Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Blade Runner 2049 (2017)


Απέτυχε εμπορικά στην εποχή του. Οι δε κριτικοί (στην Αμερική τουλάχιστον) δεν κατάλαβαν ποτέ περί τίνος πρόκειται. Κι όμως, σήμερα μιλούμε γι αυτό με σεβασμό και δέος: Το Blade Runner που ο Ρίντλεϊ Σκοτ σκηνοθέτησε το 1982, συνδύασε το φιλμ νουάρ και την επιστημονική φαντασία (παρουσιάζοντας, ουσιαστικά, την πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτού που αποκαλούμε cyberpunk) για να χτίσει μεθοδικά μια ιστορία που αμφισβητεί τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος – ένα από τα παλαιότερα φιλοσοφικά ερωτήματα της ανθρωπότητας που, απ’ ότι φαίνεται, εξακολουθούσε να προκύπτει το 2019 (το έτος που διαδραματίζεται το πρώτο φιλμ). 

Έτσι, στο μέλλον, οι άνθρωποι θεωρούν πως τα ανδροειδή, τα οποία αποκαλούν «ρέπλικες», δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μηχανές, πολύπλευρες μεν, αλλά μηχανές κατασκευασμένες να λειτουργούν ως «δούλοι» και να εξερευνουν άλλους, μελλοντικά κατοικήσιμους πλανήτες - αναλώσιμα υποκατάστατα των ανθρωπίνων διοικητών τους. Η ίδια «πλεύση» υπάρχει και σ’ αυτό το νέο, υπέροχο φιλμ που σκηνοθετεί ο Ντενί Βιλνέβ: Αν κάποιος εγκαθιστά μια «άρτια» τεχνητή νοημοσύνη σε ένα σώμα που δείχνει ανθρώπινο (και ενεργεί ως τέτοιο), δε θα είχαμε να κάνουμε με μια «ανθρώπινη» κατασκευή; Και το δόγμα ισχύει και αντίστροφα: Αυτό, δεν καθιστά τον άνθρωπο μια μηχανή και τίποτα παραπάνω; 

Οι θαμώνες των multiplex που αρέσκονται σε σαράντα χιλιάδες εκρήξεις το δευτερόλεπτο, ενδέχεται να μην καλοπεράσουν. Το «Blade Runner 2049» διαρκεί περίπου τρεις ώρες, η δράση (προφανώς) δεν είναι συνεχής, τα ερωτήματα που θέτει η ταινία είναι βαθιά και σημαίνοντα, οι συμβολισμοί συχνοί, η θλίψη ατέρμονη. Είναι όμως και μια ταινία συγκλονιστικής ομορφιάς όπου κάθε πλάνο κουβαλά ταυτόχρονα και μια μεγάλη κινηματογραφική κληρονομιά (οι αναφορές στην ιστορία του σινεμά είναι τόσες που, πιθανότατα, θα γέμιζαν αυτή τη σελίδα), ενώ την ίδια στιγμή υποστηρίζει όλα αυτά τα προαναφερθέντα ερωτήματα που ο Βιλνέβ αφηγείται με μια γραφή βαθιά εσωτερική, κάτι που την ευθυγραμμίζει πλήρως με το πρώτο αριστουργηματικό φιλμ. Και πίσω απ’ όλα αυτά, το ζήτημα της μνήμης, που μας καθορίζει. 

Όπως και στο πρώτο φιλμ, η θλίψη πηγάζει από μια ιδέα, ένα concept του μέλλοντος που πατά πάνω σε ένα θεώρημα - ένα θεώρημα που ποτέ δεν "ακούγεται" καθαρά στα δυο φιλμ: Κάθε έτος, κάθε μήνας, κάθε δευτερόλεπτο τεχνολογικής εξέλιξης "σβήνει" σιγά - σιγά τον ανθρώπινο παράγοντα από το χάρτη της μνήμης και του πεπρωμένου. Αλλά τι συνιστά έναν ανθρώπινο παράγοντα; Το λάθος. Η αβλεψία. Γι αυτό και ο ήρωας που ενσαρκώνει - εξαιρετικά - ο Ράιαν Γκόσλινγκ θεωρεί, εσφαλμένα, πως είναι ο εκλεκτός σωτήρας της γενιάς του. Αυτό είναι που τον οδηγεί στην Ανθρώπινη Κατάσταση, αυτό είναι που δίνει στη ζωή του νόημα - έστω κι αν αυτό το νόημα έρχεται τόσο αργά.

Βλέπετε, μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να ζούμε μέσα από τα παραμύθια που οι γονείς μας αφηγούνται – και κάποια στιγμή, τα παραμύθια παύουν να «λειτουργούν». Έτσι, ζούμε μέσα στις ιστορίες που φτιάχνουμε. Κι όταν και αυτές δείχνουν να ξεφτίζουν, να χάνουν τη λειτουργία τους, συνειδητοποιούμε πως η τελευταία που μόλις ζήσαμε ήταν αληθινή.

Και πως η ζωή έχει ήδη ξεκινήσει.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019

Silence (2016)



Τριάντα χρόνια αναζητούσε χρηματοδότες για τη «Σιωπή» ο Μάρτιν Σκορσέζε, αλλά η εποχιακή συγκυρία της ολοκλήρωσης αυτού του «έργου ζωής» δεν είναι τυχαία: Ο Πάπας Φραγκίσκος, κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, είναι ο πρώτος στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας που προέρχεται από το τάγμα των Ιησουιτών. Στην Ελλάδα, οι πρώτοι εξ αυτών εμφανίστηκαν στα δυτικά καράβια που στάθμευαν στα νησιά μας από το 1560 (ως «πνευματικοί» των ναυτών») ενώ η πρώτη αποστολή έγινε το 1583, όταν οκτώ Ιησουίτες (πέντε Γάλλοι και τρεις Ιταλοί) εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη: Ο θάνατος των τριών από πανούκλα διέκοψε το ιεραποστολικό έργο τους το 1586. Οι Ιησουίτες όμως προσπάθησαν να «κερδίσουν νέες ψυχές για το Θεό» σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ένας εκ των συνιδρυτών του Τάγματος, ο Φραγκίσκος Ξαβιέ, ευγενής από τη Ναβάρρα, βρήκε ένα τέχνασμα για να προσηλυτίσει τους «άπιστους» Ιάπωνες: Χρησιμοποίησε τον όρο «Dainichi» (κενός Βούδας) για το χριστιανικό θεό, προκειμένου να προσαρμόσει την ιδέα τού στις τοπικές αντιλήψεις – και έτσι έγινε δεκτός από τους μοναχούς. Η στάση τους γρήγορα εξελίχθηκε σε εχθρική: ο Ξαβιέ άλλαξε αιφνιδιαστικά – και μάλλον αλαζονικά – τον όρο σε «Deusu» (εκ του λατινικού) Deus κι εκείνοι αντελήφθησαν αμέσως πως ο τελευταίος ευαγγελιζόταν μια θρησκεία αντίπαλη της δικής τους.

Στο φιλμ που μας απασχολεί, ο Πορτογάλος ιεραπόστολος Σεμπαστιάου Ροντρίγκες (Άντριου Γκάρφιλντ), φτάνει στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα μαζί με τον ιεραπόστολο Γκάρπε (Άνταμ Ντράιβερ) για να εμψυχώσει τους καταπιεζόμενους «προσαρτημένους» Ιάπωνες, αλλά και να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την αποστασία του ιεραπόστολου Φερέιρα (Λίαμ Νίσον), ο οποίος φημολογείται πως πρόδωσε τη πίστη του. Και ο Ροντρίγκες όμως θα υποφέρει γι Αυτήν, αντιμέτωπος με τη σιωπή του Θεού – αν υποθέσουμε δηλαδή πως είναι «πανταχού παρών» όπως δείχνει να πιστεύει ο ίδιος ο Σκορσέζε που αφιερώνει την ταινία στους αγώνες του τάγματος. Δε θα έπρεπε να μας παραξενεύει αυτό το τελευταίο: Μεγαλωμένος στις κακόφημες ιταλο-αμερικανικές συνοικίες της Νέας Υόρκης (σε αυστηρά Ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον) ο Σκορσέζε θήτευσε ως παπαδοπαίδι. Η δε φιλία του με έναν ιερέα που μοιραζόταν την αγάπη του για τον κινηματογράφο, αποδείχθηκε τόσο σημαντική που, ως έφηβος πλέον, αναζήτησε μια καριέρα στην ιεροσύνη. «Ίσως γύρευα μια απάντηση στο πώς κάποιος αγγίζει την ευτυχία» θα πει αργότερα - λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν ολόκληρη την φιλμογραφία του. Δε θέλει πολλή σκέψη: Οι αντι-ήρωες του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου Ειδώλου» αλλά και ο Μεσσίας του «Τελευταίου Πειρασμού» αναζητούν πεισματικά παρηγοριά σε μια κάποια ευτυχία, και ο Σκορσέζε, που αναζήτησε την Χριστιανική αγάπη μέσα από το σινεμά, την ανακάλυψε στην οδύνη, στον δρόμο για τον Γολγοθά. Δεν υπάρχει Σκορσεζικός ήρωας που να μην κουβαλά τον δικό του «σταυρό». Η «Σιωπή» αποτελεί το αποσταγμα αυτού του Σκορσεζικού προβληματισμού.

Δυστυχώς, η ταινία «θολώνει» τα νερά εκεί ακριβώς που η μυθοπλαστική διαδρομή μοιάζει να συστέλλεται. Επίσης, δεν διαθέτει έναν ισοβαρή πρωταγωνιστή. Κακά τα ψέματα, ο Άντριου Γκάρφιλντ είναι τουλάχιστον ανεπαρκής. Έχω την αίσθηση πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης το αντιλαμβάνεται. Γι αυτό και οι πολιτικές – δηλαδή οι αποικιοκρατικές – αιχμές των ιστορικών γεγονότων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο υπαρξιστικό δράμα του μαρτυρικού ήρωα που όμως εκθέτει ακόμη περισσότερο τις αδυναμίες του φωτογενή σταρ, ειδικά σε σχέση με τους Ιάπωνες συναδέλφους του – όλοι τους εξαιρετικοί και, κυρίως, έχουν καταλάβει απόλυτα σε ποια ταινία παίζουν και τι ερωτήματα έχουν κλιθεί να απαντήσουν. Διόλου τυχαίο επίσης που οι μεγάλες στιγμές του φιλμ είναι εκείνες όπου κυριαρχεί στ’ αλήθεια η σιωπή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις κορυφαίες του Καρλ Ντράγιερ, στοιχεία από το σινεμά του οποίου δανείζεται με ευλάβεια ο Σκορσέζε, μάλλον επειδή ο ίδιος θεωρεί πως πλέον καταπιάνεται με μια «πεθαμένη» τέχνη. Το δήλωσε άλλωστε στην πιο πρόσφατη συνέντευξη του: «Το σινεμά με το οποίο μεγάλωσα έχει πεθάνει. Δεν έχει πια τη σημασία που είχε στους νέους της δικής μου εποχής. Τα πρώτα γουέστερν, ο ”Λόρενς της Αραβίας”, το “2001”, αυτές οι πρωτόγνωρες εμπειρίες έχουν αντικατασταθεί από ταινίες που μοιάζουν με ατραξιόν σε λούνα-παρκ». Μόνο μέσα από αυτή τη ματιά η «Σιωπή» μοιάζει να βρίσκει τη θέση που της αρμόζει στο Σκορσεζικό σύμπαν: Μια λαβωμένη, αλλά ισχυρή ταινία για τους τελευταίους Πιστούς σε μια άγονη Γη («η Ιαπωνία είναι ένας βάλτος όπου τίποτα δε φυτρώνει», ακούμε στο φιλμ), από έναν εκ των τελευταίων Πιστών ενός σινεμά που κανείς δεν εκτιμά πια.

Για τον George A. Romero



Φεστιβάλ Βενετίας, έτος 2010.  Ο Τζορτζ Ρομέρο είχε απογοητεύσει τους πάντες δυο χρόνια πριν, με το Diary Of The Dead, ένα φιλμ δήθεν νεανικό, δήθεν ρητορικό και διόλου εμπνευσμένο σε ότι αφορά τα ζουμερά φονικά του. Κι όμως, το Survival of the Dead που βλέπουμε εκείνη τη νύχτα είναι συγκλονιστικό! Σινεμασκόπ παραδοσιακή φωτογραφία, ρυθμός που σε πιάνει από τον γιακά, πολιτικές σημάνσεις ακριβείς και εξόχως δουλεμένες μέσα στην πλοκή, σφαχτάρια κωμικά και εμπνευσμένα, χαρακτήρες που αντιλαμβάνεσαι, και μια αριστουργηματική τελική σεκάνς που είναι ξεκαρδιστική και τραγική συνάμα. Το κοινό ξεθεώνεται να χειροκροτεί στην Pala Biennale αν και κάποιοι που ήρθαν απροετοίμαστοι έφυγαν τρέχοντας από την πρώτη μπομπίνα. Αμέσως μετά πάμε για ποτό αλλά εμένα το μυαλό μου είναι ακόμη στην ταινία. «Μπράβο στον παππού» αναφωνώ και προσπαθώ να κλείσω βιαστικά μια συνέντευξη για την επόμενη μέρα. Δυστυχώς, αποτυγχάνω.

Ο Τζορτζ Ρομέρο ανακάλυψε την ανθρωποφαγική ανάγκη των ζόμπι το 1968 με ένα θρυλικό, σήμερα, αριστούργημα, τη «Νύχτα Των Ζωντανών Νεκρών», αλλάζοντας μια για πάντα όχι μόνο το Φανταστικό αλλά και ολόκληρο το Αμερικάνικο Σινεμά. Ασπρόμαυρο για λόγους ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού (τα «επίκαιρα» γυριζόντουσαν επίσης σε ασπρόμαυρο φιλμ), βαθιά απεγνωσμένο και ουσιαστικά κυνικό, το φιλμ τοποθέτησε τον Τζορτζ Ρομέρο στο χάρτη μια για πάντα. Ο ίδιος προσπάθησε αν αποφύγει τη «στάμπα» αλλά επέστρεψε τελικά στο είδος με το αριστουργηματικό «Μάρτιν» το 1973, την ιστορία ενός απόμακρου εφήβου που μπορεί να είναι… βαμπίρ. Μπορεί όμως να είναι και ένας απελπισμένος έφηβος! Στις Κάννες το φιλμ αναγνωρίζεται θα είναι όμως η συνεργασία του με τον Ντάριο Αρτζέντο στο «Ξύπνημα των Νεκρών» του 1977 που θα φέρει τα πάνω – κάτω.

Στο φιλμ, τα ζόμπι κατακλύζουν τα απανταχού εμπορικά κέντρα. Γιατί; Μα επειδή το μόνο που έχει μείνει ζωντανό στον εγκέφαλο τους είναι το καταναλωτικό τους ένστικτο! Ξέρετε. όλοι νόμιζαν πως καταλάβαιναν το σινεμά του Ρομέρο – ελάχιστοι μελετητές του όμως αντιλήφθηκαν τις πραγματικές του προθέσεις (και φυσικά τον λάτρεψαν γι αυτές). Για παράδειγμα, έχει γραφτεί άπειρες φορές πως ο Ρομέρο πήρε μια ξεκάθαρη και συνειδητή πολιτική θέση όταν επέλεγε τον έγχρωμο Ντουέιν Τζόουνς για πρωταγωνιστή της «Νύχτας Των Ζωντανών Νεκρών». Το ημερολόγιο έγραφε 1968 θα μου πείτε, λογικό. Κι όμως ο Ρομέρο δήλωνε ξανά και ξανά πως η επιλογή αυτή έγινε «επειδή απλά ήταν ο καλύτερος ηθοποιός απ’ όλους μας». Το ίδιο συνέβαινε και με το «Ξύπνημα των Νεκρών»: «Έγραφαν κριτικές για τη λεπτότητα της σάτιρας μου, ενώ εγώ ήξερα πως είχα στήσει μια καρικατούρα – θέλω να πω, ποια λεπτότητα; Ολοφάνερα ήταν όλα!».

Θέλω να πω πως ο Τζορτζ Ρομέρο δεν ήταν απλά… «αριστερός». Ήταν βαθιά αναρχικός. Δεν τον ενδιέφερε απλά να χειραγωγήσει τους καημένους τους αστούς. Ήθελε να ανατινάξει την Δυτική Κοινωνία, και ό,τι αυτή αντιπροσώπευε. Δεν ήταν ούτε «ρατσιστής» ούτε «αντί-ρατσιστής» καθώς, για τον ίδιο, αυτές οι δυο ταμπέλες αποτελούσαν τις δυο όψεις του ίδιου ξεπεσμένου νομίσματος. Άλλωστε τα ζόμπι έχουν όλα το ίδιο χρώμα. Και αν μας καταβροχθίσουν όλους, τότε αυτή η νέα κοινωνία που θα προκύψει ίσως και να έχει κάποια ελπίδα. Τα ζόμπι παραμένουν στη σφαίρα του μύθου βέβαια. Από τις 16 Ιουλίου του 2017 όμως, ο Τζορτζ Ρομέρο πέρασε στην ίδια σφαίρα. Κι έτσι, μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε κι εμείς σε κάποια διάχυση ακτινοβολίας στην ανώτερη ατμόσφαιρα.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες