Έφαγα
τα δαμάσκηνα
που ήταν
στο ψυγείο
τα οποία
πιθανότατα
κρατούσες
για το πρωινό σου
Συγχώρεσε με
αλλά ήταν πεντανόστιμα
τόσο γλυκά
και τόσο παγωμένα
(«Ήθελα μόνο να πω» -
του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς)
Δεν είναι σενάριο, δεν
είναι διήγημα, είναι όμως ένα ποίημα που ξεκινά με μια δράση, και μία εικόνα.
Μεταφέρει δηλαδή μια οπτική εμπειρία, προκειμένου να μας οδηγήσει στο συναίσθημα.
Αυτό, κάλλιστα, θα μπορούσε να είναι και ο κινηματογράφος. Αν όχι ο
κινηματογράφος γενικά, τουλάχιστον αυτός του Τζιμ Τζάρμους που, με το
«Πάτερσον» ολοκληρώνει μια ταινία αφιερωμένη στην ποίηση του Γουίλιαμ Κάρλος
Γουίλιαμς, και σε ό,τι προκύπτει απ’ αυτήν. Είναι μια τόσο ταιριαστή επιλογή:
Λίγοι ποιητές ενσωμάτωσαν, στην ποίηση τους, την καθαρότητα του Αμερικανικού
πνεύματος που τόσο εκτιμά ο Τζάρμους, επιμένοντας χρόνια τώρα να φιλμάρει μοναδικά
την απλότητα του αλλά και τις ιδιοτροπίες του: με το ίδιο δέος που θα στήσει
την κάμερα απέναντι στο άγαλμα του Έλβις, στο «Mystery Train», θα τη στήσει και όταν
κινηματογραφεί τους σκουπιδοτενεκέδες του Μέμφις. Γιατί και στη φθορά ακόμα του
Μέμφις, υπάρχει το αποτύπωμα μιας ζωής. Εδώ όμως δεν είμαστε στο Μέμφις, αλλά
στο Πάτερσον, του Νιου Τζέρσεϊ. Και ο Γουίλιαμς, που έζησε όλη τη ζωή του εκεί
ως παιδίατρος (γιατρός του μικρού Άλεν Γκίνσμπεργκ, σύμφωνα με τον ίδιο τον
Τζάρμους) εμπνεύστηκε όλο σχεδόν το ποιητικό και συγγραφικό του έργο από τους
συμπολίτες του, τους οποίους δεν έπαψε να κοιτάζει από μικρή απόσταση, με
ευγένεια, και μεγάλη τρυφερότητα. Όπως
δηλαδή τους κοιτάζει και ο Άνταμ Ντράιβερ, πρωταγωνιστής του υπέροχου αυτού
φιλμ.
Ο Γουίλιαμς προσπάθησε
επίσης να «φιλετάρει» την αμερικανική ποίηση, αποδεσμεύοντας την από κάθε
Ευρωπαϊκή επιρροή: Οι στίχοι του δεν είναι δραματικοί και σπανίως οδηγούνται σε
κάποια κορύφωση. Όμως, κάθε ένα από τα ποιήματα του εξερευνά ειλικρινώς την
ανθρώπινη κατάσταση. Τη – πανταχού παρούσα στο φιλμ – φθορά της
καθημερινότητας. Την απογοήτευση του έρωτα. Ξαναρίξτε μια ματιά στο ποιημα που
ξεκινάει αυτό το κείμενο: Ξεκινά με μια επιθυμία και κλείνει με μια συγγνώμη,
αλλά τελικά μοιάζει να αναφέρεται, περισσότερο απ’ όλα, στη ψυχρότητα μιας
γυναίκας που δε δείχνει να ανταποκρίνεται στον έρωτα του ποιητή. Ο τελευταίος
όμως όμως βάζει στην άκρη κάθε λέξη και φράση που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα
μελοδραματικό «εφέ». Βλέπετε, για κάποιους, τα συναισθήματα απαιτούν ιδιαίτερη
προσοχή και φροντίδα – ιδίως όταν γράφεις γι αυτά. Στο «Πάτερσον» λοιπόν,
ο χαρακτήρας του Άνταμ Ντράιβερ, ένας οδηγός λεωφορείου με το όνομα Πάτερσον, ζει
και εργάζεται στην ομώνυμη πόλη του Νιού Τζέρσεϊ. Κάθε απόγευμα επιστρέφει στο
σπίτι όπου τον περιμένει η όμορφη και γλυκιά σύζυγος του που, όσο αυτός λείπει,
βάφει τα πάντα σε άσπρο και μαύρο: κουρτίνες, χαρτομάντηλα, φορέματα και αλλατιέρες – τόσο ρομαντική είναι η ματιά της απέναντι στον κόσμο που μονάχα σε ασπρόμαυρο μπορεί να τον δει (κανείς ρομαντικός δεν αντέχει τις γκρίζες ζώνες).
Κι εκείνος «απαντά» με ποίηση που δεν της διαβάζει ποτέ. Ενδιαμέσως συναντά πλήθος ποιητών μόνο που, με τη εξαίρεση ενός δεκάχρονου κοριτσιού, δεν έχουν επίγνωση της ποιητικής τους φύσης. Γιατί δεν είναι μονάχα ο Πάτερσον που σκαρφίζεται ποιήματα απέριττης κοψιάς: Η ποίηση εδώ μοιάζει να είναι το αόρατο νήμα που ενώνει όλους εκείνους τους ανθρώπους που, υπό άλλες συνθήκες, δε θα συναντιόντουσαν ποτέ. Και οι πορείες τους, δεν φτάνουν ποτέ στο τέλος της γραμμής: κάθε άνθρωπος μοιάζει να έχει έναν δίδυμο εαυτό, το λεωφορείο της γραμμής θα χαλάσει διακόπτοντας το ταξίδι των επιβατών, ακόμα και ο Πάτερσον, σε κάθε επιστροφή του προς το σπίτι, αποφεύγει συνεπώς την ίδια πινακίδα («Ends») που στέκεται πεισματικά, αριστερά του κάδρου. Και ο Μασατόσι Μαγκάσε, ο Ιάπωνας ποιητής που εμφανίζεται στο τέλος, θα υπενθυμίσει τόσο στον Πάτερσον όσο και σ’ εμάς, πως την ποίηση δεν τη συναντάμε, έτσι απλά, στην «καθημερινότητα», ούτε σε κουρελιασμένα σημειωματάρια – παρά μόνο στους άλλους. «Ξεκινώ πάντα από την υπόθεση πως, στα τραγούδια, δεν αρέσει να τα ηχογραφούν» απάντησε κάποτε ο Τομ Γουέιτς, φίλος και συνεργάτης του Τζάρμους, όταν ερωτήθηκε για τον ιδιαίτερο ήχο των ηχογραφήσεων του. Κάπως έτσι έγραφε ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς.
Και κάπως έτσι γυρίζει ταινίες ο Τζιμ Τζάρμους.
Κι εκείνος «απαντά» με ποίηση που δεν της διαβάζει ποτέ. Ενδιαμέσως συναντά πλήθος ποιητών μόνο που, με τη εξαίρεση ενός δεκάχρονου κοριτσιού, δεν έχουν επίγνωση της ποιητικής τους φύσης. Γιατί δεν είναι μονάχα ο Πάτερσον που σκαρφίζεται ποιήματα απέριττης κοψιάς: Η ποίηση εδώ μοιάζει να είναι το αόρατο νήμα που ενώνει όλους εκείνους τους ανθρώπους που, υπό άλλες συνθήκες, δε θα συναντιόντουσαν ποτέ. Και οι πορείες τους, δεν φτάνουν ποτέ στο τέλος της γραμμής: κάθε άνθρωπος μοιάζει να έχει έναν δίδυμο εαυτό, το λεωφορείο της γραμμής θα χαλάσει διακόπτοντας το ταξίδι των επιβατών, ακόμα και ο Πάτερσον, σε κάθε επιστροφή του προς το σπίτι, αποφεύγει συνεπώς την ίδια πινακίδα («Ends») που στέκεται πεισματικά, αριστερά του κάδρου. Και ο Μασατόσι Μαγκάσε, ο Ιάπωνας ποιητής που εμφανίζεται στο τέλος, θα υπενθυμίσει τόσο στον Πάτερσον όσο και σ’ εμάς, πως την ποίηση δεν τη συναντάμε, έτσι απλά, στην «καθημερινότητα», ούτε σε κουρελιασμένα σημειωματάρια – παρά μόνο στους άλλους. «Ξεκινώ πάντα από την υπόθεση πως, στα τραγούδια, δεν αρέσει να τα ηχογραφούν» απάντησε κάποτε ο Τομ Γουέιτς, φίλος και συνεργάτης του Τζάρμους, όταν ερωτήθηκε για τον ιδιαίτερο ήχο των ηχογραφήσεων του. Κάπως έτσι έγραφε ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς.
Και κάπως έτσι γυρίζει ταινίες ο Τζιμ Τζάρμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου