Στο Άλφαβιλ πρωτομπήκα σε ηλικία 15 ετών για να παρακολουθήσω μια μεταμεσονύχτια προβολή του Profondo Rosso του Ντάριο Αρτζέντο. Ο ελληνικός τίτλος ήταν «Σχιζοφρένεια», θυμάμαι, και η κόπια ρετάλι. Δεν με ένοιαζε βέβαια – είχα μάθει απέξω την ταινία στην πετσοκομμένη VHS εκδοχή της – και όταν το σινεμασκόπ κάδρο της ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μου, κόντεψα να πάθω έμφραγμα. Τότε δεν ήξερα πως το «Άλφαβιλ» παρέπεμπε στην ομώνυμη ταινία του Γκοντάρ. Δεν ήξερα και πολλά από κινηματογράφο. Tίποτα δεν ήξερα. Μόνο τον Αρτζέντο ήξερα και όλη την «παλιοσειρά». Τον Μπάβα, το Φούλτσι, ξέρετε… Κι όμως, παρά τις λιγοστές μου γνώσεις, το Άλφαβιλ έμοιαζε στα μάτια μου με πραγματικό ναό του σινεμά.
Κατ’ αρχάς, με το που έμπαινες ένιωθες μέλος μιας ιδιαίτερης κοινότητας, μιας ομάδας με κοινές ανησυχίες, κοινές αγάπες. Μόνο εκεί μπορούσαμε να δούμε τις ταινίες που θέλαμε, καθώς σε όλες τις άλλες αίθουσες πρωταγωνιστούσαν διαρκώς τα ίδια και τα ίδια, οι νέες κυκλοφορίες που δεν μας αφορούσαν και πολύ. Ήταν σαν να μπεκρουλιάζεις την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Μετά από τρεις-τέσσερις βραδιές εκεί, ήξερες τις φάτσες που θα συναντούσες. Και ήταν όμορφα. Τελικά, ανακάλυψα και τον Γκοντάρ. Και τον Ουέλς. Και τον Παζολίνι, το Φελίνι, τον Μπέργκμαν, τον Πολ Μορισέι, τον Ουμπέρτο Λένζι, το Λουκίνο Βισκόντι...
Ε, κάποια στιγμή, ακόμη κι αυτές οι γνωστές φάτσες που προανέφερα, εξαφανίσθηκαν. Πάει λίγος καιρός που το Άλφαβιλ δεν είναι πια μαζί μας. Και, ξέρετε, θα προτιμούσα να έχω το Άλφαβιλ παρά τον υπόλοιπο πλανήτη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, όπου πέντε-έξι αίθουσες έπαιζαν όλες κι όλες. Το Παλάς, το Σπλέντιτ, το Κάπιτολ, το Ολύμπιον, η Τερψιθέα, ο Απόλλωνας και η Ζέα. (Τώρα δεν υπάρχει καμιά από αυτές, αλλά αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο). Όλες ακολουθούσαν τη «γραμμή» ενός γραφείου διανομής και, φυσικά, δεν υπήρχε χώρος για κάτι πιο «δύσκολο», πιο ιδιαίτερο. Αν ήσουν κινηματογραφόφιλος λοιπόν, έπρεπε να τραβηχτείς στην Αθήνα για να δεις κάτι πέρα από το μέσο όρο. Ξεκινώντας από εκεί, με συναγωνιστές μου, μια ομάδα συμμαθητών από το φροντιστήριο αγγλικών που ήταν αρκετά μεγαλύτεροι μου, είδα στο πανί του Άλφαβιλ εικόνες ασύλληπτες για την εφηβική μου φαντασία. Και αισθανόμουν τεράστια ευγνωμοσύνη για τους Στεργιάκηδες, την οικογένεια που λειτουργούσε τον κινηματογράφο! Ίσως γι’ αυτό να πικράθηκα τόσο όταν, είκοσι περίπου χρόνια μετά, με ενημέρωσαν πως είχε έρθει πια η ώρα του –λες και μου το χρωστούσαν, λες και έπρεπε να το κρατήσουν πάση θυσία ανοικτό για να μην έχω κι άλλα μνημεία αναμνήσεων να θρηνώ. Ή, ακόμη χειρότερα, για να μη νιώθω υπεύθυνος για το χαμό του. Και αν αυτό μοιάζει «ρετρό νοσταλγία» σε κάποιους κυνικούς μπάσταρδους, εκεί έξω, σας έχω χεσμένους από πάνω μέχρι κάτω.
Η αλήθεια όμως είναι ότι το Άλφαβιλ έκλεισε γιατί ο κόσμος έπαψε να το επισκέφτεται. Σπανίως το έβλεπα μισογεμάτο τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του. Οι εποχές που μια ταινία μπορούσε να κάνει εισιτήρια εκεί και μόνον εκεί (το παράδειγμα του Ηνίοχου του Δαμιανού, από τα πιο φημισμένα) είχαν περάσει για τα καλά. Γιατί; Δεν έχω ιδέα. Ίσως επειδή αυτές οι σπάνιες και δυσεύρετες ταινίες κυκλοφορούν σε dvd και δεν χρειάζεται πλέον να τραβιέσαι. Ίσως επειδή, όσο περνά ο χρόνος, οι πισινοί φαρδαίνουν, ίσως επειδή η συλλογικότητα, σε αυτή τη χώρα τουλάχιστον, ψυχορραγεί και σπαρταράει στον τάφο, σαν την Κατριόνα Μακ Κολ στο φέρετρο του «Τα Ζόμπι Ξανάρχονται» του Φούλτσι (σε διανομή του Ζήνου Παναγιωτίδη). Η αλήθεια είναι πως νιώθω στεναχωρημένος και εντελώς ανίκανος.
Τέλος πάντων, υπάρχει μια ατάκα στο ομώνυμο φιλμ του Γκοντάρ. Τη λέει ο καθηγητής Φον Μπράουν στο Λέμι Κόσιον: «δεν υπάρχουν άντρες σαν κι εσένα πια. Σύντομα θα χαθείς κι εσύ. Θα καταντήσεις χειρότερος από νεκρός. Θα καταντήσεις θρύλος».
Δημοσιεύτηκε ένα μήνα μετά το κλείσιμο του κινηματογράφου στο περιοδικό Velvet.
Αφιερωμένο εξαιρετικά στους φίλους εκείνης της εποχής, και στη μνήμη του Βαγγέλη Κοτρώνη.
Αφιερωμένο εξαιρετικά στους φίλους εκείνης της εποχής, και στη μνήμη του Βαγγέλη Κοτρώνη.
Η τελευταία φορά που το επισκέφθηκα ήταν για το "Los Olvidados" του Bunuel.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉμουν μόνος στην αίθουσα.
Με συγκίνησε το άρθρο σου κι ας μην έχω πατήσει ποτέ στον συγκεκριμένο κινηματογράφο. Α, σήμερα διάβασα στα ''Νέα'' και την κριτική σου για τον ''Ταξιτζή'' και μου άρεσε. Πρέπει να την ξαναδώ κι εγώ αυτή την αριστουργηματική ταινία..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠωωωωωωωωω ρε Moody, φοβερό αυτό που μου γράφεις, αλήθεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠανο, νομιζω πως το ΑΣΤΥ σημερα στέκεται ως ενας τέτοιος ναός - οι εποχες ομως εχουν αλλάξει... Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Ο χωρος της εφημερίδας είναι περιορισμένος, μια ταινία σαν το Ταξιτζή απαιτεί τουλάχιστον ένα δισέλιδο...
Αλλες εποχες σωστα!Αλλα ιδανικα αλλες "ατμοσφαιρες" αλλα μεσα ψυχαγωγιας αλλοι ανθρωποι δηλαδη αλλες κοινωνιες,για πολλους καλως εφυγαν για αλλους θελουμε να τις ξαναζησουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή(Κι εγω ποτε δεν εχω πατησει ποτε στον κινηματογραφο που αναφερις Ακη αλλα σιγουρα νιωθω απολυτα το συναισθημα σου μεσα απο το ωραιο αρθρο σου!)