Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ συνήθιζε να λέει πως η καλύτερη κριτική για μια ταινία είναι, πολύ απλά, μια άλλη ταινία. Η διαφορά έγκειται στο ό,τι εδώ, η ταινία στην οποία δείχνει να απαντά ο Αλεξάντερ Σοκούροφ, είναι επίσης δική του: Η αξεπέραστη «Ρώσικη Κιβωτός» του 2003 ήταν ένα απολύτως εκστατικό βαλς μιάμισης ώρας, φιλμογραφημένο σε μονοπλάνο, με πεδίο δράσης το μουσείο του Ερμιτάζ. Στο «Francofonia» όμως (που διαδραματίζεται σε έναν άλλο «ιερό» χώρο της παγκόσμιας Τέχνης, το Μουσείο του Λούβρου) ο Σοκούροφ κοντοστέκεται μάλλον σκεπτικά απέναντι σ’ εκείνη ακριβώς την έκσταση. Ποιο είναι άραγε το αποτύπωμα που αφήνει η Τέχνη στο χρόνο (άρα και στην ανθρωπότητα), αναρωτιέται.
Τον ακούμε σε αφήγηση off, παρεμβαίνουν όμως κι άλλοι χαρακτήρες: Ο Ναπολέων Βοναπάρτης ακούγεται να λέει «Όλα είναι Εγώ!», περιδιαβαίνοντας το Λούβρο και η περιβόητη Μαριάνα, η ενσαρκώτρια της Γαλλικής Δημοκρατίας (η μορφή της οποίας κοσμεί, φυσικά, το Μουσείο) διαφωνεί μαζί του για το «μυστικό» πίσω από το χαμόγελο της Μόνα Λίζα, σε μια απολαυστική σεκάνς. Δεν είναι οι μόνοι: ο Γερμανός αξιωματικός Κόμης Βολφ Μέττερνιχ και ο Γάλλος Διευθυντής του Λούβρου Ζακ Ζογιάρ που συνεργάστηκαν υποχρεωτικά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για την διάσωση του θέτουν, με τον τρόπο τους, το ζήτημα της ιερότητας της Τέχνης απέναντι στην οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή.
Την ίδια στιγμή, ο Σοκούροφ συζητά, μέσω skype με φίλο που ταξιδεύει: το γεμάτο ευρήματα πλοίο, κατευθύνεται – φυσικά – προς το Λούβρο. Και η ταινία του, πραγματικό αισθητικό κομψοτέχνημα αλλά και γνήσια μεταμοντέρνο σχόλιο πάνω στη φύση του κινηματογραφικού μέσου. Γιατί ο Ρώσος σκηνοθέτης, δίχως να ξεστρατίσει χιλιοστό από την διαλεκτική του, αποδoμεί – λατρευτικά – και το ίδιο το σινεμά, με τη γενναιότητα ενός διανοούμενου που αρνείται να παραδώσει τα όπλα.
Θελω πολυ να το δω ,η Ρωσικη Κιβωτος (και το Ματια Ερμητικα Κλειστα) για εμενα ειναι οι δυο ταινιες αποθεωση της αισθητικης ,αν και δεν υπαρχει αισθητικομετρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή