Ο Τέρι Χόκινς έχει μόλις αποφυλακιστεί. Αποφασίζει να
παραδώσει το αριστούργημά του. Βαρέθηκε όλη του τη ζωή κατά παραγγελία – «κάνε
αυτό, κάνε εκείνο». Θέλει να δείξει ποιος είναι. Περισσότερο τον ενδιαφέρει να
αποδείξει τι μπορεί να κάνει. Οι πόρτες είναι όλες κλειστές. Το ταλέντο του τον
πνίγει.
Πολύ πριν το double click
κατέβασμα και πολύ πριν την online
παραγγελία του ολοκληρωμένου διπλού DVD που ανέδειξε την ταινία, η αναγκαστικά
offline αναζήτηση
οποιουδήποτε στοιχείου για το Last House on Dead End Street την είχε εκτοξεύσει
στη σφαίρα του μύθου, όπου και εμφανιζόταν περιοδικά στις συζητήσεις ξαναμμένων
ταινιοφάγων που «ήθελαν κάτι περισσότερο». Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να την
είχες προσπεράσει «ξεφυλλίζοντας» τις ταινίες σε κάποια βιντεοκλάμπ έφοδο πίσω
στα 90s, η ιδέα ότι ενδέχεται
να τη δεις (όχι να γίνει δικιά σου, γιατί καλή η μανιώδης συλλογή αλλά τότε
ακόμα μιλούσαμε για τη λαχτάρα του να ΔΕΙΣ μια ταινία) ξεσήκωνε εφηβικά ρίγη. Στόμα
με στόμα, μάγευε η ιδέα μιας ταινίας τόσο άγνωστης προέλευσης, τόσο ξώφαλτσα
προσπερασμένης, τόσο μαεστρικά κρυμμένης, ενός συνόλου των horror ονείρων
με τη μορφή μιας βιντεοκασέτας.
Το Last House on Dead End Street ήταν για πάρα πολλά χρόνια ακριβώς αυτό: μία πάντοτε σπάνια
ταινία κάποιου Victor Janos σε μία 78λεπτη εκδοχή της αρχικής τρίωρης διάρκειας της (η
οποία έχει χαθεί οριστικά) που κουβαλούσε τη φήμη του snuff και κανείς
δεν ήξερε τίποτα γύρω από αυτήν. Μέχρι το 2000, όταν ο Ρότζερ Γουότκινς
αναγνώρισε το πνευματικό του παιδί μέσα σε μία διαδικτυακή συζήτηση, δίνοντας
λεπτομέρειες για το καστ που αποτελούταν από φίλους και συμφοιτητές από το
θεατρικό τμήμα της σχολής του, η ψευδωνυμία των οποίων κράτησε το μύθο του snuff ζωντανό
για κάποιο καιρό ακόμα. Η κυκλοφορία της ταινίας σε DVD περιορισμένου αριθμού αντιτύπων
έδωσε όλες τις απαντήσεις και γνώρισε την ταινία σε πολύ περισσότερο κόσμο,
κρατώντας την καλά όμως σαν κρυμμένο μυστικό, τηρουμένων των αναλογιών της
εποχής.
Γυρισμένο το 1972 και με πρώτη κυκλοφορία το 1977, το Last House on Dead End Street πέρασε
από 40 κύματα για να δει το φως το κόσμου – το σκοτάδι της αίθουσας δηλαδή,
ανάμεσα σε δικαστικές διαμάχες του Ρότζερ Γουότκινς όταν μία από τις
πρωταγωνίστριές του τον μήνυσε ανησυχώντας ότι αυτός ο σκοτεινός εφιάλτης θα
στεκόταν εμπόδιο στην Broadway καριέρα της, σε τρίωρα cut που εν μία νυκτί γίνονταν 70κάτι
λεπτά κατά βούληση των διανομέων και σε καταστροφικά voice over γιατί
ο πενιχρός προϋπολογισμός δεν άφηνε κανένα άλλο περιθώριο. Βλέπετε, το αρχικό
μπάτζετ των 3000 δολαρίων κατέληξε στα 800 δολάρια πριν το γύρισμα, καθώς τα
υπόλοιπα ήταν απαραίτητα για τις προμήθειες του εθισμένου στην αμφεταμίνη
Γουότκινς και των φίλων του.
Όχι βέβαια ότι θα χρειαζόταν έναν αβανταδόρικο μύθο μία
τέτοια αδιανόητη εμπειρία δυναμικής καθαρά φιλμικής που ξεκινάει ορμητικά από το
πρώτο καρέ και δεν τελειώνει ποτέ.. Όλα λειτουργούν τέλεια, κάθε ξοδεμένο για
σπιντ δολάριο από το μπάτζετ αντιστοιχούσε σε ένα παραπάνω ψυχεδελικό reverb στους
κακοηχογραφημένους διαλόγους, σε μία πιο ακραία ερμηνεία του σκηνοθέτη αλλά και
πρωταγωνιστή Γουότκινς (“I'm directing this fucking movie!” θα ουρλιάξει σε
κάποια στιγμή στην ταινία), σε έναν πιο ακραίο φόνο, σε ένα μείγμα των πιο
άρρωστων δυσαρμονιών που ανασύρθηκαν από μια βιβλιοθήκη τραγουδιών για εμπορική
χρήση. Λειτουργούν τέλεια γιατί συνθέτουν έναν διαχρονικά απόλυτο
κινηματογραφικό εφιάλτη, σχεδόν χειροπιαστό, ένα ακραίο exploitation του
οποίου η εντελώς απροσδόκητη και σχεδόν γεωμετρική κινηματογραφική αρετή
ξεπερνά το όποιο είδος. Η παραισθησιογόνα του ατμόσφαιρα μόλις που προετοιμάζει
για το τελευταίο μισάωρο μιας ταινίας που σοκάρει όσο καμία για να μιλήσει τελικά
για έναν μαύρο κι άραχνο κόσμο όπου η αδικία πρωταγωνιστεί. Μεγαλύτερη αδικία
όλων, το ότι η ίδια η ταινία παραμένει τόσο παραγνωρισμένη. Έχουν γίνει ταινίες
για την ελευθερία στη δημιουργία αλλά καμία δεν υπήρξε τόσο υπερβατικά
μηδενιστική, τόσο διαβρωτικά ευθεία, τόσο σοκαριστικά αποφασισμένη.
Πάνος Τράγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου