Όχι έτσι. Όχι έτσι γαμώτο, όχι έτσι.
Ο μόνος Έλληνας σκηνοθέτης που έχει βραβευθεί με Χρυσό Φοίνικα (Μια αιωνιότητα και μια μέρα: 1997) είναι και ο μόνος Έλληνας σκηνοθέτης που έχει βραβευτεί με Χρυσό Λέοντα (Ο Μεγαλέξανδρος: 1980) και αυτά είναι μονάχα δύο από το πλήθος βραβείων που έχει αποκομίσει το σινεμά του Θεόδωρου Αγγελόπουλου ανά τον κόσμο – στ’ αλήθεια, ο περιορισμένος μας χώρος μετά βίας θα αρκούσε για να αναφερθούν μονάχα οι σημαντικότερες εκ των βραβεύσεων του. O Μάρτιν Σκορσέζε τον θεωρεί «έναν από τους μεγάλους δημιουργούς του παγκόσμιου κινηματογράφου» ενώ ο «Θίασος» θεωρείται από την Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου «μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών» (όπως και από το διεθνής εμβέλειας περιοδικό “Time”), και η καλύτερη ταινία του 1975 για Άγγλους, Ιταλούς, Βέλγους και… Ιάπωνες συναδέλφους. Ανάλογα σχόλια συγκεντρώνουν και οι σύγχρονες παραγωγές του: «Μια πανέμορφη σπουδή πάνω στον πόλεμο, την Ιστορία και την απώλεια» έγραψαν οι New York Times για το «Λιβάδι που δακρύζει», του 2004. Για τον ίδιο όμως «τα βραβεία είναι απλώς βραβεία – το σημαντικότερο για μένα είναι να μπορέσω να αφηγηθώ μια ιστορία, και το δυσκολότερο για μένα είναι να το κάνω όσο πιο απλά γίνεται» - αντιφατική δήλωση μιας αντιφατικής προσωπικότητας που, ούτε λίγο, ούτε πολύ, «έτριξε» τα δόντια του στην κριτική επιτροπή των Καννών το 1995 επειδή του έδωσαν μόλις το… δεύτερο βραβείο (το πρώτο εκείνης της χρονιάς είχε πάει στο Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα).
Γεννημένος το 1935, ο “Theo”, όπως θα γίνει ευρύτερα γνωστός, εγκαταλείπει, στο πτυχίο, τις σπουδές του στη Νομική Σχολή Αθηνών για τη μεγάλη του αγάπη, το σινεμά, και το 1962 ταξιδεύει στη Σορβόνη όπου γίνεται δεκτός στη Γαλλική – και φημισμένη – σχολή κινηματογράφου Femis. Στην Ελλάδα θα επιστρέψει με το πέρας των σπουδών του – απηυδισμένος όμως με την κατάσταση του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά και της κριτικής του θεώρησης (τουλάχιστον όπως γινόταν μέχρι τότε στη χώρα), θα εκδόσει, μαζί με το Βασίλη Ραφαηλίδη, το περιοδικό "Σύγχρονος κινηματογράφος", το έτος 1969, μια έκδοση απ’ όπου θα ξεπηδήσουν αρχικά ως θεωρητικοί και, στη συνέχεια, ως κινηματογραφιστές ο Παντελής Βούλγαρης, η Τώνια Μαρκετάκη, η Φρίντα Λιάππα, ο Λάκης Παπαστάθης και ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Η «μαγιά» δηλαδή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Αυτομάτως, το ελληνικό σινεμά χωρίζεται σε στρατόπεδα. Οι οργισμένες επιστολές «παλαιών» (όπως του Γρηγόρη Γρηγορίου) δίνουν και παίρνουν.
Ο ίδιος, ως σκηνοθέτης, κάνει την πρώτη του απόπειρα με μια ταινία για το δημοφιλές τότε συγκρότημα των Φόρμινξ, η παραγωγή όμως δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ – αντιθέτως, η "Εκπομπή", η ταινία μικρού μήκους που θα φιλμάρει το 1968 θα προκαλέσει αναβρασμό στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η ταινία θα πάρει το βραβείο των κριτικών που είναι πλέον προετοιμασμένοι για την "Αναπαράσταση", την πρώτη του δουλειά μεγάλου μήκους το 1970.
Ο κόσμος μόλις που αρχίζει να παίρνει μυρωδιά μια νέα κινηματογραφική γλώσσα: οι βραδυφλεγείς σεκάνς του έργου του, και οι περίτεχνες κινήσεις της κάμερας (που μπορεί να διανύσει, χρονικά, την «απόσταση» 20 ετών μέσα σε ένα traveling, ένα επίτευγμα που, στη συνέχεια, θα αποτελέσει το σήμα-κατατεθέν του σκηνοθέτη) προκαλούν δέος και σασπένς στους θαυμαστές, και δυσφορία στους επικριτές. Το σινεμά του «Τεό» βλέπετε, έχει αυτή την ιδιότητα: χωρίζει στα δύο τους κινηματογραφόφιλους που είτε το λατρεύουν, είτε το απεχθάνονται.
Οι "Μέρες του 36", γυρισμένες το 1972, «μια ταινία για τη λογοκρισία» θα οδηγήσουν στη πρώτη του μεγάλη επιτυχία, σε παραγωγή του Γιώργου Παπαλιού, τον "Θίασο" που παραμένει, μέχρι σήμερα, μια από τις πιο φημισμένες ελληνικές ταινίες παγκοσμίως. Από κει ξεκινά μια διαδρομή διεθνών παραγωγών με αστέρες της παλιάς ελληνικής σχολής που ο Αγγελόπουλος «χρησιμοποιεί» υποδειγματικά: Οι Μάνος Κατράκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και Μαίρη Χρονοπούλου δίνουν σπουδαίες ερμηνείες στο Ταξίδι Στα Κύθηρα του 1984 και η ταινία παίρνει το βραβείο σεναρίου στις Κάννες και, στη συνέχεια, πρωταγωνιστών διεθνούς φήμης. Ναι, από το βιζέρ του Αγγελόπουλου πέρασαν οι Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ζαν Μορό, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Γουίλεμ Νταφόε, Ιρέν Ζακόμπ, Μπρουνο Γκανς και Μισέλ Πικολί, ηθοποιοί που, με εξαίρεση τον Μαστρογιάνι που θαύμαζε «το σθένος του μικρού ελληνικού συνεργείου» δεινοπάθησαν υπό την αυστηρή διεύθυνση του σκηνοθέτη. «You think you’re God!» θα ουρλιάξει ο Καϊτέλ, οργισμένος στα γυρίσματα του «Βλέμματος του Οδυσσέα» το 1995, αργότερα όμως ο σκηνοθέτης θα δηλώσει πως «μόνο έτσι θα μπορούσα να του αποσπάσω αυτό το δάκρυ στο φινάλε – στο τέλος της σκηνής αγκαλιαστήκαμε».
Αυτή την ανθρωπιά φαίνεται να κυνηγούσε με τις τελευταίες του ταινίες. Όπως και τα βραβεία – πόσο παράξενα συνδυασμένες αυτές οι δυο εμμονές του! Όταν, το 2004, κριτικοί του επισημαίνουν πως δύσκολα μια ταινία σαν το «Λιβάδι που δακρύζει» θα φύγει με βραβείο από το Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου συνήθως ξεχωρίζουν οι σύγχρονες κινηματογραφικές τάσεις, αυτός θα απαντήσει «αν μου το είχαν πει, δεν θα έμπαινα στον κόπο να φέρω την ταινία μου εδώ»!
Με τα χρόνια πάντως, η κάμερα του Αγγελόπουλου έδειχνε να πλησιάζει όλο και περισσότερο στα πρόσωπα των ηθοποιών του. Η γενική ματιά του πάνω στην ιστορία, σιγά – σιγά εξελίχθηκε σε ένα σκωπτικό βλέμμα πάνω στην ανθρώπινη τραγωδία. «Οι ελληνίδες είναι μοναδικές σαν τραγικές φιγούρες: η ίδια η μητέρα μου ήταν πότε Αντιγόνη και πότε Εκάβη. “Έπαιξε” πολλούς ρόλους στη ζωή της». Το 2004, για πρώτη φορά στη καριέρα του, κλείνει το «Λιβάδι που δακρύζει» με ένα κοντινό πλάνο στην πρωταγωνίστρια του, από την εποχή όμως του «Μετέωρου Βήματος του Πελαργού» το 1991 είχε δηλώσει: «αναζητώ ένα νέο ουμανισμό. Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τι είναι σημαντικό και αληθινό στις ζωές μας».
Ο Θόδωρος δε συνήθιζε να προσέχει στα γυρίσματα, και κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων της "Άλλης Θάλασσας" είχε γυρισμένη την πλάτη του στη κίνηση. Η μηχανή που τον παρέσυρε, η εξωφρενική καθυστέρηση του ασθενοφόρου (τυχαία πέρασε και τον παρέλαβε αυτό που τον παρέλαβε), όλα συντέλεσαν στην εσωτερική αιμορραγία που τον πήρε τόσο άδοξα σήμερα, 24 Ιανουαρίου του 2012. Στην αίθουσα του Metropolitan όλο το Ελληνικό σινεμά. Και δίπλα τους, ο Τόνι Σερβίλο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας που γύριζε, κλαίγοντας με λυγμούς.
Άσχημο παιχνίδι, άδοξος θάνατος. Ευτυχώς, οι ταινίες μένουν. RIP, "Τεό".
(Ξέρετε με τι θυμώνω περισσότερο; Με τηv κραυγαλέα σιωπή αυτών που ο Αγγελόπουλος "δεν τους άρεσε". Πέθανε άδικα ο άνθρωπος και άφησε πίσω του ΕΡΓΟ, γράψτε ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ. Αϊ στα κομμάτια να πάνε όλοι τους.)
Βλέποντας σκηνές από το Βλέμμα χθες, πριν φτάσει η είδηση του θανάτου του, αναλογιζόμουν πόσο τυχεροί είμαστε να έχουμε κοντά μας έναν καλλιτέχνη, έναν δημιουργό σαν τον Αγγελόπουλο. Για κάποιον λόγο, τον ένιωθα κοντά. Να φταίει ότι ζούσε στην ίδια πόλη, ότι τον πετύχαινες αραιά και που σε κάποιο σινεμά, δε ξέρω. Είχε αυτό το προνόμιο να είναι ένας από τους μεγάλους κι άτρωτους στο μυαλό και την καρδιά σου, ταυτόχρονα όμως πιο οικείος. Κι όλα αυτά χάνονται σε μια στιγμή. Έτσι απλά. Μοιάζει με ψέμα, με φαρσοκωμωδία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μόνο που σκέφτομαι είναι μια ευχή. Ο κόσμος όλος, ειδικά εδώ στη χώρα του, να βγάλει από το κολλημένο του μυαλό τις προκαταλήψεις και τα διάφορα αστειάκια και τώρα που ο σκηνοθέτης δεν είναι πια μαζί μας, να βάλει τις ταινίες του να τις δει με καθαρά μάτια. Να καταλάβει γιατί δεν υπάρχει σχολή κινηματογράφου στο εξωτερικό που να μην ασχολείται μαζί του. Να καταλάβει ότι οι ηλιθιότητες που διαβάζει κι ακούει, γελάει κι αναμεταδίδει αμάσητα για το σινεμά του Αγγελόπουλου, είναι αυτό ακριβώς: ηλιθιότητες. Πόσοι από αυτούς έχουν δει πραγματικά έστω ΜΙΑ ταινία του;
Δείτε τις όλες. Και θα καταλάβετε γιατί το σινεμά (πόσω μάλλον η ...σύγχρονη Ελλάδα του πνευματικού πάτου) είναι πλέον φτωχότερο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή