Ο Διάολος θα σε πάρει αν δεν είσαι καλός Χριστιανός. «Να με πάει που;» είναι το λογικό ερώτημα, αλλά σπανίως ο άνθρωπος σκέφτεται λογικά. Και έτσι, για να αντιμετωπίσει τον φόβο του Θανάτου, ή την απόρριψη ενός Πατέρα που δεν τον δέχτηκε ποτέ, διαλέγει έναν Θεό και τον ακολουθεί, προσέχοντας να κρατά τη νοημοσύνη του σε θεμιτά όρια και ενίοτε ακροβατώντας ανάμεσα στο ένστικτο και τις διδαχές Του, ελπίζοντας πως Αυτός δεν θα τον πάρει μυρωδιά. Γιατί άλλο το Θείο και άλλο η καθημερινότητα μου: μπορεί ο Παράδεισος να είναι μια εξαιρετικά υποσχόμενη προοπτική αλλά εξίσου υποσχόμενα φαίνονται και τα υπέροχα στήθια της κοπελιάς απέναντι που επιθυμεί να βγάλουμε τα μάτια μας, παρά το ότι δεν είμαστε ακόμα παντρεμένοι (ή, ακόμη χειρότερα, είμαστε παντρεμένοι κι οι δυο που λέει και το άσμα).
Το μεγάλο θαύμα του Εξορκιστή είναι ότι πήρε το Θείο και το καθημερινό, και τα έκανε ένα. Οι επισκέψεις του Παζούζου στο διαμέρισμα της Έλεν Μπέρστιν (και, ακολούθως, στο κορμί της Λίντα Μπλαιρ) δεν εντυπωσίαζαν λόγω της ποιότητας των εφέ τους, αλλά επειδή τα εφέ αυτά ήταν τοποθετημένα σε ένα περιβάλλον απόλυτα ρεαλιστικό – η κινηματογραφική αφήγηση του Φρίτκιν, σε ό,τι αφορά γωνίες λήψεως, travelling, μοντάζ, παραπέμπει περισσότερο σε σοβαρό Κασσαβετικό δράμα, παρά σε ταινία τρόμου. Ακόμη κι αυτό το φιλμ βέβαια, αν το έπαιρνες στα σοβαρά, γινόταν θρύψαλα. Τι έλεγε δηλαδή ο Εξορκιστής το 1973 που η Αμερική ακόμη ταλανιζόταν από το Βιετνάμ; "Μάγκες, δεν ξέρω αν δεν υπάρχει Θεός, αλλά Διάολος υπάρχει και είναι εδώ, οπότε, για να τον ξεφορτωθούμε, ας βρούμε το Θεό ή, αν δεν μπορούμε, ας εμπιστευθούμε τουλάχιστον αυτούς που τον Έχουν βρει". Μια βαθμίδα πιο σκοταδιστής και έχεις κάψει σαράντα χωριά. Μόνο που ο Φρίτκιν ήταν τόσο μεγάλος μάστορας που στιγμή δεν σκεφτόσουν να παρακολουθήσεις τη σημειολογία του φιλμ. Καθηλωμένος ήσουν, και δεν έβγαζες μιλιά. Και όταν έκανε «τσα» ο Σατανάς, σου πήγαινε τρεις και μία, κι ας μην Πίστευες καν!
Ο Μίκαελ Χάφστρομ που πάει εδώ να διηγηθεί μια τέτοια ιστορία, στήνει το μύθο του σαν τρενάκι του τρόμου σε Λούνα Παρκ του Βατικανού. Η μουσική και τα ηχητικά ειδικά εφέ είναι στη διαπασών απ’ όπου και βροντοφωνάζουν τις «δαιμονικές παρουσίες» σε περίπτωση που δεν ακούσει και ο τελευταίος στο εξώστη. Παρέα με το γυαλιστερό – και ψηφιακώς επεξεργασμένο – look της σινεμασκόπ φωτογραφίας, πετσοκόβουν την αποτελεσματικότητα της Τελετής. Ο Άντονι Χόπκινς πάντως δε καταφεύγει σε over-the-top μανιέρες, αν και ο ρόλος του το επιτρέπει. Κάποιες σκηνές του – μαζί με το γρήγορο πέρασμα του Φράνκο Νέρο - είναι που δίνουν στο “Rite” την όποια υπόσταση του. Αλλά τι να το κάνεις; Το μεγαλύτερο κόλπο βλέπετε που πρέπει να επιτελέσει αυτό το σινεμά, είναι να μας πείσει πως ο Διάβολος... υπάρχει.
(Μη σας παραξενεύει η - διόλου επίκαιρη ή αναγκαία - προσθήκη μιας τέτοιας ταινίας καθώς φιλοδοξώ σιγά - σιγά να περάσω ο,τι μπορώ από το σκόρπιο αρχείο μου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου