Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

London Calling Us


Δέκα και πλέον μέρες εδώ, ταραχώδεις, αν και μακριά, υποτίθεται, από προβληματισμούς (αυτό που είναι να σε βρει, θα σε βρει όπου και να σαι), πέρασα μάλλον αρκετά, ευχάριστα και μη. Είδα τις νέες ταινίες των Πολ Γκρινγκρας, Τζόελ & Ήθαν Κόεν, Πάολο Σορεντίνο (λατρεία), Πάβελ Παβλικόφσκι, Στιβ Μακ Κούιν, κάποιων άλλων που δε μπορώ να θυμηθώ το όνομα αυτή τη στιγμή, έμαθα για τη στενάχωρη απώλεια ενός καλού φίλου, γνώρισα από κοντά τη Τζούντι Ντεντς, σχεδιάζω να γνωρίσω τον Πολ Μακ Κάρντεϊ που θα υπογράφει δίσκους αύριο στο HMV, ψώνισα και δυο - τρία πραγματάκια, τσίμπησα έναν πυρετό και ένα κρύωμα που δε λέει να φύγει.

Υπολογιστή μαζί μου δε κουβάλησα, υπάρχει ένα ίντερνετ καφέ στη Leicester Square που χρεώνει μια λίρα την ώρα και σου αφήνει και τη δυνατότητα να σκαλίσεις αρκετά το μασίνι ώστε να του προσθέσεις μια επιπλέον γλώσσα και να γράψεις σαν άνθρωπος, καλή ώρα. Έχω δεκαπέντε λεπτά χρόνο ακόμα. Μπαίνω σε mode αυτόματης γραφής. Ένας άστεγος Ινδός έρχεται που και που, δίνει μια - δυο λίρες, κάθεται σε μια γωνιά με ακουστικά στ' αυτιά (απ' ότι έχω προσέξει συνήθως ακούει Pink, αλήθεια σου λέω) και ξεραίνεται στον ύπνο στο πρώτο δεκάλεπτο. Οι ήχοι που βγαίνουν απο το λαρύγγι του σκεπάζουν κάθε άλλη δραστηριότητα έδω μέσα. Όχι πως συμβαίνουν και πολλά.

Να, χθες, εδώ παραδίπλα, ένας Ιταλός προσπαθούσε μέσω Skype να "γλυκάνει" το κορίτσι του που μάλλον ήθελε να τον σχολάσει. Ένας άλλος προσπαθούσε να δει ποδόσφαιρο και κοπάναγε το πληκτρολόγιο κάθε δέκα λεπτά - πότε "τον έπινε" η σύνδεση, πότε η ομάδα του. Από πιοτό μιας και το ανέφερα, λίγα τα πράγματα για μένα. Το ξενοδοχείο μου είναι αρκετά μακριά, και το να χάνω το τελευταίο τρένο των 23.30 δεν είναι οικονομικά εφικτό. Για τους ίδιους λόγους, τσακίζω κάτι φαγάδικα όπου με 8 λίρες, ας πούμε, μπορείς να φας όσο θες. Αναρωτιέμαι τι σκέφτονται οι ιδιοκτήτες τους όταν, μετά το πέρας κάθε σεζον, παρακολουθούν τις πωλήσεις του Οκτωβρίου (είναι η έβδομη φορά που ταξιδεύω εδώ για το Φεστιβάλ του BFI).

Στο τηλέφωνο η Σταματίνα:
- Μπαμπά, φτιάχνω ένα κολάδ με καρδούλεθ για θένα. Πότε θα'ρθειθ;
- Την άλλη βδομάδα κορίτσι μου.
- Είναι πολύ αυτό;
- Όχι, όχι, τη Δευτέρα
- Θα πάω θχολείο τη Δευτέρα;
- Υποθέτω πως θα πας, καρδούλα μου.
- ...
(Ελπίζω τουλάχιστον να της αρέσει το φόρεμα)

Πρώτη φορά, μου έλειψε ο ήλιος.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Le Passé (2013) ( * * * * * )


Δεν σε θέλω πια, αλλά υπάρχει ένα παρελθόν που μας ενώνει και με φέρνει αντιμέτωπο με σένα - εξαιρετικό άλλοθι για να σε κρατήσω σε απόσταση, όταν, στη πραγματικότητα επιθυμώ ακριβώς το αντίθετο, αν και, πλην του παρελθόντος, όλα όσα μας ένωναν έχουν προ πολλού εξανεμιστεί. Το παρελθόν λοιπόν δεν αποτελεί μονάχα μια αλυσίδα γεγονότων που προηγήθηκαν του παρόντος. Άλλο πράγμα το παρελθόν αν είσαι ιστορικός, άλλο αν είσαι ψυχολόγος, άλλο αν είσαι ερωτευμένος.

Στο «Παρελθόν» το νέο, σπουδαίο φιλμ του Ιρανού Ασγκάρ Φαραντί, ο Αχμάντ φτάνει στο Παρίσι από την Τεχεράνη, για να υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου του, όπως του ζήτησε η Μαρί. Τα απρόοπτα ξεκινούν σχεδόν αμέσως: υποχρεώνεται να κοιμηθεί, όχι σε ξενοδοχείο, αλλά στον ξενώνα της, παρέα με τον γιο του μέλλοντα γαμπρού. Οι δε συνεχείς συγκρούσεις της Μαρί με την κόρη της οδηγούν σε μια αλυσσίδα αποκαλύψεων, επαναπροσδιορίζοντας τη δράση και φέρνοντας τους ήρωες ολοένα και πιο αντιμέτωπους με τις επιλογές τους.

Αυτή η φαινομενική απλότητα της αφήγησης βέβαια, δεν μπορεί να μασκαρέψει εντελώς τον σκελετό της δραματουργικής κατασκευής της, αλλά δε γίνεται να μη θαυμάσει κανείς το πόσο περίτεχνα ο Φαραντί εικονογραφεί όλους τους χαρακτήρες του, πηγαίνοντας από τη μια ιστορία στην άλλη, προσθέτωντας ένα λιθαράκι τη φορά, μέχρι το παρελθόν να συναντήσει το παρόν στο δρόμο ενός άγνωστου μέλλοντος, έτσι όπως το πρώτο φαινομενικά κυριαρχεί, γεμάτο από πάθη, που καθορίζουν την όχι και τόσο φυσική εξέλιξη μας, εξορίζοντας μας συχνά, σε ένα ατέρμονο πηγαινέλα από τον καταναγκασμό της αναζήτησης, στη βεβαιότητα της απογοήτευσης. Ασε που κάθε προσπάθεια αποδέσμευσης από την έκσταση αυτή έχει, συχνά, χειρότερα αποτελέσματα.

Έλα όμως που αυτή η έκσταση είναι που μας κρατά στη ζωή.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

La Double Vie de Véronique (1991)


Η Βερόνικα του Κριστόφ Κισλόφσκι, ήταν η πρώτη ταινία που ο σκηνοθέτης γύρισε σε γαλλικό έδαφος, μετά την αποχώρηση του από την Πολωνία. Μοιάζει να έζησε δυο ζωές αυτός ο μεγάλος ανθρωπιστής, καθώς και δυο καριέρες - και όλες «έκλεισαν» στη Γαλλία, με το θάνατο του στα 54 του χρόνια. Στη Βερόνικα, οι ζωές δυο γυναικών, της Βερόνικα, στην Πολωνία, και της Βερονίκ, στο Παρίσι, δείχνουν να συνδέονται μεταφυσικώς, και αντιλαμβάνεστε πως είναι αδύνατον να μη δούμε τον ίδιο τον Κισλόφσκι στα πρόσωπα τους. Που δεν είναι δυο, αλλά ένα – ο τίτλος άλλωστε το υπογραμμίζει κομψά.

Η Βερόνικα και η Βερονίκ έχουν γεννηθεί την ίδια μέρα, μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, ασχολούνται και οι δυο με το τραγούδι, αλλά δεν γνωρίζονται. Η πρώτη, που ζει στην Πολωνία, επιμένει να ακολουθήσει τραγουδιστική καριέρα αν και ξέρει πως η καρδιά της δεν το σηκώνει. Και πεθαίνει. Η δε Βερονίκ ανακαλύπτει τους κινδύνους που κρύβει η ενασχόλησή της με το τραγούδι και προσπαθεί να περιορίσει τις φιλοδοξίες της, για να ζήσει – τι είδους ζωή όμως είναι αυτή;

Κι όμως, δεν είναι περίπλοκα όλα αυτά. Απλά είναι. Στο πρόσωπο της 24χρονης τότε Ιρέν Ζακόμπ, που κινηματογραφείται σχεδόν ευλαβικά, με την υπέροχη, παστέλ αποχρώσεων φωτογραφία να φέρνει στην επιφάνεια την εσωτερικότητα της ιστορίας (έτσι ακριβώς), ο Κισλόφσκι αντανακλά ένα παραμύθι αστικό - γι αυτό και τόσο κοντά στη ζωή - για όλες αυτές τις φαινομενικά άπειρες επιλογές μας, που αντιστοιχούν σε εξίσου άπειρα ηθικά διλλήματα. Για όλες εκείνες τις παράλληλες ζωές που θα μας στοιχειώνουν σαν φαντάσματα, όσο εμείς θα ξεστρατίζουμε από τις επιθυμίες που βάλαμε στην άκρη. Και σε κάθε επιθυμία, ένας άλλος «εμείς», περιμένει να δώσει ένα κομμάτι από τη δική του «ζωή» για να πλησιάσουμε ένα ακόμη όνειρο.

Η ζωή άλλωστε δεν είναι ένα δώρο, αλλά ένα δάνειο.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Magic Bus, adieu.


Το έχετε σίγουρα δει σε άπειρες ταινίες. Υπήρξε, με τον τρόπο του, σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Σύμβολο όπως και το «κατσαριδάκι», της ίδιας φίρμας. Ποιο; Το βανάκι της Φοκσβάγκεν, περισσότερο γνωστό ως «VW campervan». Το οποίο κλείνει επίσης τον κύκλο του. Ένα εργοστάσιο υπήρχε που το κατασκεύαζε όλο κι όλο, κι αυτό στη Βραζιλία (χρησιμεύουν βλέπετε στο στρατό αλλά και στους… νεκροθάφτες). Η παραγωγή του όμως θα διακοπεί οριστικά στις 31 Δεκεμβρίου.

Στην Ευρώπη δεν το βρίσκουμε εδώ και χρόνια, καθώς δε πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλείας της Ένωσης (ε, campervan και αερόσακοι δε πάνε μαζί). Στα 60s πάντως, ήταν απαραίτητο αξεσουάρ για μια ζωή πλήρως εναλλακτική (μετά το χρησιμοποίησαν εκτενώς και οι σέρφερς). Άλλωστε, με αυτό έσκαγαν μαζικά οι εκδρομείς στο Γούντστοκ. Ως εκ τούτου, πολλοί το ονόμαζαν «hippie van» ή ακόμα και «magic bus» - έτσι ονόμαζαν και το δικό τους οι The Who, στολισμένο και ζωγραφισμένο αναλόγως. Αν και κάθε βαν τότε είχε τη δική του προσωπικότητα, τη δική του ζωγραφιά – επιβαλλόταν να ζωγραφίσεις το βαν σου. Αφήστε δε που το συναντούσες και σε άπειρα εξώφυλλα δίσκων, από τους Beach Boys μέχρι και τον Μπομπ Ντίλαν.

Ως σύμβολο του χιπισμού λοιπόν, πρωταγωνιστούσε συχνά στο σινεμά της εποχής – πότε θετικά, και πότε σκωπτικά. Ο πολλά βαρύς – και διόλου… ανέμελός – Βρώμικος Χάρι ας πούμε, διαλύει με το αυτοκίνητο του ένα τέτοιο στο «Ένα μάγκνουμ 44 για τον Επιθεωρητή Κάλαχαν». Και με Campervan ταξιδεύουν στον τελευταίο, ως απεδείχθη, προορισμό τους οι πρωταγωνιστές του συγκλονιστικού «Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι» το 1973, ταινία που ζωγράφισε με τα πιο σκοτεινά χρώματα το τέλος αυτής της αθώας εποχής, και την έλευση μιας σαρωτικά βίαιης άλλης.

Πρόσφατα το είδαμε, σχεδόν σε πρωταγωνιστικό ρόλο, στο «Little miss sunshine» του 2006, όπου μια οικογένεια - από τον παππού μέχρι την επτάχρονη εγγονή - κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να «προλάβει» διαγωνισμό καλλιστείων στον οποίο συμμετέχει η μικρή. Η οικογένεια προβληματική. Τα συνεχή μηχανικά προβλήματα του βαν δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο το ταξίδι. Ο συμπλέκτης «κλατάρει» στις πρώτες ώρες του ταξιδιού, και η οικογένεια ανακαλύπτει πως πρέπει να σπρώχνει το βαν μέχρι αυτό να φτάσει τα 30 χιλιόμετρα την ώρα ούτως ώστε να τρέξει και να πηδήξει μέσα. Όταν μάλιστα η κόρνα μπλοκάρει και αρχίζει να χτυπά χωρίς σταματημό, επεμβαίνει η αστυνομία. Στο φιλμ πρωταγωνιστούσαν οι Στιβ Καρέλ, Γκρεγκ Κινίαρ και Άλαν Άρκιν – ο τελευταίος χρησιμοποιούσε ένα τέτοιο στο εξαίσιο θρίλερ του 1967 «Περίμενε μέχρι να νυχτώσει», όπου και τρομοκρατούσε την Όντρεϊ Χέμπουρν.

Φυσικά τη δεκαετία του 60 είχε την τιμητική του. Και όσο το σινεμά (παρέα με όλες τις υπόλοιπες τέχνες) νοσταλγεί εκείνη τη χρυσή δεκαετία, τόσο θα βλέπουμε ταινίες σαν το «Ροκ εν πλω» του 2009, με τους Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και Έμα Τόμσον που αφηγείται την ιστορία ενός πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού – πειρατικού στη κυριολεξία, μιας και εξέπεμπε από ένα πλοίο αραγμένο στη μέση του ωκεανού. Κι όμως, στο κατάστρωμα υπήρχε χώρος για ένα campervan. Με τέτοιο επίσης ταξιδεύουν οι ήρωες του αριστουργηματικού – και πλημμυρισμένου από τη μουσική των Beatles – μιούζικαλ της Τζούλι Τέιμουρ «Across the universe».

Τελευταία, το «χαρήκαμε» στο «Επιχείρηση: Argo» - είναι το μέσο με το οποίο δραπετεύουν οι έξι υπάλληλοι της Αμερικανικής Πρεσβείας στη Τεχεράνη, προφασιζόμενοι πως γυρίζουν… ταινία. Αν ενδιαφέρεστε πάντως, η ταινία που οφείλετε να αναζητήσετε είναι το «The bus» του 2011, ένα ντοκιμαντέρ για τις ένδοξες μέρες του campervan αλλά και των ‘60s. Τότε που οι ανέμελοι εκδρομείς γύριζαν τον κόσμο με δαύτα, αφοσιωμένοι στην ιδέα της αδελφότητας αλλά και της ελευθερίας.

Στο μεταξύ, το VW campervan μας άφησε χρόνους.
Για την αδελφότητα και την ελευθερία, οι υποθέσεις εκκρεμούν.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Pina (2011) ( * * * * )



"Κάθε σκέψη που δεν χορεύεται είναι πλαστή.
Κάθε σκέψη άρρυθμη, που δεν ανακάλυψε τα πόδια της.
Όλες οι σκέψεις από τις κνήμες ανεβαίνουν και θυμούνται
ότι από το σώμα εκπορεύονται, θυμούνται ότι
υπέστησαν τη δοκιμασία των παθών και εξήλθαν της σαρκός
για να μας αιχμαλωτίσουν, να μας πεθάνουν, να μας κινήσουν.
Διότι το σώμα οφείλει να επαληθεύει ότι του λέει το πνεύμα."


Valere Novarina, "Lettre Aux Acteurs / Pour Louis De Funes", P.O.L., 1989("Γράμμα στους ηθοποιούς / Υπέρ Λουί Ντε Φυνές", Εκδόσεις ΆΓΡΑ, 2003)


Ο χορός είναι έκφραση, μπορεί όμως να γίνει και στοχασμός; Δεν ξέρω αν η απορία μου γίνεται αντιληπτή, εμένα όμως με βασανίζει καιρό. Πως δηλαδή ο χορός μπορεί, εκτός από μέσο έκφρασης αφηρημένων, ή πολύ "γενικών" συναισθημάτων ("μοναξιά", "αγάπη", "χαρά", "στεναχώρια") να στοχαστεί πάνω στη ίδια του τη "δράση". Γιατί ο χορός είναι μια τέχνη που, στα μάτια του θεατή, έρχεται δίχως διαμεσολαβητή. Στο σινεμά, φυσικά υπάρχει η διαμεσολάβηση της κάμερας, αφήστε δε που ο ηθοποιός είναι μονάχα ένα από τα "εργαλεία" που χρησιμοποιεί ο δημιουργός για να μας μιλήσει (σκηνικά, φωτισμοί, μοντάζ, ντεκουπάζ, μουσική κ.ο.κ.) -  ακόμα και στο θέατρο υπάρχει το κείμενο: ο θεατής δεν ξεχνά ποτέ πως ο ηθοποιός επί σκηνής έχει ένα κείμενο να υπηρετήσει, που πολλές φορές είναι και κλασσικό. Στον χορό όμως, η "δράση" φτάνει στο θεατή πριν από την ιδέα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει διαμεσολαβητής (ο χορογράφος έχει κάνει τη δουλειά, αλλά στον θεατή αυτό περνά, ατυχώς, σε δεύτερη μοίρα, μιας και έχει ένα ολόκληρο σώμα να αντιμετωπίσει) και έτσι, λίγα πράγματα μπορούν να περάσουν πίσω απ' αυτήν, εκτός κι αν είναι, όπως είπαμε, "γενικά" και "αφηρημένα".

 Όχι στο χορό της Πίνα Μπάους. Η ταινία του, για πολλούς (και για μένα) "τελειωμένου" Βιμ Βέντερς, με οδήγησε σε ένα άλλο επίπεδο αντίληψης πάνω στο αντικείμενο. Είναι ένα απρόσμενο δώρο για τον ενημερωμένο αλλά και για τον... όχι και τόσο ενημερωμένο θεατή που μέσα από το φιλμ ανακαλύπτει την αληθινή μαγεία που κρύβεται πίσω από τους ζογκλερισμούς των σωμάτων που εκτελούν, εδώ, χορογραφίες της Μπάους, ενίοτε μπροστά από έναν καθαρά αστικό καμβά - ένα ιδιοφυές εύρημα! Γιατί μέσα από αυτό ακριβώς το εύρημα η ουσία μένει καθαρή και αναλλοίωτη, καθώς όλα τα prop της σκηνής έχουν αφαιρεθεί, μόνο και μόνο για να επαναφέρουν το σώμα στην "κανονική" του θέση και να υπογραμμίσουν πως, τελικά, όχι, δεν μπορεί να είναι αυτή η "κανονική" μας θέση, δεν μπορεί το σώμα μας να ζει τόσα χρόνια υποταγμένο κι εμείς να μην το ακούμε, να μην το αφουγκραζόμαστε, να το κρατάμε ναρκωμένο, και μαζί του κι εμάς μαζί.

 Μέσα από τις συνεντεύξεις των χορευτών της, ο Βέντερς στήνει δραματουργία. Δεν κάνει ανούσιες ερωτήσεις τεχνικού περιεχομένου (δεν είμαστε άλλωστε όλοι... χορευτές) αλλά ζητά να ανακαλύψει τον άνθρωπο πίσω από τον καλλιτέχνη που ένωσε το θέατρο με τον χορό, προκαλώντας την οργή των "συναδέλφων", για να οδηγήσει την τέχνη της πέρα από τα όρια του εφικτού. Η Μπάους έστησε, μέσα στο τερέν του χορού (το οποίο φιλμογραφείται σε "ουσιαστικό" 3D), μια διαλεκτική. Αφαίρεσε το μονοσήμαντο από τη "δράση". Αυτό μαθαίνουμε για την "τεχνική" της, και αυτό μονάχα αρκεί - αλλά το μαθαίνουμε και μέσα από τις χορογραφίες της και, κυρίως, μέσα από τα βλέμματα των χορευτών της, που χρόνια μετά, αναλαμβάνουν να δώσουν ζωή στις κινήσεις εκείνες που έδωσαν ζωή και στους ίδιους, έτσι όπως τους άγγιξε η χάρη μιας καλλιτέχνιδας που έφυγε νωρίς.

 Ένας λόγος παραπάνω για να της αξίζει μια τόσο όμορφη ταινία σαν κι αυτή.

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Iron lady (2011) ( 0 )


Οι Σοβιετικοί υπήρξαν μετρημένοι στα λόγια τους - γενικώς δεν μιλάμε για έναν από τους πλέον "ομιλητικούς" λαούς. Ως εκ τούτου, κάθε τους λέξη είχε τη δική της βαρύτητα. Όταν λοιπόν έβγαζαν το παρατσούκλι "Σιδηρά Κυρία" για την Μάργκαρετ Θάτσερ ήξεραν καλά τι εννοούσαν: Στα χρόνια που βάστηξε η πρωθυπουργία της (από το 1979 μέχρι το 1990!), η χώρα άλλαξε πρόσωπο: Στα μάτια των οπαδών της, είναι η ηρωϊδα των Φόλκλαντς, η γυναίκα που κατατρόπωσε τον παγκόσμιο κομμουνισμό, η υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, η πολιτικός που συνέτριψε τα πανίσχυρα συνδικάτα. Υπήρχε όμως και ένα πλήθος Βρετανών που είδε τις ζωές του να καταστρέφονται. Γι αυτούς, η Θάτσερ θα είναι, δικαίως, η αιώνια "σκύλα" που διέλυσε το κοινωνικό κράτος, βύθισε χιλιάδες Βρετανούς στην απόλυτη φτώχεια και ανεργία, και… ενέπνευσε άπειρους καλλιτέχνες: Από τους punks “Exploited” που την απεικόνισαν αγκαλιά με το… Χάρο, στο δίσκο τους “Death before dishonor”, τον Morrisey που την ίδια χρονιά έγραψε το "Margaret on the Guillotine" μέχρι το θεατρικό μιούζικαλ "Billy Elliot", όπου οι πρωταγωνιστές τραγουδούν: "Καλά Χριστούγεννα, Μάγκι Θάτσερ, σήμερα γιορτάζουμε γιατί είναι μια μέρα πιο κοντά στο θάνατό σου".

Η Φιλίντα Λόιντ λοιπόν, αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία γι αυτήν. «Εξαρχής για μένα η ταινία αυτή δεν ήταν πολιτική» δηλώνει η ίδια, «αλλά σχεδόν σεξπηρική, με την έννοια του μεγάλου ηγέτη που είναι ταυτόχρονα γεμάτος με τόσα ελαττώματα, μια ιστορία για το τί συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που σφύζει κι ολοκληρώνεται μέσω της δουλειάς του, όταν αυτή φτάνει ξαφνικά σ' ένα τέλος ταυτόχρονα όμως καθρεφτίζει τις ζωές μας - ακόμη κι αν δεν έχουμε ζήσει μια ζωή σαν της ηρωίδας - γιατί μιλάει για το τί θα μας συμβεί όταν βρεθούμε ξαφνικά γερασμένοι και ανήμποροι».Τρίχες κατσαρές. Πρώτον γιατί, ό,τι και να κάνεις ρε Φιλίντα, όλες οι ταινίες είναι πολιτικές, είτε το θέλουν, είτε όχι. Τι να κάνουμε, δεν κουνιέται αυτό! Κάθε ταινία έχει το δικό της πολιτικό αποτύπωμα, και το να δηλώνει κάποιος πως το "αγνοεί", κάνοντας σινεμά, είναι σαν να καταπιάνεται με τη Φυσική και να αγνοεί τη βαρύτητα. Εσύ όμως Φιλίντα τυγχάνει να είσαι επίτιμη διδακτόρισσα του Σύγχρονου Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Οπότε μας δουλεύεις κανονικά - ξέρεις πολύ καλά και τη σημασία του δράματος και τις αναπόφευκτες πολιτικές του προεκτάσεις. Είσαι δηλαδή ψεύτρα.

Τι λέει λοιπόν η Σιδηρά Κυρία; Για την ακρίβεια, τι κατορθώνει να πει. Μόνο ένα πράγμα: ότι ο κόσμος είναι αχάριστος. Κοιτάχτε καλέ πως παράτησαν μόνη της την καημένη τη γυναικούλα που παλεύει με το αλσχάιμερ. Κοιτάχτε πως παλεύει με τις αναμνήσεις τις, χαζεύοντας βιντεάκια των αχάριστων παιδιών της. Κοιτάχτε πως προσπαθεί να ξεφύγει απο την τρέλα, αυτή η γυναίκα που κάποτε ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Και - το σημαντικότερο - κοιτάχτε πως είναι να δίνεις αγώνα για τα Πιστεύω σου!

Δηλαδή, η Θάτσερ ήταν ιδεολόγος.

Ε, όπως παρουσιάζεται εδώ, ναι, ιδεολόγος δείχνει η γυναίκα. Έλα όμως που για να το δείξεις αυτό, πρέπει να αποκρύψεις από τους θεατές το ότι η οικογένεια της "τσέπωσε" 20 εκατομμύρια λίρες από τις εμφύλιες διαμάχες της Σαουδικής Αραβίας - ο γιος της βλέπετε διατηρούσε εργοστάσιο όπλων στη Νότιο Αφρική. Για παρόμοιους λόγους δεν σήκωσε το δαχτυλάκι της όταν ένας βρετανός δημοσιογράφος της Observer εκτελέστηκε από τον Σαντάμ Χουσείν το 1989 - ενώ την άκουσαν μέχρι το Κρεμλίνο όταν τα'χωνε στους Σοβιετικούς που τόλμησαν να την πέσουν στο Αφγανιστάν. Και, την ίδια στιγμή, παρουσιαζόταν στον Τύπο ως άμεμπτη, ακέραιη και καλή νοικοκυρά (έκανε μόνη της τις δουλειές του σπιτιού πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Και φυσικά για να διατηρείς τη θέση σου σε ένα κόλπο, πρέπει ενίοτε να κάνεις τα στραβά μάτια απέναντι σε δικτάτορες κολλητούς, στις τράπεζες που κερδίζουν απ'αυτούς και στους βιομήχανους από τους οποίους ζουν. Αυτό βρε Φιλίντα δεν είναι ιδεολογία, απάτη είναι.

Μήπως μαθαίνουμε, τουλάχιστον, κάτι για τη Θάτσερ ως άνθρωπο; Σας το ορκίζομαι, τιποτα απολύτως. Δεν έχουμε καμία ιδέα περί του τι μητέρα ή σύζυγος υπήρξε η Θάτσερ, τίποτα απ'όλα αυτά δεν απασχολεί την Λόιντ. Σου λέει, ήταν ένα πλάσμα αντιθέσεων. Ε, παρ'το και βγάλε νόημα. Την βλέπεις να μειώνει τον Υπουργό Οικονομικών της, από το πουθενά (δεν έχει προηγηθεί καμία σκηνή που να εκθέτει την εριστική συμπεριφορά της) και σου λέει, ήταν και αυτό. Οπότε τι απομένει; Η μελοδραματική κλάψα. Η Θάτσερ και το φάντασμα του νεκρού της, πολυαγαπημένου άντρα. "Μη φύγεις" του λέει, καθώς η παραίσθηση χάνεται στο φως. Λίγο μετά σκέφτεσαι πως, μερικές φορές, όντως το δάκρυ σου στην αίθουσα πουλιέται πολύ φτηνά. Και στο τέλος, σου "σκάει" και η κοινωνική συγκυρία: σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης όπου τα εργασιακά δικαιώματα καταργούνται το ένα μετά το άλλο, οι φόροι ανεβαίνουν σε δυσθεώρητα - σε σχέση με τους μισθούς μας - ύψη, και οι μεγαλοχρηματιστές τσεπώνουν δισεκατομμύρια εις βάρος μας, να σου και ένα φιλμ που σου λέει "μην αντιδράς ρε, είναι καλό να σε πηδάνε και να σε εκμηδενίζουν κοινωνικά, γιατί έτσι δυναμώνουν οι εθνικές οικονομίες - δες τι κατάφερε η Θάτσερ!". Και βγαίνεις από την αίθουσα βρίζοντας.

Τι είπατε; Ναι, η ερμηνεία της Μέριλ Στριπ είναι πολύ καλή. 

Ε, στ'αρχίδια μου.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

The Rite (2010) ( * )


Ο Διάολος θα σε πάρει αν δεν είσαι καλός Χριστιανός. «Να με πάει που;» είναι το λογικό ερώτημα, αλλά σπανίως ο άνθρωπος σκέφτεται λογικά. Και έτσι, για να αντιμετωπίσει τον φόβο του Θανάτου, ή την απόρριψη ενός Πατέρα που δεν τον δέχτηκε ποτέ, διαλέγει έναν Θεό και τον ακολουθεί, προσέχοντας να κρατά τη νοημοσύνη του σε θεμιτά όρια και ενίοτε ακροβατώντας ανάμεσα στο ένστικτο και τις διδαχές Του, ελπίζοντας πως Αυτός δεν θα τον πάρει μυρωδιά. Γιατί άλλο το Θείο και άλλο η καθημερινότητα μου: μπορεί ο Παράδεισος να είναι μια εξαιρετικά υποσχόμενη προοπτική αλλά εξίσου υποσχόμενα φαίνονται και τα υπέροχα στήθια της κοπελιάς απέναντι που επιθυμεί να βγάλουμε τα μάτια μας, παρά το ότι δεν είμαστε ακόμα παντρεμένοι (ή, ακόμη χειρότερα, είμαστε παντρεμένοι κι οι δυο που λέει και το άσμα).

Το μεγάλο θαύμα του Εξορκιστή είναι ότι πήρε το Θείο και το καθημερινό, και τα έκανε ένα. Οι επισκέψεις του Παζούζου στο διαμέρισμα της Έλεν Μπέρστιν (και, ακολούθως, στο κορμί της Λίντα Μπλαιρ) δεν εντυπωσίαζαν λόγω της ποιότητας των εφέ τους, αλλά επειδή τα εφέ αυτά ήταν τοποθετημένα σε ένα περιβάλλον απόλυτα ρεαλιστικό – η κινηματογραφική αφήγηση του Φρίτκιν, σε ό,τι αφορά γωνίες λήψεως, travelling, μοντάζ, παραπέμπει περισσότερο σε σοβαρό Κασσαβετικό δράμα, παρά σε ταινία τρόμου. Ακόμη κι αυτό το φιλμ βέβαια, αν το έπαιρνες στα σοβαρά, γινόταν θρύψαλα. Τι έλεγε δηλαδή ο Εξορκιστής το 1973 που η Αμερική ακόμη ταλανιζόταν από το Βιετνάμ; "Μάγκες, δεν ξέρω αν δεν υπάρχει Θεός, αλλά Διάολος υπάρχει και είναι εδώ, οπότε, για να τον ξεφορτωθούμε, ας βρούμε το Θεό ή, αν δεν μπορούμε, ας εμπιστευθούμε τουλάχιστον αυτούς που τον Έχουν βρει". Μια βαθμίδα πιο σκοταδιστής και έχεις κάψει σαράντα χωριά. Μόνο που ο Φρίτκιν ήταν τόσο μεγάλος μάστορας που στιγμή δεν σκεφτόσουν να παρακολουθήσεις τη σημειολογία του φιλμ. Καθηλωμένος ήσουν, και δεν έβγαζες μιλιά. Και όταν έκανε «τσα» ο Σατανάς, σου πήγαινε τρεις και μία, κι ας μην Πίστευες καν!

Ο Μίκαελ Χάφστρομ που πάει εδώ να διηγηθεί μια τέτοια ιστορία, στήνει το μύθο του σαν τρενάκι του τρόμου σε Λούνα Παρκ του Βατικανού. Η μουσική και τα ηχητικά ειδικά εφέ είναι στη διαπασών απ’ όπου και βροντοφωνάζουν τις «δαιμονικές παρουσίες» σε περίπτωση που δεν ακούσει και ο τελευταίος στο εξώστη. Παρέα με το γυαλιστερό – και ψηφιακώς επεξεργασμένο – look της σινεμασκόπ φωτογραφίας, πετσοκόβουν την αποτελεσματικότητα της Τελετής. Ο Άντονι Χόπκινς πάντως δε καταφεύγει σε over-the-top μανιέρες, αν και ο ρόλος του το επιτρέπει. Κάποιες σκηνές του – μαζί με το γρήγορο πέρασμα του Φράνκο Νέρο - είναι που δίνουν στο “Rite” την όποια υπόσταση του. Αλλά τι να το κάνεις; Το μεγαλύτερο κόλπο βλέπετε που πρέπει να επιτελέσει αυτό το σινεμά, είναι να μας πείσει πως ο Διάβολος... υπάρχει.

(Μη σας παραξενεύει η - διόλου επίκαιρη ή αναγκαία - προσθήκη μιας τέτοιας ταινίας καθώς φιλοδοξώ σιγά - σιγά να περάσω ο,τι μπορώ από το σκόρπιο αρχείο μου)

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες