Πριν από πέντε περίπου χρόνια έπεσε στα χέρια μου η πτυχιακή ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι, μια μεταφορά του The Killers του Χέμινγκγουέι. Ένα φιλμ νουάρ 17 λεπτών, μικρό αριστούργημα. Στο τέλος των τίτλων όμως, ένα ελληνικό όνομα φιγούραρε δίπλα στο σκηνοθετικό credit, παρέα με αυτό του Pώσου κινηματογραφιστή: αυτό της Μαρίας Μπέικου. Παθαίνω σοκ. Ποιά Μαρία Μπέικου; Η γνωστή Μαρία Μπέικου; Τελικά ανακαλύπτω πως, ναι, επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο. Μυθική φιγούρα της Ελληνικής Αντίστασης και, στη συνέχεια, του ΕΛΑΣ, που μετά το τέλος του Εμφυλίου, βρίσκεται στη Μόσχα ως ελληνική φωνή της Σοβιετικής Ραδιοφωνίας, διαγράφοντας μια πορεία που διασχίζει την νεώτερη ελληνική ιστορία απ'άκρη σ'άκρη.
Η κουβέντα μου μαζί της, από τις πιο ευχάριστες στιγμές αυτής της δουλειάς.
(Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ταχυδρόμος)
Με τη λήξη του Β Παγκοσμίου, εσείς βρίσκεστε πάλι στα βουνά.
Ήμουν μαθήτρια γυμνασίου όταν οργανώθηκα στην Αντίσταση και, με το τέλος του πολέμου, ξεκίνησαν οι διωγμοί, η λευκή τρομοκρατία. Έφυγα για Ρούμελη. Η αποστολή μας ήταν να κρατάμε τον εχθρό στις κάτω περιοχές, ώστε οι άλλες μάχες μας να είναι νικηφόρες. Επί τρεις μήνες πολεμούσαμε το πρωί, με τα πιο σύγχρονα όπλα απέναντι μας, που δε μας άφηναν σε χλωρό κλαρί. Και το βράδυ πορεία. Τρεις μήνες χωρίς σταματημό. Και ο Εθνικός Στρατός περνώντας από τα χωριά, έμπαινε στα σπίτια και πυροβολούσε τους τεντζερέδες.... Η πείνα και η ξυπολυσιά δεν περιγράφεται.
Ήσασταν τυχερή που επιβιώσατε.
Ήταν τυχαίο . Έχετε δίκιο. Πήραμε βέβαια το Καρπενήσι και μετά έγινε και η πανελλαδική συνδιάσκεψη γυναικών στο Βίτσι.
Ήσασταν παρούσα εκεί;
Ναι, φυσικά και πήγα. Αρρώστησα όμως. Δεν μπορούσα να επιστρέψω στη Ρούμελη. Είχε αρχίσει άλλωστε να... φθείρεται το πράγμα. Και στο τέλος του '49 ήρθε η ήττα. Η πιο θλιβερή στιγμή της ζωής μου, τότε που παρέδωσα τα όπλα. Στη Βάρκιζα ήταν... Μας έβαλαν σε πλοία και αφού περάσαμε τα Δαρδανέλια και την Κασπία φτάσαμε, με τρένο, στη Τασκένδη.
Δύσκολη η προσαρμογή;
Ε, ήταν κάτι το άγνωστο για εμάς. Δύσκολα χρόνια – εργαζόμουν σε ένα εργοστάσιο τότε. Ζούσαμε σε θαλάμους, δίπλα στα εργοστάσια - νομίζω ότι είχαν κατασκευασθεί από τους Ιάπωνες, τα χρόνια του Πολέμου. Ήμουν στην 4η Πολιτεία και η δουλειά μου ήταν να επενδύω ηλεκτρικά καλώδια με λάστιχο. Αλλά ο κόσμος μας αγκάλιασε. Ήμασταν μαθημένοι στη δουλειά κι εμείς, αλλά μας περιποιήθηκαν πάρα πολύ. Θυμάμαι, μας ρωτούσαν, τι θέλετε να φάτε; “Φασόλια” τους λέγαμε, αλλά δεν ήξεραν πως να τα φτιάξουν οι άνθρωποι. Ε, μετά ζητήσαμε και μάγειρα, και μας τον έφεραν! Που και που έβλεπα στα χωράφια κάτι ραδίκια τεράστια που τα λιμπιζόμουν... Αλλά δεν μ' άφηναν να τα κόψω. “θα πάθεις τίποτα” μου έλεγαν. Δεν ήξεραν ότι εμείς τα τρώγαμε... Από την άλλη βέβαια, κάποιες κοπέλες δεν έβγαιναν από τους θαλάμους τους. “Γιατί μας φέρατε εδώ;” έλεγαν... Κι όμως, στο τέλος ο κόσμος προσαρμόστηκε, Πολλοί σπούδασαν έγιναν σπουδαίοι επιστήμονες σε όλους τους τομείς. Ήμασταν και είμαστε περήφανοι γι αυτό. Για όλα είμαστε περήφανοι...
Και πως βρεθήκατε στη Μόσχα;
Χάρη στη φωνή μου! Η Ραδιοφωνία χρειαζόταν μια γυναικεία φωνή. Έτσι, μετά από διαγωνισμό, με επέλεξαν για να παρουσιάζω την ελληνική εκπομπή του Σοβιετικού ραδιοφώνου.
Ποιά γεγονότα κάλυπτε αυτή η εκπομπή;
Τα πάντα. Ό,τι συνέβαινε στον κόσμο. Συνολικά μεταδίδαμε τρεισήμισι ώρες ελληνικού προγράμματος κάθε μέρα. Εκεί, δύο πράγματα τους ζήτησα. Να γραφτώ στο κινηματογραφικό ινστιτούτο, και να μπορώ να στέλνω λεφτά στον άνδρα μου, τον Γεωργούλα Μπέικο, που ήταν φυλακισμένος.
Πόσο καιρό πέρασε στη φυλακή;
Τον άνδρα μου έκανα να τον δω πολλά χρόνια – δεκατέσσερα από αυτά ήταν φυλακισμένος. Και όταν βγήκε, τον διαπίστευσαν στη Μόσχα γιατί εγώ δεν είχα διαβατήριο – κανένας από εμάς τους πολιτικούς πρόσφυγες δεν είχε – αλλά ευτυχώς, ο Λεωνίδας Κύρκος, με τον οποίο ήταν στο ίδιο κελί, βοήθησε και τον διαπίστευσαν ως ανταποκριτή της Αυγής. Τον παίδεψαν ενάμισι χρόνο όμως. Δεν του έδιναν διαβατήριο. Του έλεγαν “να φύγεις και να μην ξανάρθεις”. Και εκείνος έλεγε “εγώ είμαι έλληνας πολίτης”. Και μια μέρα έλαβα το τηλεγράφημα από τον Λεωνίδα που έλεγε “έρχεται με το τάδε πλοίο στην Οδησσό, να πας να τον συναντήσεις”. Πολύ αργότερα έμαθα ότι ο άνδρας μου ήταν καταδικασμένος σε θάνατο...
Απερίγραπτη η συγκίνηση φαντάζομαι.
Θα ανταμώναμε ύστερα από δεκάξι χρόνια, καταλαβαίνετε. Το πρωί της 6ης Απριλίου θα έφτανε το καράβι. Και, το προηγούμενο βράδυ, με πήγαν ο Αντρέι (Ταρκόφσκι) και η γυναίκα του η Ήρα, σε ένα γεωργιανό εστιατόριο. Έτρεχαν τα δάκρυα, έκλαιγε και η Ήρα. “Μάσα, όλα θα πάνε καλά” μου έλεγε ο Αντρέι. Ο οποίος είχε μια... “συνήθεια”. Όπου πήγαινε, έπαιρνε κάτι. Ένα σταχτοδοχείο, ένα κλειδί, τέτοια μικροπράγματα.
“Ενθύμια”, ας πούμε.
Ναι, ενθύμια! Είχε γεμίσει το σπίτι του με αυτά. Και πήρε ένα πιρούνι και... μου το χάρισε για γούρι, αντί να το κρατήσει. Με πήγαν στο αεροδρόμιο, με έβαλαν στο αεροπλάνο και έφυγαν... Και όταν γυρίσαμε μαζί στη Μόσχα, φτάνω στο σπίτι και βλέπω μια παροικία ελληνική: ο Γιώργος Σεβαστίκογλου με τη γυναίκα του, ο Μάνος ο Ζαχαρίας, ο Δημήτρης ο Σπάθης, ένα τραπέζι γεμάτο με ότι μπορούσε να βρεθεί εκείνα τα χρόνια... Και ο Αντρέι φυσικά.
Πως πρωτογνωριστήκατε με τον Ταρκόφσκι;
Την πρώτη μέρα που μαζευτήκαμε στη σχολή κινηματογράφου. Ο σπουδαίος Μιχαήλ Ρομ συγκέντρωσε δεκαπέντε μαθητές για εκείνη τη χρονιά. Ήμασταν πέντε κορίτσια και δέκα αγόρια. Και ζήτησε από τον καθένα μας να πει δυο λόγια για τον εαυτό του. Από που κρατάει η σκούφια του, που λέμε. Ήρθε και η σειρά μου, και άρχισα να μιλώ για την Ελλάδα, την αντίσταση, τις δυσκολίες που πέρασε η χώρα μας στη διάρκεια της Κατοχής, για τα χρόνια μου στον ΕΛΑΣ και στον Δημοκρατικό Στρατό, αλλά και για όλα αυτά που τραβήξαμε μετά. Τις επεμβάσεις, τον εμφύλιο... Τα έχασαν! Συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή ότι δεν είχαν γνώριζαν τίποτα για την Ελλάδα, κι ας πέρασαν τον ίδιο πόλεμο που περάσαμε κι εμείς... Ο Ρομ με συμπάθησε αμέσως. Και έλεγε στα παιδιά: “την Μαρία να την προσέχετε!”. Οι συμμαθητές μου με πολιόρκησαν. Όλοι ήθελαν να μάθουν για την Ελλάδα. Και περισσότερο απ'όλους, ο Αντρέι. Γίναμε αμέσως φίλοι. Όπως και με την μετέπειτα γυναίκα του, την Ίρμα. Με βοηθούσαν πολύ και με τα διαβάσματα μου, γιατί δεν γνώριζα ακόμη τόσο καλά τη γλώσσα. Ο Αντρέι που λέτε, ενδιαφέρθηκε πολύ για την Ελλάδα. Ήξερε τους αρχαίους συγγραφείς βέβαια, ήταν πολύ διαβασμένος, αλλά τον ενδιέφερε πολύ η σύγχρονη Ελλάδα. Τέλος πάντων, έτσι ξεκίνησαν οι σπουδές μου.
Με την δουλειά στο ραδιόφωνο πως τα φέρνατε βόλτα;
Μου έφτιαξαν ένα πρόγραμμα κάπως ελαστικό, αρκετά έτσι ώστε να μην χάνω τα μαθήματα και να βρίσκομαι εγκαίρως στο ραδιόφωνο για την ελληνική εκπομπή. Ούτε πρόβες έχανα, ούτε εξετάσεις. Με βοήθησαν πολύ οι συμμαθητές μου.
Ήταν δημοφιλής στη σχολή ο Ταρκόφσκι;
Πάρα πολύ. Γιατί είχε χιούμορ! Ήταν από τα πειραχτήρια, που λέμε... Αλλά και φίλος καλός. Με ρωτούσε συχνά για τον άνδρα μου, τον Γεωργούλα Μπέικο
Και πως αποφασίσατε να γυρίσετε μαζί μια μικρού μήκους ταινία;
Κοιτάξτε, στο τρίτο έτος της σχολής, o καθένας μας έπρεπε να γυρίσει από μια ταινία μικρού μήκους. Για την ακρίβεια, ο όρος ήταν “100 μέτρα φιλμ”. Τότε είχε μόλις μεταφραστεί ο Χέμινγκγουέι στη Μόσχα και οι “Φονιάδες” 'ήταν ένα διήγημα που γοήτευσε τον Αντρέι. Ο οποίος ήρθε και με βρήκε λέγοντας μου “Μάσα, από το να κάνουμε ο καθένας τα δικά του, θα ήταν καλό να μαζευτούμε τρεις και να γυρίσουμε αυτό”. Πήγαμε στον Ρομ, του ζητήσαμε την άδεια και αυτός μας το επέτρεψε. Θυμάμαι ότι έψαχνα να βρω μπουκάλια με δυτικές ετικέτες και όχι με σοβιετικές, για να διαμορφώσω τον χώρο του μπαρ – ζήτησα βοήθεια απ'όλους τους συναδέλφους μου στο ραδιόφωνο!
Η φιλία σας όμως συνεχίστηκε και μετά την αποφοίτηση σας.
Ναι, βέβαια. Ερωτεύτηκε άλλωστε τόσο πολύ την Ίρμα... Μόνο εγώ το ήξερα! Και προσπαθούσα να πείσω την Ίρμα να... ανταποκριθεί κάπως. Τον φοβόταν τον Αντρέι, όμως τελικά ενέδωσε. Εμείς βέβαια νομίζαμε ότι μονάχα οι τρεις μας το γνωρίζαμε, αλλά ο κόσμος το'χε τύμπανο... Μετά γύρισε τα Παιδικά Χρόνια του Ιβάν και ήρθε η παγκόσμια αναγνώριση με το βραβείο στη Βενετία.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, πως ζήσατε εσείς τον Ταρκόφσκι;
Μαζευόμασταν σπίτι μου για καιρό. Ήμουν η μόνη που είχε διαμέρισμα στην παρέα, ο Αντρέϊ έμενε με την μητέρα του και την αδελφή του. Καταπληκτική γυναίκα η μάνα του, έκανε τα πάντα για τα παιδιά της. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, ξέρετε. Και η αγάπη προς την μάνα “έγραψε” στον Ιβάν. Και στον Καθρέφτη ακόμη περισσότερο. Μετά τον Ιβάν πάντως συγκεντρωνόμασταν στο διαμέρισμα μου, και εκεί έγινε η προετοιμασία για τον Αντρέι Ρουμπλιόφ. Είχε φέρει ο Αντρέι παράνομα στη χώρα μία Βίβλο από τη Βενετία! Ταλαιπωρήθηκε πολύ με αυτή την ταινία...
Δεν άρεσε καθόλου στο καθεστώς.
Του ζητούσαν συνεχώς να την κόψει και αυτός αρνιόταν. Έτσι έμεινε δυο χρόνια η ταινία στο ράφι. Τους ενοχλούσαν πολύ οι παγανιστικές νύξεις, το θρησκευτικό της συναίσθημα... Λες και δεν ήταν η εποχή τέτοια! Δεν καταλάβαιναν το κακό που έκαναν....
Μέχρι που αναγνωρίστηκε η αξία της στο εξωτερικό.
Μα μονάχα τότε υποχωρούσαν! Αλλά και τότε τι έκαναν; Έθαβαν την ταινία στη κυριολεξία, ακόμη και όταν επέτρεπαν την προβολή της. Γιατί κάθε έξοδο μιας ταινίας οφείλει να συνοδεύεται από κάποια διαφημιστική προπαγάνδα. Ε, για τον Ρουμπλιόφ δεν ακούστηκε λέξη. Βγήκε η ταινία σε ελάχιστες, απόμακρες αίθουσες, δίχως να γραφτεί το παραμικρό στις εφημερίδες, ούτε λέξη για το ποια είναι αυτή η ταινία!
Είχε και με τις επόμενες ταινίες του ανάλογα προβλήματα;
Όχι, όχι τόσο σημαντικά τουλάχιστον.
Αναγκάστηκε όμως να αφήσει τη Ρωσία. Ή κάνω λάθος;
Δεν αναγκάστηκε! Απλά, όταν η ταινία του, η Νοσταλγία, προτάθηκε για βραβείο στις Κάννες, ο Σεργκέι Μποντρατσούκ (σ.σ. του επικού “Πόλεμος και Ειρήνη”) ψήφισε εναντίον του. Και αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ένας ρώσος συνάδελφος τον “έριξε” έτσι. Με παρακίνηση της δεύτερης γυναίκας του, την οποία ποτέ δεν γνώρισα, άφησε την Ρωσία. Και ήταν δυστυχισμένος γι'αυτό. Η ασθένεια που τον χτύπησε, για μένα, οφείλεται και στο μαράζι του αυτό. Με είχε πάρει τηλέφωνο όταν γύριζε τη Θυσία και μου είχε πεί “ετοιμάζω μια ταινία που θα σου αρέσει πολύ”. Και θυμόμασταν τα χρόνια μας στη σχολή, τότε που δουλεύαμε αυτοσχεδιαστικά, πάνω σε ιστορίες που τους έλεγα από τα χρόνια μου στην Αντίσταση...
Σκέφτομαι συχνά το πως αξιοποίησε κινηματογραφικά το τραύμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου το ιταλικό σινεμά, με τα νεορεαλιστικά αριστουργήματα του (“Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη”, “Κλέφτης ποδηλάτων”) σε σχέση μ'εμάς.
Ούτε κι εγώ το κατάλαβα! Αυτή η πλήρης απαξίωση... Είναι μεγάλο παράπονο μου αυτό. Για όλους μας είναι. Για όλους εμάς που μείναμε ζωντανοί, που βιώσαμε αυτή την περιπέτεια. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις, με κυριότερη το “Ξυπόλυτο Τάγμα”. Γύρισε βέβαια ο Αγγελόπουλος εκείνη την τριλογία που αναφέρεται σ'αυτά τα γεγονότα αλλά αυτό είναι σταγόνα του ωκεανού.
Έστω... Σας καλύπτουν εσάς αυτές οι ταινίες; Του Αγγελόπουλου εννοώ.
Όχι, δεν με καλύπτουν. Πως να σας το πω... Είναι περισσότερο ένα άλλο βλέμμα πάνω στην Ιστορία, αλλά την ίδια την Ιστορία, όχι, δεν αισθάνομαι ότι την αξιοποίησε. Εμείς, οι Έλληνες, είχαμε την πιο δυνατή αντίσταση σε σχέση με όλους τους άλλους Ευρωπαίους. (Σ.σ.: την πιάνω να χαμογελάει)
Γιατί χαμογελάτε;
Ξέρετε, άνοιξα την τηλεόραση τις προάλλες, και έπεσα πάνω στον Μητσοτάκη. Τον έπιασα να μιλά για την ξεχωριστή δράση των Ελλήνων, των Ρώσων και των Γιουγκοσλάβων. Και τα έχασα. Ήταν λίγο περίεργο. “Μωρέ μπράβο”, σκέφτηκα. Ακόμη και ο Μητσοτάκης το παραδέχεται...