Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Goodbye Mr. Toole.

Ήταν άλλο ένα ατελείωτο – κατά τον ίδιο – απόγευμα στο Καθολικό του σχολείο. Με διδαχές που ποτέ δεν τον έπεισαν, καλόγριες που τόσο τον απωθούσαν («μου προκαλούσε φρίκη η παραίτηση τους από τη θηλυκότητα») και συμμαθητές που δεν τον γούσταραν. Και για να απαλλαχθεί, έστω νοητά, ο οργισμένος αυτός έφηβος έπιασε το σημειωματάριο του και έγραψε την ακόλουθη φράση: «Δε θα γίνω ποτέ ένας κοινός θνητός. Θα αναταράσσω πάντα την απαλή άμμο της μονοτονίας». Μεγαλώνοντας, έγινε ο Ερρίκος ο Δεύτερος. Ο Δον Κιχώτης. Ο κύριος Τσιπς. Ο Λόρενς της Αραβίας. Ο Πίτερ Ο’ Τουλ.


Ο Πίτερ Σίμους Ο’ Τουλ, όπως ήταν το πλήρες όνομα του, γεννήθηκε το 1932, αλλά το «που» δεν έχει διευκρινιστεί, ούτε καν από τον ίδιο. Μερικές πηγές δίνουν ως γενέτειρα του την Κονεμάρα στην Ιρλανδία, άλλες το Γιόρκσαϊερ στην Αγγλία, όπου και μεγάλωσε. Στην αυτοβιογραφία του μάλιστα, ο Ο’ Τουλ δήλωνε ως ημερομηνία γεννήσεως του τις 2 Αυγούστου, υπογραμμίζοντας όμως πως είχε στη κατοχή του ένα πιστοποιητικό γέννησης από την κάθε χώρα. Ήταν ο γιος της Κόνσταντς Τζέιν Έλιοτ, μιας σκοτσέζας νοσοκόμας, και του Πάτρικ Τζόζεφ Ο’ Τουλ που αν και μεταλλουργός, ήταν παράλληλα ποδοσφαιριστής και… φημισμένος μπουκεράς για τους φανατικούς του ιπποδρόμου. “Δεν είμαι από την εργατική τάξη" έλεγε συχνά αστειευόμενος ο ηθοποιός, "είμαι από την εγκληματική τάξη". Ο συχνά μεθυσμένος πατέρας αποτέλεσε μεγάλη επιρροή για τον νεαρό Ο’ Τουλ: Μια μέρα, τον ανέβασε σ’ ένα πεζούλι και του είπε «πήδα, θα σε πιάσω, πίστεψε με!». Όταν ο Ο’ Τουλ πήδηξε, ο πατέρας του τον άφησε να γκρεμοτσακιστεί, λέγοντας «μην εμπιστεύεσαι κανένα κάθαρμα - αυτό ήταν το μάθημα για σήμερα». Στην εφηβεία, οι καυγάδες ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Με το που αφήνει πίσω του τα σχολεία, ο Ο’ Τουλ προσλαμβάνεται ως εκπαιδευόμενος δημοσιογράφος και φωτογράφος στην εφημερίδα Evening Post, αποφασισμένος να απομακρυνθεί από το αρρωστημένο περιβάλλον του. Μέχρι που καλείται να υπηρετήσει στο Βασιλικό Ναυτικό! Ερωτούμενος από έναν εριστικό προϊστάμενο του σχετικά με το ποια καριέρα θα προτιμούσε, ο Ο’ Τουλ απάντησε «αυτή του ποιητή. Ή του ηθοποιού». Και το 1952 θα εγγραφεί στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, μετά την απόρριψή του από τη δραματική σχολή του Δουβλίνου. Αιτία της απόρριψης; Η αδυναμία του να μιλήσει σε άπταιστη ιρλανδική διάλεκτο. Συμμαθητές του, ο Άλμπερτ Φίνεϊ και ο Άλαν Μπέιτς. «Ήταν η καλύτερη τάξη στην ιστορία της σχολής, αλλά εκείνη τη περίοδο κανένας δε μας έπαιρνε στα σοβαρά» θα δηλώσει αργότερα.

Από καθαρή τύχη, ο μεγάλος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν θα παρακολουθήσει μια προβολή της περιπέτειας «Ο άνθρωπος που λήστεψε τη τράπεζα της Αγγλίας» το 1960, ταινία στην οποία ο Ο’ Τουλ (που ήδη ήταν ένα αναγνωρίσιμο όνομα του θεάτρου) είχε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ήταν η περίοδος που ο Λιν αναζητούσε επειγόντως πρωταγωνιστή για την επόμενη ταινία του, τον «Λόρενς της Αραβίας», ένα μεγαλεπίβολο έπος βασισμένο στην ιστορία του Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, αξιωματικού του βρετανικού στρατού που, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβε να κατασκοπεύσει τον στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών στη Σαουδική Αραβία, αλλά στο τέλος συμμάχησε μαζί τους, ενώνοντας τις αντιμαχόμενες Αραβικές φατρίες και οδηγώντας τες σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων. Βλέπει λοιπόν τον Ο’ Τουλ στην οθόνη και λέει «αυτός είναι». Οι παραγωγοί χάνουν τη μιλιά τους. «Αυτόν; Από πού κι ως που; Ποιος τον ξέρει; Γιατί να μην αγκαζάρουμε ένα μεγάλο όνομα; Δε θες αμερικάνο; Ας πάρουμε τον Αλέν Ντελόν ή τον Χορστ Μπούκχολτς!». Ο Λιν δεν ακούει κανέναν. Γυρίζει στα γρήγορα δυο δοκιμαστικά, και τα παρουσιάζει στους χρηματοδότες του. Ο Ο’ Τουλ δείχνει πραγματικά γεννημένος να παίξει το ρόλο.

Κι όμως, παρά τη μεγάλη ευκαιρία που του είχε μόλις προσφερθεί, ο ηθοποιός δεν είχε καμία πρόθεση να παίξει με τους κανόνες: κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στην Ιορδανία, μετά δυσκολίας μπορούσε να κρύψει πως ήταν ήδη μεθυσμένος. Αφήστε δε που τα αδύναμα του μάτια (υπέφερε από μια σπάνια ασθένεια για την οποία είχε εγχειριστεί οκτώ φορές πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα) υπέφεραν ακόμα περισσότερο με τα τερτίπια της άμμου και του ανελέητου ήλιου της ερήμου. Ακόμη και το φαγητό τον αφήνει ανικανοποίητο – υποφέρει από στομαχόπονους τους οποίους και καταπολεμά με το αλκοόλ. Για όλους αυτούς τους λόγους, κοντραρίζεται συχνά με τον Ντέιβιντ Λιν, σκηνοθέτη φημισμένο για την ακρίβεια και την αυστηρότητα του. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να πω αυτές τις ηλίθιες ατάκες» του λέει, και ο Λιν τρελαίνεται. Ο καυγάς θεριεύει, και ο Ο’ Τουλ αρχίζει να σπάει τζάμια με τις γροθιές του, τραυματίζοντας τα χέρια του. Το γύρισμα σταματά. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ο’ Τουλ θα δήλωνε σε μια συνέντευξη του τα καλύτερα για τον Λιν: «Ξεχάστε τις σπουδές μου, σχολείο για μένα ήταν ο Ντέιβιντ Λιν. Από αυτόν αποφοίτησα, από αυτόν έμαθα τα πάντα για το σινεμά, για τη κάμερα, για τους φωτισμούς, απ’ αυτόν έμαθα όσα γνωρίζουν ελάχιστοι σκηνοθέτες σήμερα». Θα δώσει μάλιστα στο πρώτο του παιδί το όνομα Λόρκαν, το κέλτικο ανάλογο του Λόρενς.

Οι επόμενες εμφανίσεις του ήταν σε εξίσου μεγάλες παραγωγές: έπαιξε τον Ερρίκο τον Δεύτερο στο «Μπέκετ» πλάι στον Ρίτσαρντ Μπάρτον, και στο «Λόρδο Τζιμ» παρέα με τους Τζέιμς Μέισον και Ελάι Γουάλας. Δοκίμασε όμως και τις δυνάμεις του στη κωμωδία με το «Τι νέα ψιψίνα;», όπου συμπρωταγωνίστησε με τους Πίτερ Σέλερς, Γούντι Άλεν, Ρ¨ομι Σνάιντερ και Ούρσουλα Άντρες, στο ρόλο ενός άντρα που οι γυναίκες καταδιώκουν μανιωδώς. Άφησε κυριολεκτικά εποχή στη «Νύχτα του Στρατηγού» το 1967 (ουρές στις αθηναϊκές αίθουσες) ενώ κέρδισε άλλη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ (από τις οκτώ συνολικές του – οι περισσότερες για έναν ηθοποιό που δεν κέρδισε ποτέ το βραβείο) με το «Αντίο κύριε Τσιπς» το 1969. Μέχρι που οι ρόλοι άρχισαν να χειροτερεύουν, μαζί με τον αλκοολισμό του. Μόλις το 1982 θα κατόρθωνε να κάνει μια αξιοσημείωτη επιστροφή, με την αμερικάνικη κωμωδία «Η αγαπημένη μου χρονιά» - δίχως όμως να κερδίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών.

Και ήρθε ένας ευρωπαίος, ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι, να του δώσει μια ακόμη ευκαιρία, με έναν σημαντικό δεύτερο ρόλο στον «Τελευταίο αυτοκράτορα» το 1987. Οι εμφανίσεις που ακολούθησαν ήταν μάλλον σποραδικές με μια δυο εξαιρέσεις – ανάμεσα τους την «Τροία» (ως Βασιλιάς Πρίαμος) και το «Venus», μια τρυφερή δραματική κωμωδία. Στην τελευταία βρέθηκε ξανά υποψήφιος για να χάσει το Όσκαρ από τον Φόρεστ Γουίτακερ (που το κέρδισε για τον «Τελευταίο Βασιλιά της Σκωτίας». «Δεν έχω κάτι να μετανιώσω. Διάλεξα το αλκοόλ γιατί ήταν το καλύτερο των ναρκωτικών και η μόνη γυμναστική που έκανα στη ζωή μου ήταν το βάδην πίσω από τα φέρετρα των φίλων μου που αγαπούσαν τη γυμναστική» δήλωνε σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Ένας ηθοποιός που ποτέ δεν απασχόλησε τις εφημερίδες με κανένα μεγάλο σκάνδαλο, πέραν αυτού της ίδιας του της ύπαρξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες