Συνάντησα τον Roger Ebert στο πρώτο μου ταξίδι στο
Φεστιβάλ Καννών το 2010. Ήταν ήδη καταβεβλημένος από την ασθένεια που του
είχε στερήσει την ομιλία – κρατώντας στο αριστερό του χέρι τον φορητό υπολογιστή
του, μέσω του οποίου επικοινωνούσε, με όλους, για τα πάντα. Τον πέτυχα στην είσοδο του Palais Du Cinema, μετά την προβολή του
"Film: Socialisme" του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ήθελε, όπως κι εγώ, να παρακολουθήσει τη συνέντευξη τύπου
του σκηνοθέτη – δεν γνωρίζαμε όμως πως την είχε ακυρώσει την προηγούμενη μέρα.
Συστήθηκα κάπως μουδιασμένα και αφού χαιρετηθήκαμε προσπάθησα να του πω (με
μισόλογα) πως εκτός από τα κείμενα του, η ίδια του η ζωή αποτέλεσε για μένα μια
πηγή έμπνευσης. Έβγαλε γρήγορα τον υπολογιστή του και σε δευτερόλεπτα οι λέξεις
«I am deeply honored» ξεπετάχτηκαν από το
μικρό ηχείο. Ο ίδιος χαμογελούσε με τα μάτια. Την επομένη έμαθα πως κάποιος του
έκλεψε το laptop. Παρ’
όλα αυτά, ταινία δεν έχασε και οι ανταποκρίσεις του ανέβαιναν καθημερινά στην
ιστοσελίδα της Chicago Sun-Times.
Ο θάνατος του Roger Ebert συντάραξε τις Ηνωμένες
Πολιτείες σε τέτοιο βαθμό, που ακόμα και ο Μπάρακ Ομπάμα εξέφρασε δημοσίως τα
συλλυπητήρια του με την εξής δήλωση: «Για μια γενιά Αμερικανών, ο Ebert ήταν
το Σινεμά. Όταν δεν αγαπούσε μια ταινία, ήταν ειλικρινής, όταν όμως την
αγαπούσε, ήταν διαχυτικός – αποτυπώνοντας τη δύναμη του κινηματογράφου να μας
ταξιδεύει σε τόπους μαγικούς». Όχι ακριβώς τα λόγια που θα περίμενες να
ακουστούν για έναν… κριτικό κινηματογράφου. Τι ακριβώς όμως σημαίνει «κριτικός
κινηματογράφου»; Ακούγεται σαν αφορμή για θεωρητική κουβεντούλα, αλλά για τους
περισσότερους, φαντάζομαι, η απάντηση είναι μάλλον απλή: Κριτικός είναι αυτός
που βλέπει ταινίες, και προσπαθεί να σε πείσει πως η άποψη του γι αυτές είναι η
σωστή – ή τουλάχιστον, αυτό πιστεύουν οι περισσότεροι εξ ημών. Βλέπετε, ο όρος,
ή αν προτιμάτε, το «επάγγελμα», έχει φθαρεί σχεδόν ανεπανόρθωτα. Το πρώτο χτύπημα, το εισέπραξε από την επέλαση των lifestyle εντύπων, τότε που ο κάθε αρθογράφος είχε άποψη για
τα πάντα, κι ας κουβαλούσε μηδενικό ποσοστό γνώσεων – το βάρος της
«προσωπικότητας» του ήταν αρκετό (και δεν είναι λίγοι οι κριτικοί που
«ξεβράστηκαν» από αυτό το ρεύμα, παγκοσμίως). Το δεύτερο, σχεδόν το τελειωτικό,
ήρθε από το διαδίκτυο, που «τερμάτισε» αυτή την τάση: άπειρα τα blogs περί κινηματογράφου εκεί έξω, που μοιράζουν
απαίδευτες απόψεις, γέλιο και, ενίοτε, θλίψη. Η εγκυρότητα του κλάδου
είναι, λοιπόν, τραυματισμένη καιρό τώρα. Περισσότερο όμως τώρα, με τον θάνατο του Roger Ebert.
Γεννημένος το 1942 στο Ίλινοϊ των Ηνωμένων Πολιτειών, από
φτωχούς γονείς (και με παππούδες γερμανούς μετανάστες), ο Ebert ξεκίνησε να
αρθρογραφεί για την Έβδομη Τέχνη από το γυμνάσιο, με μια σειρά κειμένων που
αφορούσαν κυρίως την επιστημονική φαντασία (είδος που αγαπούσε ιδιαίτερα)
ενώ μέχρι το τέλος των σπουδών του είχε «προαχθεί» σε αρχισυντάκτη της σχολικής
εφημερίδας. «Τίποτα δε με βοήθησε περισσότερο στο να καταλάβω τη δομή ενός
κινηματογραφικού είδους, από τις παρωδίες του περιοδικού “MAD”» θα δηλώσει αργότερα. «Χάρη σ’
αυτές συνειδητοποίησα πως κάτω από την επιφάνεια πολλών ταινιών που
διαφημιζόντουσαν ως “μοντέρνες” ή “ανανεωτικές” συναντούσες τις ίδιες
πολυκαιρισμένες ιδέες. Κάποιοι το ανακάλυψαν βλέποντας διαρκώς ταινίες – εγώ το
ανακάλυψα διαβάζοντας “MAD”».
Φυσικά λίγοι αμερικάνοι κριτικοί υπήρξαν περισσότερο διαβασμένοι ή
κινηματογραφικώς ενημερωμένοι από τον Ebert, το γεγονός όμως πως ο ίδιος
επέλεγε να αναφέρει το υστερικό (και άκρως αναρχικό) comic ως την
προσωπική του αφετηρία λέει πολλά και για το «πνεύμα» των κειμένων του.
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η κριτική δράση του Roger Ebert συνέπεσε με μια αλλαγή πλεύσης για τον Αμερικανικό κινηματογράφο. Το
έτος 1967 (έτος που ο Ebert ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Chicago Sun-Times στην
οποία και παρέμεινε μέχρι το θάνατο του) τα Αμερικανικά κινηματογραφικά
στούντιο βρίσκονται κυριολεκτικά σε απόγνωση. Πολυδάπανες παραγωγές (μιούζικαλ
και ιστορικά έπη κυρίως) συναντούν τη πλήρη αδιαφορία του κοινού. Παράλληλα,
φτηνές ανεξάρτητες παραγωγές «θερίζουν» τα ταμεία των συνοικιακών αιθουσών και
των drive-ins ενώ μια νέα
γενιά κινηματογραφόφιλων ανακαλύπτει τον Γκοντάρ, τον Μπέργκμαν, τον Φελίνι και
τον Ρενέ. Οι διευθυντές της Warner, της MGM και της Columbia το παραδέχονται πλέον ανοιχτά: «Δεν ξέρουμε πια τι
αρέσει στον κόσμο». Ό,τι χειρότερο, δηλαδή, για τη βιομηχανία του θεάματος.
Όπως λοιπόν αλλάζει το σινεμά, έτσι αρχίζει να αλλάζει και η κριτική του. Και ο Roger Ebert πρωτοστάτησε σ’ αυτό το ρεύμα που στόχο είχε την εκ βάθρων
ανανέωση της κινηματογραφικής παιδείας, τόσο του κοινού, όσο και των ίδιων των
κινηματογραφιστών.
Η εισαγωγή της κριτικής του Roger Ebert για τον
«Ξέγνοιαστο Καβαλάρη», δημοσιευμένη το 1969 αρκεί για να μιλήσει για όλα τα
παραπάνω.
«Ακούγεται πως ο Χένρι Φόντα βγήκε από τη προβολή του “Ξέγνοιαστου Καβαλάρη” αμήχανος και συγχυσμένος. Δούλευε για τον κινηματογράφο 35 περίπου χρόνια στη διάρκεια των οποίων είχε πρωταγωνιστήσει σε μερικά σπουδαία φιλμ και τώρα ο γιός του, ο Πίτερ, γινόταν εκατομμυριούχος με μια ταινία που ο Χένρι δεν μπορούσε ούτε να την καταλάβει. Από πού ήρθαν αυτοί οι δυο τύποι, ήθελε να ξέρει. Ποιο ήταν το παρελθόν τους; Πως μπόρεσαν να στήσουν αυτή την επιχείρηση εμπορίας ναρκωτικών; Που πήγαιναν; Και τι στο καλό ήθελε να πει αυτή η ταινία;
Υποψιάζομαι πως πολλά μέλη της παλιάς φρουράς του Χόλιγουντ πιστεύουν στ’ αλήθεια πως ο “Ξέγνοιαστος Καβαλάρης” δεν έχει σενάριο, δεν έχει τίποτα απολύτως να πει και πως, τελευταία, οι πιτσιρικάδες κάνουν ό,τι τους κατέβει. Αλλά στη πραγματικότητα, η τακτική του σκηνοθέτη Ντένις Χόπερ είναι παλιά και αξιοσέβαστη. Μας έχει διηγηθεί την ιστορία του σε κινηματογραφική στενογραφία, αντί να μας συλλαβίσει μία – μία την κάθε θλιβερή λεπτομέρεια. Πενήντα χρόνια πριν, το Χόλιγουντ αντιλήφθηκε πως αν φορούσες λευκά καπέλα στους “καλούς” των γουέστερν μπορούσες να γλυτώσεις δέκα λεπτά επεξήγησης για κάθε χαρακτήρα. Ο Χόπερ εφάρμοσε αυτή την τακτική στις ταινίες με μοτοσυκλέτες. (Επίσης γύρισε ένα σπουδαίο φιλμ, αλλά περισσότερα επ’ αυτού σε λίγο).
Όλοι γνωρίζουμε πως ο “Ξέγνοιαστος Καβαλάρης” είναι εξαιρετικά δημοφιλής στους μαθητές του γυμνασίου και στα κολεγιόπαιδα. Αλλά αυτά τα παιδιά δεν υπήρχαν πριν – φύτρωσαν μια μέρα, δίχως να έχουν ιδέα από κινηματογράφο, και επέλεξαν να δουν αυτή τη συγκεκριμένη ταινία. Έτσι αντιλαμβάνεται το Χόλιγουντ τη πραγματικότητα. Το Χόλιγουντ πιστεύει στη μαγεία. Η αλήθεια όμως είναι πως οι ίδιοι πιτσιρικάδες που γύρισαν τον “Ξέγνοιαστο Καβαλάρη” είδαν στα πρώτα τους ραντεβού το “Wild Angels” και όλες αυτές τις b-movies με μοτοσυκλέτες που το Χόλιγουντ σνόμπαρε ως φτηνιάρικες μόδες. Οι πιτσιρικάδες όμως ήξεραν πως κάτι παραπάνω υπήρχε εκεί. Γιατί το μέλος των Hell’s Angels, όπως και ο γκάνγκστερ, ήταν ένας “κακός” γέννημα – θρέμμα του συστήματος με το οποίο ήταν άρρηκτα δεμένος με μια σχέση αγάπης και μίσους, που έδινε με τη σειρά της έμπνευση για μερικές σένιες σκηνές σεξ και βίας.
Και ήταν αναπόφευκτο, μια μέρα, να δούμε ένα σπουδαίο φιλμ που θα χρησιμοποιούσε αυτά τα στοιχεία, όπως ακριβώς τα γουέστερν μετεξελίχτηκαν σε μια σπουδαία αμερικάνικη μορφή τέχνης. Ο “Ξέγνοιαστος Καβαλάρης” είναι αυτό το φιλμ».
Η κριτική κινηματογράφου αρχίζει, ακριβώς λόγω του Ebert, να γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής. Ο ίδιος γράφει για τις ταινίες ξεπερνώντας
τες: Τα κείμενα του αφορούν πραγματικά την ίδια τη ζωή, και για εκείνα τα μικρά
μυστήρια που η ψευδαίσθηση των ταινιών προσπαθεί να επιλύσει. Δεν σπαταλά ούτε
μια λέξη: Γράφει με μια οικονομική ευστροφία, αυτή που χαρακτηρίζει τους
παλαίμαχους εφημεριδάδες, ενώ τα σχόλια του σχεδόν πάντα υπερβαίνουν τις
ταινίες τις οποίες αφορούν – ακόμα και τις καλές. Είναι χιουμοριστικά, αιχμηρά,
επικριτικά, αλλά ποτέ κακόβουλα, και πάντα μέσα από μια ανθρωπιστική οπτική, με
ύφος ήρεμο αλλά και άμεσο. Και όλα αυτά ενώ, ταυτόχρονα εμπιστεύεται τους
αναγνώστες του – κοινώς, απευθύνεται πάντα στον «ιδανικό» αναγνώστη, τον
αναγνώστη που ο καθένας μας θα ήθελε να είναι. Οι εφημερίδες αφιερώνουν,
σταδιακά, ολοένα και περισσότερο χώρο γι’ αυτήν, και το στυλ του Ebert αλλάζει
από κείμενο σε κείμενο, πολλές φορές με κριτικές υπό μορφή ποιημάτων και
ανοιχτών επιστολών.
Τα ονόματα των Μάρτιν Σκορσέζε, Φράνσις Φορντ Κόπολα,
Μπράιαν Ντε Πάλμα, Στίβεν Σπίλμπεργκ και πολλών άλλων εμφανίζονται για πρώτη
φορά στις σελίδες του – ακόμη κι όταν τα ίδια τα κινηματογραφικά στούντιο δε
δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα νέα αυτά ταλέντα, τα οποία όμως ο Ebert
υπερασπίζεται με σθένος. Και, το 1975, γίνεται ο πρώτος κριτικός κινηματογράφου
που κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ – είναι η επόμενη του κίνηση όμως που θα του
χαρίσει τη διασημότητα καθώς, την ίδια χρονιά, βάζει μπροστά ένα τηλεοπτικό
πρόγραμμα κριτικής (κάτι ανήκουστο στα μέχρι τότε τηλεοπτικά χρονικά).
Ανάμεσα λοιπόν στις σαπουνόπερες και τις αστυνομικές
σειρές της εποχής, παρεμβάλλεται το ωριαίο «At the movies», όπου μαζί με τον κριτικό Τζιν Σίσκελ (ψηλός και
αδύνατος, εν αντιθέσει με τον ευτραφή Ρότζερ – κοινώς, ένα δίδυμο με σουλούπι
εξόχως κινηματογραφικό) παρουσίαζαν τις ταινίες της εβδομάδας και, συχνά,
διαφωνούσαν στους πιο έντονους τόνους, πολλές φορές ακόμη κι όταν η ταινία υπό
κρίση άρεσε και στους δυο! Εντελώς
αναπάντεχα η εκπομπή έχει μεγάλο σουξέ. Τόσο μάλιστα που, οι εκφράσεις των
παρουσιαστών της μπαίνουν στο στόμα όλων. Η κριτική κινηματογράφου γίνεται mainstream. Και οι εταιρίες
παραγωγής δείχνουν να αγωνιούν για την έκβαση κάθε εκπομπής καθώς πλέον η
επιτυχία μιας ταινίας στις ΗΠΑ δείχνει να ορίζεται από της θετικές ή αρνητικές
γνώμες του Ebert και του Τζιν Σίσκελ. «Καμιά σπουδαία ταινία δεν είναι
αρκετά μεγάλη σε διάρκεια, και καμιά κακή ταινία δεν είναι αρκετά μικρή»
ακούγεται κάποια στιγμή να λέει στον αέρα. Μια ατάκα που γίνεται «σλόγκαν».
Ο Roger Ebert αγαπούσε με πάθος τον κινηματογράφο και
συχνά υπερασπιζόταν ταινίες που θεωρούσε πως το κοινό έπρεπε να δει, ακόμη κι
αν ανήκαν στη «δύσκολη» κατηγορία των «σινεφιλικών» ταινιών που οι αμερικάνοι
δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Μπορούσε να αποθεώσει μια ταινία του Φασμπίντερ, του
Μπέργκμαν ή του Γκοντάρ, εκτιμώντας πως είχαν κάτι παραπάνω να προσφέρουν ακόμη
και στο μέσο θεατή, στον οποίο ποτέ δεν έπαψε να απευθύνεται. Ακόμη και ο
Roger Ebert όμως είχε τα όρια του. Το 1997, λίγο καιρό μετά τη βράβευση της στο
Φεστιβάλ Καννών με το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής, δημοσιεύει μια κριτική της
ταινίας «Το Βλέμμα του Οδυσσέα». Και δεν της χαρίζεται:
«Επειδή αυτό το ευγενές έπος τοποθετείται στα συντρίμμια της Ρωσικής αυτοκρατορίας και της Γιουγκοσλαβίας, υπάρχει πάντα ο πειρασμός του να δώσεις “άφεση” στο “Βλέμμα του Οδυσσέα”. Να εκθειάσεις το κουράγιο του, τις εικόνες του και τη μεγάλη του διάρκεια. Θα μπορούσα όμως να σας κοιτάξω κατάματα και να αρνηθώ πως είναι απερίγραπτα βαρετό; Ένας σκηνοθέτης πρέπει να είναι πολύ βέβαιος για το μεγαλείο του για να υποβάλει το κοινό σε μια τέτοια δοκιμασία, και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν τόσο βέβαιος που έδειξε αμέσως τη δυσαρέσκεια του στις Κάννες όταν κέρδισε το δεύτερο βραβείο. (…) Στο “Βλέμμα του Οδυσσέα” σου δίνεται η εντύπωση ενός σκηνοθέτη τόσο εντυπωσιασμένου με τη σοβαρότητα του θέματος του, που θέλει να αποκλείσει οποιονδήποτε θεατή αναζητά χιούμορ, ενδιαφέρον, χάρη ή την οποιαδήποτε ανάμιξη. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί κάποιον άλλο να μιλάει σε ένα δείπνο όπου ο ίδιος παρευρίσκεται. Είναι γεγονός πως μια ταινία δεν υπάρχει αν, ανάμεσα στον προβολέα και την οθόνη δεν υπάρχει κοινό. Ένας σκηνοθέτης, έχοντας επιλέξει να εργαστεί σε ένα μέσο μαζικής αποδοχής, έχει μια υποχρέωση απέναντι σ’ αυτό το κοινό. Δεν απαιτώ να το κάνει να γελάσει, ή να κλάψει, ούτε καν να το ψυχαγωγήσει, αλλά τουλάχιστον ας μην προσβάλει την όποια καλή του θέληση δίνοντας του τόσα λίγα για να ανταμείψει την υπομονή του. Πόση έπαρση και αλαζονεία αποκαλύπτει αυτή η ταινία.».
(Πληροφοριακά, οι έλληνες κινηματογραφιστές που κέρδισαν τον Ebert ήταν ο Λάνθιμος, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Κώστας Μανουσάκης (για τον «Φόβο» του).
Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, ο Roger Ebert χτυπήθηκε από τον καρκίνο και έχασε τη φωνή του μετά από μια σειρά επεμβάσεων. Η τηλεοπτική εκπομπή δεν μπορούσε πια να συνεχιστεί (ο Σίσκελ είχε “φύγει” δέκα χρόνια πριν, από την ίδια ασθένεια) και, σύντομα, «κόπηκε». Ο ίδιος όμως δεν αποσύρθηκε ποτέ από την ενεργό δράση. «Το internet μου δίνει φωνή, είμαι ενεργός, σα να μην έχω καρκίνο» έγραφε στο Tweeter όπου είχε περίπου 800 χιλιάδες “followers”. Μόλις δυο μέρες πριν το θάνατο του ανακοίνωσε πως θα έγραφε «μονάχα για τις ταινίες που μου αρέσουν» καθώς ο καρκίνος είχε επιστρέψει, ανακοίνωσε όμως ταυτόχρονα πως θα διοργάνωνε για 15η χρονιά το Ebertfest, το δικό του Φεστιβάλ με ταινίες που πέρασαν απαρατήρητες τη περασμένη σεζόν ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με τον Μάρτιν Σκορσέζε για ένα ντοκιμαντέρ πάνω στη ζωή του.
Φεύγοντας, άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό σε μια εποχή που η κριτική κινηματογράφου δείχνει να περνά, σιγά – σιγά, πίσω στο περιθώριο.
Υπέροχο το άρθρο σου, Άκη. Πράγματι, αναζητώντας τι έγραφε για ελληνικές ταινίες ο Ίμπερτ, έπεσα κι εγώ πάνω στην αρνητική κριτική που έδωσε στο ''Βλέμμα του Οδυσσέα'' του Αγγελόπουλου. Περισσότερο εκτίμησε τον ''Κυνόδοντα'', του Λάνθιμου.
ΑπάντησηΔιαγραφή