Η Ιζαμπέλ Ιπέρ ήταν, μάλλον, η σιωπηλή πρωταγωνίστρια του
φετινού Φεστιβάλ Καννών. Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε (το φιλόδοξο «Louder than bombs» του Γιόακιν Τρίερ, και
η μάλλον απογοητευτική, δεδομένου της συνάντησης της με τον Ντεπαρτιέ, «Κοιλάδα
του έρωτα» του Γκιγιόμ Νικλό) δεν προκάλεσαν κάποια ιδιαίτερη αίσθηση, κανείς
όμως δεν είχε να πει κάτι αρνητικό για την ίδια. Ήταν άψογη – όπως πάντα. Το
κινηματογραφόφιλο κοινό άλλωστε την αναζητά, από τότε που την γνώρισε στις
ταινίες του Λουί Μαλ και του Κλοντ Σαμπρόλ, και εν συνεχεία, σε φιλμ
προερχόμενα απ’ ολόκληρη την φιλμική υφήλιο (πριν λίγους μήνες, την είδαμε στην
αμερικάνικη «Εξαφάνιση της Έλινορ Ρίγκμπι», όπου και ενσάρκωσε τη μητέρα της
Τζέσικα Τσαστέιν). Η Ιπέρ εμφανίστηκε και στις δυο πρεμιέρες των ταινιών της
στις Κάννες, περισσότερη αίσθηση όμως προκάλεσε η εμφάνιση της στη σειρά
διαλέξεων / συζητήσεων με γενικό τίτλο «Women In Motion» που διοργάνωσε η Kering, παράλληλα με το Φεστιβάλ. Το ζήτημα εδώ, η θέση της
γυναίκας στην κινηματογραφική βιομηχανία. Θέμα που δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τον "δικό" μας τύπο, αλλά τον διεθνή, τον «καίει» μάλλον αρκετά: Ήμουν ο μόνος έλληνας σε μια γεμάτη αίθουσα. Λίγα λεπτά μετά την
επίσημη ομιλία της, η Ιπέρ είχε δυο λόγια να πει και σε μένα.
Έχει περάσει
καιρός από τότε που κάνατε την πρώτη σας κινηματογραφική εμφάνιση, κι όμως μετά
τη σημερινή κουβέντα έχω την αίσθηση πως
πίσω από κάθε ρόλο σας κρύβεται και μια μικρή μάχη.
Οι γυναίκες μάθαμε από πολύ νωρίς να λειτουργούμε, στα
κινηματογραφικά σετ, πότε "ενεργητικά" και πότε "παθητικά",
πετυχαίνοντας πάντα τον στόχο μας. Οι άνδρες... δυσκολεύονται. Είναι πολύ
δύσκολο για έναν άνδρα να συλλάβει την ιδέα του να κερδίζεις, ενώ φαινομενικά
υποχωρείς. Εκτός φυσικά από τον Ζεράρ (Ντεπαρτιέ). Αλλά δεν υπάρχουν πολλοί
ηθοποιοί σαν τον Ζεράρ εκεί έξω.
Βρεθήκατε ξανά
μαζί στο «Valley of love». Κανείς
δεν είχε να πει κάτι κακό για εσάς – αν και η ταινία φάνηκε να απογοήτευσε το
κοινό της.
Το κοινό, η ταινία θα το βρει στις αίθουσες. Διάβασα το
σενάριο της, και με κέρδισε αμέσως η απλότητα του. Κανείς δεν είχε
επικοινωνήσει με τον Ζεράρ ακόμα, δεν γνώριζα πως θα τον συναντούσα ξανά. Ε,
και ήταν ο ίδιος. Ακριβώς όπως τον θυμόμουν την εποχή που γυρίζαμε το «Λουλού»
του Μωρίς Πιαλά. Βρεθήκαμε, κάναμε μια κουβέντα για μικρά, καθημερινά πράγματα,
αυτά που χαρακτηρίζουν την κοινή ζωή του ζευγαριού που ενσαρκώνουμε σ’ αυτό το
φιλμ.
Έγιναν πρόβες
δηλαδή;
Α, όχι!
Γιατί τόση έμφαση;
Επειδή τις απεχθάνομαι! Και στο θέατρο, και στον
κινηματογράφο. Η υποκριτική για μένα είναι κάτι που παγιδεύεται ακαριαία. Και
αυτό είναι το σινεμά, μια εικόνα, ένα σύμπαν που κατασκευάζεται εκείνη τη
στιγμή. Η μόνη έμπνευση που έχεις, είναι το σενάριο. Δε λέω, εγώ και ο
Ζεράρ ήμασταν ούτως ή άλλως σε επαφή, αλλά όταν βρισκόμαστε στο πλατό
είμαστε σαν δυο ψάρια μεσ’ τη γυάλα. Ο κινηματογράφος είναι το φυσικό μας
περιβάλλον.
Η μικρή κουβέντα μας διακόπτεται: Μια ανυπόμονη δημοσιογράφος
παρεμβαίνει, ζητώντας ένα αυτόγραφο πριν τρέξει να προλάβει την επόμενη
προβολή. Η Ιπέρ υπογράφει κοιτάζοντας την κατάματα, με βλέμμα μονίμως υγρό –
έχεις την αίσθηση πως διαρκώς συγκρατεί ένα δάκρυ. Το ίδιο βλέμμα είχε και καθ’
όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας. «Με συγχωρείτε γι αυτό», μου αποκρίνεται,
και συνεχίζουμε.
Σήμερα δηλώσατε
πως η τέχνη της υποκριτικής είναι κατεξοχήν θηλυκή.
Ανησύχησα πως θα παρεξηγηθώ, είναι ξεκάθαρο πως μια
γυναίκα πρέπει να δουλέψει πολύ πιο σκληρά για να αγγίξει μια κάποια αναγνώριση
στο χώρο. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι παραγωγοί θα την σεβαστούν λόγω
«διασημότητας». Ας πούμε πως ο ηθοποιός οφείλει να τιθασεύει τον εγωισμό του
πριν «πιάσει» έναν ρόλο. Είναι πιο εύκολο για μια γυναίκα να συναινέσει σ’ αυτή
τη συγκεκριμένη ψυχολογική κατάσταση.
Και τι συμβαίνει
όταν έχετε να αντιμετωπίσετε έναν άνδρα σκηνοθέτη σε ένα γυναικείο ψυχογράφημα
όπως αυτό της «Δασκάλας του πιάνου»; Τι άνθρωπος είναι ο Μίκαελ Χάνεκε;
Πρώτα απ’ όλα. Ο Χάνεκε είναι ένας δημιουργός. Δεν έχεις
να κάνεις με έναν διεκπεραιωτή, αλλά με έναν διανοούμενο που είναι και
κινηματογραφιστής. Και μιας και το αναφέρατε – δεν νομίζω να το έχω αναφέρει
ξανά αυτό – όντως υπήρξαν δυσκολίες, γιατί έπρεπε να αποφευχθούν κάποιες
παγίδες, και πέρασαν πολλές ώρες κουβέντας και μελέτης ούτως ώστε να
καταλήξουμε σε μια κοινή προσέγγιση.
Ποια θεωρείτε πως
είναι η καλύτερη κινηματογραφική σας στιγμή;
Δεν έχω μια απάντηση σ’ αυτό. (Παύση) Ξέρετε, δεν
σκέφτομαι ποτέ σε παρελθοντικούς όρους, για μένα όλοι οι ρόλοι που έπαιξα ποτέ,
λαμβάνουν χώρα στο παρόν. Στο «τώρα». Θα μπορούσα να παίξω σήμερα, για πρώτη
φορά, όλους εκείνους τους χαρακτήρες που ενσάρκωσα στο παρελθόν – και
αντιστρόφως. Περιμένω πάντως να δω το τελικό μοντάζ του «Elle». Να, αυτή ήταν μια έντονη
εμπειρία.
Για το 2016, η Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει ήδη «φιξάρει» τρεις εμφανίσεις –
ανάμεσα τους συναντά κανείς και το πολυαναμενόμενο «Elle», το
θρίλερ δηλαδή που σκηνοθέτησε ο Ολλανδός Πολ Βερχόφεν (που πρόκοψε στο
Χόλιγουντ, γυρίζοντας ταινίες όπως το «Βασικό ένστικτό», το «Robocop» και η «Ολική επαναφορά»), για πρώτη φορά εδώ, σε γαλλικό
έδαφος. Σημειώστε τον τίτλο: θα είναι από τα πιο πολυσυζητημένα φιλμ εκείνης
της χρονιάς.
Καταλογίζουν συχνά
μια ψυχρότητα στην κινηματογραφική σας περσόνα.
Νιώθω πως είμαι ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό. Σε κάθε
ύπαρξη υπάρχουν πολλές ζωές, οπότε το ζήτημα της τυποποίησης δεν είναι κάτι που
με τρομάζει. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να διαχωρίσω την προσωπική μου ζωή
απ’ αυτό που ζω μέσα σ’ έναν ρόλο. Εδώ η
διασημότητα, ή αν προτιμάτε, η αναγνωρισιμότητα, λειτουργεί μάλλον ανασταλτικά.
Ακούγεται σα να
μην παραδίνεστε ποτέ σ’ έναν ρόλο.
Πίσω από το προσωπείο ενός χαρακτήρα, είμαι πάντα εγώ,
ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Το ζήτημα είναι να αποτελείς κομμάτι ενός συνολικού
οράματος. Αυτό σημαίνει πως πρέπει, διαρκώς να συνδιαλέγεσαι με την «εξουσία»,
κατά κάποιον τρόπο. Και αυτό είναι δύσκολο. Πολλές φορές, όταν ο σκηνοθέτης
είναι φίλος σου, δυσκολεύεσαι ακόμα περισσότερο. Έκανα πρόσφατα μια ταινία με
την Κατρίν Μπρεγιά, μια καλλιτέχνιδα δυναμική αλλά και πεισματάρα (γέλια). Ήταν
παράξενο: τη μια στιγμή ήμασταν οι κολλητές φίλες που μιλούσαν για τα πάντα,
και την επόμενη, ήταν η σκηνοθέτιδα μου. Αλλά τα καταφέραμε στο τέλος, όπως
συμβαίνει στο σινεμά.
Κάποιοι λένε πως
το σινεμά είναι μια περιπέτεια που συναντάμε στους άλλους.
Για μένα, είναι η τέχνη της παράκαμψης.
Στην τελευταία απάντησή της συνοψίζεται όλη αυτή η εύθραυστη συστολή της κινηματογραφικής της περσόνα (που εσφαλμένα κάποιοι τη δέχονται ως ψυχρότητα), σε διαρκή απειλή υπό το άγχος της διασταύρωσης και, συνεπακόλουθα, της συνύπαρξης. Η μεγαλύτερη Ευρωπαία ηθοποιός των τελευταίων 30 χρόνων. Άλλωστε συμμετέχει στην πιο μυθική σκηνή του γαλλικού σινεμά στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα - βλέπε το "ανώμαλο" όργιο στο Σώζον εαυτόν σωθήτο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαθε μέρα θελω να μου γραφεις και να τα λέμε ρε. Μέσα σε όλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή