Τι κι αν έχει να κάνει καλή ταινία δέκα και πλέον χρόνια; Τι κι αν η παρακολούθηση του τρισδιάστατου Δράκουλα του στις Κάννες ήταν μια από τις πιο επώδυνες εμπειρίες της ζωής μου; Ο Dario Argento είναι ο άνθρωπος που με έμπασε στη κινηματογραφοφιλία, στα 13 μου. Λίγο - πολύ, του χρωστώ τα πάντα. Τον συνάντησα στη Ρώμη, μιλούσαμε δυο ώρες περίπου. Μόνο αγάπη ρε!
Ισχυροί οι δεσμοί σας με την Ελλάδα: η Σουσπίριά σας, δηλαδή η μάγισσα Έλενα Μάρκος, είναι ελληνικής καταγωγής.
Η πιο δυνατή ανάμνησή μου, από παιδί, ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στον Παρθενώνα. Ήμουν μικρός, δεν μπορούσα ακριβώς να εξηγήσω τι ένιωθα – ήταν μιας κάποιας μορφής σοκ. Και, σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία, διάβασα ένα δοκίμιο του Φρόιντ που είχε τίτλο “Η πρώτη φορά που επισκέφθηκα τον Παρθενώνα”! Περιέγραφε μια ανάλογη εμπειρία, έγραφε μάλιστα πως ένιωσε τόσο άσχημα, που παραλίγο να λιποθυμήσει. Το ίδιο συναίσθημα βίωσα και στο Ηρώδειο, με την οικογένειά μου, χρόνια αργότερα. Είναι τόσο αισθητό αυτό το φορτίο του χρόνου αλλά και του πολιτισμού, που μπορεί και να σε πληγώσει βαθιά. Τα σπουδαία έργα τέχνης μπορούν, λοιπόν, και να μας βλάψουν.
Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα της ταινίας σας Το Σύνδρομο του Στεντάλ.
Δεν είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση; Μελέτησα πολλά ιατρικά συγγράμματα για το Σύνδρομο του Στεντάλ (σ.σ.: υπαρκτή ασθένεια που “ενεργοποιείται” όταν ο ασθενής βρίσκεται εκτεθιμένος απέναντι σε σπουδαία έργα τέχνης, με τα συμπτώματα να ξεκινούν απο τη ναυτία και να επεκτείνονται στην σχιζοφρένεια και την αυτοκτονία). Επισκέφθηκα μουσεία σε όλο τον κόσμο για να συγκεντρώσω πληροφορίες. Είδα ανθρώπους να κλαίνε, να καταρρέουν...
Αναρωτιέμαι αν και η δημιουργία είναι για σας το ίδιο επώδυνη.
Χμμμ, δεν θα το 'λεγα, η δημιουργία είναι κάτι διαφορετικό, μια αντίστροφη διαδικασία. Μου συμβαίνει όμως και αυτό που περιγράφετε, ιδίως στο Opera (σ.σ. Παραγωγής 1988). Ήταν βέβαια και οι συγκυρίες τέτοιες: κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έχασα τον πατέρα μου και ο αρραβώνας μου διαλύθηκε. Στην ταινία αυτή η όπερα που ερμηνεύει η πρωταγωνίστρια είναι ο Μάκβεθ του Βέρντι, ο οποίος, ξέρετε, έχει πολύ κακή φήμη.
Στην ταινία σας ακούγεται πως είναι ένα έργο “καταραμένο”.
Ναι, είναι μια πρόληψη που επικρατεί ανάμεσα στους ερμηνευτές της όπερας.
Στην ίδια ταινία χρησιμοποιήσατε την ηχογραφημένη εκτέλεση της Μαρίας Κάλλας για τα lip-sync των πρωταγωνιστών.
Εφόσον υπήρχε και μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε, γιατί να συμβιβαστούμε με κάτι κατώτερο; Γενικά πάντως, δεν είμαι φίλος των συμφωνικών σάουντρακ. Αν και στο La Terza Madre χρησιμοποιήσαμε μια “γεμάτη” ορχηστρική υπόκρουση.
Χαρήκατε που ολοκληρώσατε επιτέλους την τριλογία σας με την Τρίτη Μητέρα;
Όχι, καθόλου. Αντιθέτως, είμαι λυπημένος που αποχαιρέτησα τις μάγισσες μου.
Γιατί περιμένατε τόσα χρόνια;
Δεν περίμενα... Δεν ήμουν υποχρεωμένος να φιλμάρω ένα τρίτο μέρος. Ένιωσα ότι “παραείχα” ασχοληθεί με τον αποκρυφισμό και γύρισα ένα παραδοσιακό θρίλερ (σ.σ.: Tenebre, το 1982) και ένα μεταφυσικό (σ.σ.: Phenomena, με την Τζένιφερ Κόνελι, το 1985). Πήρα άλλες κατευθύνσεις.
Το σινεμά τρόμου, πάντως, έχει αλλάξει πολύ από το 1980 (σ.σ.: η χρονιά που ο Αρτζέντο γύρισε το δεύτερο μέρος της τριλογίας, το Inferno).
Κοιτάξτε, σε τεχνικό επίπεδο έχουμε την ψηφιακή επανάσταση. Πράγματα που δεν μπορούσες να διανοηθείς τότε γίνονται σήμερα με ευκολία. Επανήλθε και το 3D, ποιός το περίμενε; Τώρα, επειδή μάλλον αναφέρεστε στις αλλαγές στο δραματουργικό επίπεδο, μην ξεχνάτε ότι το σινεμά σήμερα είναι μια πολύ πιο ακριβή τέχνη απ' ό,τι σαράντα χρόνια πριν. Ιδίως στην Αμερική, όπου οι προϋπολογισμοί όλο και ανεβαίνουν. Σε μια τέτοια πραγματικότητα είναι λογικό οι παραγωγοί να στρέφονται σε πιο “σίγουρες” συνταγές. Εξ ου και τα ριμέικ κλασικών ταινιών τρόμου που έχουν κατακλύσει την αγορά. Έχω να σας πω πως οι Αμερικανοί συνάδελφοί μου, από τους τωρινούς μέχρι και τους παλαιότερους, σαν τον καλό μου φίλο τον Τζον Κάρπεντερ, μας ζηλεύουν για την ελευθερία που έχουμε εδώ, όπου μια ταινία μπορεί να υλοποιηθεί με πολύ μικρότερα ποσά και να στέκεται επάξια δίπλα στις αμερικάνικες, τουλάχιστον σε τεχνικό επίπεδο.
Οι τελευταίες σας ταινίες όμως είναι αμερικανικές συμπαραγωγές.
Πριν ακό 5-6 χρόνια γύρισα στην Αμερική δύο ωριαία επεισόδια για τη σειρά “Masters Of Horror”, και οι Αμερικάνοι παραγωγοί μού έδωσαν την ευκαιρία να γυρίσω μια ταινία δίχως την παραμικρή επέμβαση. Ε, να σας πω την αλήθεια, συγκινήθηκα. Έχω τραβήξει πολλά με τους λογοκριτές, όχι μόνο με τις επιτροπές λογοκρισίας διάφορων χωρών, όπως της Αγγλίας και της Γερμανίας, αλλά και με την ύπουλη λογοκρισία των παραγωγών. Που σου λένε “αν τολμήσεις να γυρίσεις ΑΥΤΗ τη σκηνή, δεν θα καταφέρουμε να πουλήσουμε την ταινία”. Τέλος πάντων, τους είπα το “ναι”. Αλλά δεν είχα ακόμη αποφασίσει τι θα γυρίσω μέχρι την επομένη της επιστροφής μου στη Ρώμη.
Τι συνέβη τότε;
Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον πατέρα μου. (Σ.σ.: παύση λίγων δευτερολέπτων, τον χαζεύω άφωνος και αυτός συνεχίζει). Επιστρέφοντας στη Ρώμη, νοικιάζω ένα παραθαλάσσιο σπίτι, λίγο μακριά από την πρωτεύουσα, προσπαθώντας να καταστρώσω ένα σενάριο και φλερτάροντας με διάφορες ιδέες. Μια νύχτα το τηλέφωνο χτυπά και στο βάθος ακούγεται μια φωνή που φωνάζει το όνομά μου. Προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι, ο άνεμος έξω αλωνίζει, ενώ η φωνή που ακούγεται θυμίζει πολύ αυτήν του πατέρα μου. Αρχίζω να ουρλιάζω κι εγώ στο τηλέφωνο, μέχρι που η γραμμή κόβεται. Να σας πω την αλήθεια, δεν είμαι 100% βέβαιος για το ποιος πραγματικά ήταν, αλλά δεν αποκλείω την “παράλογη” αυτή πιθανότητα. Έτσι, γεννήθηκε η βασική ιδέα για το La Terza Madre. Και από κει ξεκίνησα, με το “αβαντάζ” της οικονομικής αλλά και της δημιουργικής ελευθερίας. Μπορούσα να αγνοήσω τόσο τους κώδικες της λογοκρισίας όσο και τις κλασικές αφηγηματικές συμβάσεις.
Και κατά πόσο αυτή η απουσία της λογικής στις πιο πρόσφατες ταινίες σας πιστεύετε ότι ενισχύει το συναίσθημα του τρόμου;
Προσέξτε, δεν μίλησα για απουσία της λογικής, απλώς για την αντικατάστασή της με μιαν άλλη. Που συνεπάγεται μια απουσία εμφανούς ρεαλισμού. Που όμως υπακούει σε μια λογική καθαρά συνειρμική. Στο Inferno, για παράδειγμα, μια γυναίκα δέχεται επίθεση από λυσσασμένες γάτες και στην αμέσως επόμενη σεκάνς ένας άντρας κατασπαράζεται από ποντίκια. Δεν δίνεται μια σαφή εξήγηση, αλλά η λογική που ενώνει τις δυο σκηνές είναι εμφανής. Δύο άλλες μπορούν να ενώνονται μέσω μιας λογικής περισσότερο “φροϋδικής” και πολύ λιγότερο “ρεαλιστικής”.
Ποια ταινία σας θα ξεχωρίζατε ως αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της λογικής;
Το Σουσπίρια (σ.σ.: έτος παραγωγής 1976). Μια ταινία όπου εμφανίζονται μονάχα γυναίκες, όλες τους κλεισμένες σε ένα σπίτι, μια σχολή χορού, όπου το κάθε δωμάτιο έχει το δικό του “χρώμα”, το δικό του “φως”. Ένα σπίτι που, για μένα, στέκεται ως σύμβολο του ανθρώπινου, και δη του γυναικείου, νου.
Και το παιδί, πάντως, παίζει σημαντικό ρόλο στο σινεμά σας.
Πάντα επιστρέφω στην παιδική μου ηλικία πριν κάτσω να γράψω ένα σενάριο. Οι σκέψεις μου, εκεί, είναι ατόφιες, καθαρές. Ήμουν παιδί όταν πρωτοδιάβασα Έντγκαρ Άλαν Πόε και όταν είδα τις κλασικές ταινίες τρόμου της Universal. Τον Φρανκενστάιν, το Φάντασμα της Όπερας, τον Δράκουλα φυσικά...
Πως θα είναι ο Δράκουλας του Αρτζέντο;
Θλιμμένος... τραγικός... αλλά και πανέμορφος στην όψη. Σαν τις παιδικές μου αναμνήσεις από εκείνα τα φιλμ. Τα ερεθίσματα όταν βρίσκεσαι “εκεί” είναι πάντα πολύ έντονα και σε χαράζουν βαθιά. Ο πατέρας μου με άφηνε στο σινεμά της γειτονιάς μας, πολλές φορές δίχως να γνωρίζει το πρόγραμμα προβολών του. Κι εγω αναγκαζόμουν συχνά να κρύβω τον φόβο μου, γιατι επέστρεφα σπίτι κατατρομαγμένος απο τις φοβερές αυτές εικόνες. Αλλά πάντα επέστρεφα σ'αυτες!
Πως είναι να συνεργάζεστε με την κόρη σας, την Άζια Αρτζέντο.
Συνεργασίες τέτοιας μορφής δεν είναι πάντοτε πετυχημένες, ξέρετε. Αλλά με την Άζια είμαστε πολύ δεμένοι. Μεγάλωσε δίπλα μου, γυρίσαμε τον κόσμο μαζί και έχουμε μια δική μας επικοινωνία.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν πατέρα να γυρίζει μια σκηνή βιασμού με πρωταγωνίστρια την κόρη του;
Είναι το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο. Μας πήρε και χρόνο να την φιλμάρουμε. Στο τέλος πια, αρχίσαμε τα αστεία, για να το ξεπεράσουμε. Όλα τα γυμνά που έχει κάνει στις ταινίες μου ήταν δύσκολα για μένα. Αλλά τα απαιτούσε ο ρόλος. Και η κόρη μου δεν φοβάται να “αρπάξει” απο τα μαλλιά έναν χαρακτήρα, όσο επώδυνη κι'ας είναι η διαδικασία. Κι εγω το ίδιο. Άκουσα πολλά κακόβουλα σχόλια για εκείνη τη σκηνή που αναφέρατε, αλλά ποτέ μου δεν απάντησα. Θα σας πω πάντως ότι χαρη στη συνεργασία με την κόρη μου έμαθα να συνεργάζομαι καλύτερα με τους ηθοποιούς, που παλαιότερα δεν τους συμπαθούσα πολύ...
Γιατί; Τους βλέπατε σαν εχθρούς σας, όπως κάνουν πολλοί σκηνοθέτες;
Τι να σας πω... Είναι σαν κακομαθημένα παιδιά! Και έχω φρικτές εμπειρίες με πολλούς απο δαύτους. Ομηρικούς καυγάδες. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Ο Μαξ Φον Σίντοφ, για παράδειγμα, ήταν ένας υπέροχος επαγγελματίας. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα – τόσο που μου ζήτησε να αλλάξουμε το σενάριο ώστε ο χαρακτήρας του να ζήσει στο τέλος και να γυρίσουμε ένα σίκουελ! Η καλύτερη μου πάντως είναι όταν δουλεύω με ζώα. Σκύλους, γάτες, πιθήκους, μαϊμούδες... Είναι όλα τους υπέροχοι ηθοποιοί, δίνονται ολοκληρωτικά σ'αυτό που κάνουν και δεν δημιουργούν προβλήματα.
Τώρα που το λέτε, όντως τα ζώα εμφανίζονται πολύ στο σινεμά σας.
Είμαι χορτοφάγος ξέρετε. Δεν μου αρέσει να σκοτώνω για να τρώω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου