Σοσιαλιστών, Δημοκρατικών, Κομμουνιστών και αυτονομιστικών ομάδων. Ακολούθησαν κάποιες «ανεξιχνίαστες» δολοφονίες και λίγο μετά, μαζεύτηκαν μερικοί εθνικιστές και κατέστρωσαν ένα ωραίο πραξικόπημα, με τη βοήθεια της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Η Σοβιετική Ένωση στήριξε, όσο ήταν δυνατό, την Ισπανική Δημοκρατία, αλλά στο τέλος θα ήταν οι ακροδεξιοί αυτοί που θα κέρδιζαν τον πόλεμο, την πρωταπριλιά του 1939, λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η εξουσία θα έπεφτε στα χέρια του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο που, ξύπνιος ως ήταν, απαίτησε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική από τον Χίτλερ ώστε να του επιτρέψει τη διέλευση των ναζιστικών στρατευμάτων στο δρόμο τους για την Ευρώπη. Ο Αδόλφος, φυσικά αρνήθηκε, και ο Φράνκο μπορούσε έτσι να κρατήσει μακριά και τους φασίστες αλλά και τους κομμουνιστές, διατηρώντας ακέραια τη δύναμη του στο εσωτερικό της χώρας. Μιας χώρας που, κοινωνικά μιλώντας, βρέθηκε σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης. Όλα τα σπουδαία μυαλά της (που ήταν και μέλη ή υποστηρικτές του Λαϊκού Μετώπου), καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, οικονομολόγοι, γιατροί, αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και έτσι, λιγότερο έμπειροι – ή εντελώς αγράμματοι – πήραν τις θέσεις τους, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί αλώβητή η ιδεολογική ηγεμονία του Φράνκο.
Οικονομικά όμως, οι προοπτικές ήταν καλές: σε μια νέα αγορά όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι απεργίες τιμωρούνται με θάνατο, οι «ελπίδες» για ανάπτυξη είναι πολλές. Και, σιγά – σιγά, η βία του καθεστώτος κατέβαζε την ένταση, Στα μέσα της δεκαετίας του 60, η οικονομία της ήταν η δεύτερη πιο δυνατή παγκοσμίως, πίσω από την Ιαπωνία. Και στα ραδιόφωνα, βασίλευε η φωνή του Ραφαέλ. Ποιος είναι ο Ραφαέλ, θα πείτε. Μια αρσενική εκδοχή της Μαρινέλλας, θα σας πω, που εκπροσώπησε τη χώρα στη Eurovision του 1962 και τραγουδούσε με τον πλέον ηχηρά δραματικό τρόπο κομμάτια σαν το Balada Triste de Trompeta. Που δίνει τον τίτλο του στην όχι και τόσο χαοτική τελικά ταινία που σκηνοθέτησε ο Άλεξ Ντε Λα Ιγκλέσια το 2010, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας. Και ο τίτλος είναι σημαντικός ως προς αυτά που υπογραμμίζει.
Ο μύθος ξεκινά το 1937. Ένας παλιάτσος ξεκινά, με την αμφίεση της δουλειάς, ένα λουτρό αίματος εναντίον των εθνικιστών – ξεσκίζει με τη μαχαίρα του τουλάχιστον δυο ντουζίνες. Ισόβια. Το 1973, ο γιός του, τραυματισμένος από τις διδαχές του και στρουμπουλός θλιμμένος κλόουν, βρίσκει δουλειά ως… τέτοιος, σε ένα παρακμιακό τσίρκο. Εκεί θα ερωτευθεί τη Νατάλια (η κουκλάρα / κορμάρα Κάρολιν Μπανγκ) που όμως τυγχάνει ερωμένη του αστέρα Σέρτζιο – που την κοπανάει συχνά – πυκνά. Απελπισμένοι και ερωτευμένοι, οι δυο άντρες θα διεκδικήσουν με όσα μέσα διαθέτουν την «αποκλειστικότητα» και η έκβαση αυτής της μάχης θα οδηγήσει ολόκληρη τη χώρα σε πολιτική ανισορροπία. Οι δυο κλόουν, φρικτά παραμορφωμένοι (και οι δυο από τα χέρια του ενός, του θλιμμένου, που αφού πετσοκόβει τη μάπα του Σέρτζιο με μαχαίρι, στη συνέχεια, και σε κατάσταση πλήρους υστερίας, λιώνει τα μάγουλα του με ηλεκτρικό σίδερο) ντύνονται ως εκπρόσωποι της εκκλησίας και της μοναρχίας: ο ένας σαν Πάπας, ο άλλος σαν Βασιλιάς. Στη μέση, η Ισπανία, δηλαδή η πανέμορφη Ναταλία που φλερτάρει ανεύθυνα, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο, μέχρι που η καρδιά της χωρίζεται στα δύο. Ξάφνου, στο άκουσμα του τραγουδιού του Ραφαέλ «Θλιμμένη μπαλάντα μιας τρομπέτας / για ένα πεθαμένο παρελθόν», ο Θλιμμένος θα οδηγηθεί στο έσχατο σημείο της παράνοιας του, και η φωνή του τραγουδιστή στο κεφάλι του (που πλέον συναγωνίζεται αυτήν του νεκρού του πατέρα - γιατί ακόμα και η pop είναι ένοχη στα χρόνια της Φρανκ-ικής σαπίλας!) θα θέσουν τους όρους του τελικού μακελειού όπου όμως και πάλι η γυναίκα θα έχει την τελευταία, πικρή λέξη.
Ωραία, τώρα που έχουμε τη σημειολογία, δοκιμάστε να την φανταστείτε μετουσιωμένη σε σελιλόιντ όπου έχουμε ανακατέψει μελόδραμα δεκαετίας 50 της παράδοσης του Ντάγκλας Σερκ (αλλά και την Φασμπίντερ-ική εκδοχή του), Μπονιουέλ-ικό σουρεαλισμό πρώτης, φετιχιστική φιλμογραφή «κλεμμένη» από το σπαγγέτι-γουέστερν, σαρκοβόρο χιούμορ αλά Τζον Γουότερς και γλαφυρό σπλάτερ της σχολής Λούτσιο Φούλτσι. Το φοβερό δεν είναι το κοκτέιλ per se, αλλά το ότι ο Ιγκλέσια φροντίζει να χρησιμοποιήσει κάθε αισθητικό συστατικό σε πλήρη συνάρτηση με τις πολιτικές του σημάνσεις. Και αν, στο τελευταίο εικοσάλεπτο, οδηγείται στην υπερβολή, το κάνει μόνο και μόνο γιατί αναγκάζεται να αφήσει τις μεταφορές, και να «παίξει» κυριολεκτικά με τις Έννοιες που χαλιναγωγούν την πλοκή του – ελεύθερος από αυτές λοιπόν, μπορεί να ζωγραφίσει με τα πιο κραυγαλέα χρώματα τη θεαματική αυτοκτονία μιας χώρας που με αυτό τον τρόπο προσφέρει στους «πιστούς» της την ιδανικωτέρα ισότητα.
Ας είναι πάντως υποψιασμένοι οι θεατές. Ο ιδιος ο γραφων την πάτησε την πρώτη φορά που είδε το φιλμ, εισπράττοντας μονάχα μια πορφυρή και ξεκούρδιστη χάβρα. Μέγα λάθος μου.
Λες να χρειαστώ και εγώ δεύτερη θέαση;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί, μόλις γύρισα από το σινεμά και ελάχιστα μου έμειναν από τούτο το παραλύρημα.
Το πρώτο μέρος είναι πολύ καλό. Με έντονα χρώματα αλα Αλμοδοβάρ, ευρηματικές ιδεές, φρενήρεις ρυθμούς, σουρεαλιστικό και ιδιαίτερο χιούμορ που θυμίζει Τοντορόφσκι και μια φελινική χροιά (οι ελέφαντες, το τσίρκο, ο κωμικοτραγικός κλόουν). Προφανείς οι συμβολισμοί, αλλά αυτό δε με ενόχλησε.
Από εκεί και μετά τι Μπουνιουέλ και Φασμπίντερ κλπ μου λες ... σαν την ισπανική εκδοχή του "Saw" ήταν! Στο δεύτερο μέρος το έχασε τελείως και ακολούθησαν πολλές σκηνές σπλατεριάς και κιτσαρίας που η σύγκρισή τους με Μπουνιουέλ ή Φελίνι τουλάχιστον ιεροσυλία είναι. Και έτσι η καλά χτισμένη στην αρχή πολιτική αλληγορία του De La Iglesia πνίγηκε μέσα σε αυτό το λουτρό αίματος.
Με εξαίρεση, όμως, το πολύ καλό κωμικοτραγικό φινάλε.
Άνιση ταινία γενικά (2,5/5).