«Δε θα ξαναπιώ ποτέ!». Δεν ξέρω πόσες φορές ξεστομίσατε την παραπάνω ατάκα ενδιαμέσως ακατάληπτων μισόλογων και ντροπιαστικών καμωμάτων, αλλά εγώ προσωπικά έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι να απορούμε λοιπόν που οι ήρωες του εν λόγω σίκουελ υπέπεσαν στο ίδιο “αμάρτημα”. Αφήστε δε που έχουν να εξαργυρώσουν και τις απαιτήσεις των παραγωγών τους: τα νούμερα λένε πως το πρώτο φιλμ αποτελεί σήμερα την πιο πετυχημένη εμπορικά κωμωδία για “ενήλικους” σε ολάκερη τη φιλμική ιστορία, αγγίζοντας το μισό δισ. δολάρια σε εισπράξεις. Και το πιο εντυπωσιακό είναι πως η Warner Bros είχε δώσει το “πράσινο φως” για το Hangover II πριν καν το πρώτο βγει στις αίθουσες - αυτό το τελευταίο για να καταλαβαίνουμε πώς λειτουργεί μερικές φορές η χολιγουντιανή μηχανή που σπανίως αφήνει κάτι στην τύχη. Άλλο “αμάρτημα” κι αυτό! Γιατί, ξέρετε, μερικές φορές τα πιο όμορφα αποτελέσματα προκύπτουν από... ατύχημα. Αλήθεια, εσείς τι προτιμάτε; Μια πετυχημένη επανάληψη ή μια τολμηρή και φιλόδοξη αποτυχία; Δεν έχει σημασία ποια η απάντηση, ερώτηση-παγίδα σας κάνω και λυπάμαι κιόλας που θα σας απογοητεύσω, αλλά το Hangover II δεν είναι τίποτα από τα δύο. Κι εγώ προσωπικά θα ήμουν μια χαρά ικανοποιημένος και με το πρώτο.
Της μπύρας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά: Βασισμένο στην αμερικάνικη λογική του if-it-ain't-broke-don't-fix-it, το πρώτο σίκουελ (αμφιβάλλει κανείς ότι θα υπάρξει και δεύτερο;) ξεμπερδεύει δυστυχώς πολύ γρήγορα με τα προκαταρκτικά –κάτι αναπόφευκτο, μιας και οι χαρακτήρες μάς είναι ήδη γνωστοί από το πρώτο μέρος– και πάει κατευθείαν στο νερόβραστο κυρίως πιάτο. Οι Εντ Χελμς, Μπράντλεϊ Κούπερ και Ζακ Γαλυφιανάκης (ο οποίος το μόνο που κάνει εδώ είναι να τρώει τούμπες) βρίσκονται στην Μπανγκόκ –δηλαδή ένα φωτογενές εφιαλτικό γκέτο- και αναζητούν το χαμένο αδελφό της μέλλουσας νύφης του πρώτου, τα ίχνη του οποίου αγνοούνται, καθώς η λήθη του αλκοόλ και της ντρόγκας έχει καλύψει τα πάντα. Όπως ακριβώς τα εντυπωσιακά stunts, το προσεγμένο στυλιζάρισμα και κάποιες εμπνευσμένες σκηνοθετικές επιλογές (ο φλασαρισμένος “φωτισμός” του Γαλυφιανάκη είναι από μόνος του μια εξαίσια σουρεαλιστική άσκηση μικρού μήκους) καλύπτουν κάθε προσπάθεια για γνήσιο και ανόθευτο χαβαλέ. Καθώς λοιπόν όλα δείχνουν αλφαδιασμένα και ζυγισμένα, πάει περίπατο αυτή η αναρχική αίσθηση που έκανε το πρώτο φιλμ τόσο απολαυστικό. Η παρεΐστικη θέρμη, άτσαλα ξεπαγωμένη. Τα σεξουαλικά γκαγκς, άψυχα και πολυφορεμένα. Η δε τεμπελιά των σεναριογράφων καθρεφτίζεται ξεδιάντροπα στο χαρακτήρα του Πολ Τζιαμάτι, έναν ηθοποιό ικανό να απογειώσει και την πλέον μέτρια κωμωδία, που όμως εδώ δεν έχει τίποτα για να δουλέψει και, να σας πω την αλήθεια, ούτε ο ίδιος δείχνει να πολυνοιάζεται. Και γιατί να νοιαστεί; Την επιταγή του περιμένει κι αυτός. Όπως και όλοι στο Hangover II.
Μόνες εξαιρέσεις, ο φρικτός και αντιπαθητικός πεθερός (έχει τις πιο αστείες ατάκες στο έργο), το συμπαθέστατο και ταλαντούχο μαϊμουδάκι (δίνει την καλύτερη ερμηνεία) και το αυτοκυνηγητό που έρχεται προς το τέλος, φιλμαρισμένο με νεύρο αλλά και σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Σε τεχνικό επίπεδο μάλιστα, το σίκουελ αυτό ξεπερνά κατά πολύ το πρώτο φιλμ. Τι να το κάνεις όμως; All work and no play....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου