Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Ο Αλέξης και η Στέλλα, μοναχοί.


«Με καταδικάσατε όχι γι’ αυτά που αναφέρει η κατηγορία, αλλά γιατί σεβάστηκα τον εαυτό μου, γιατί ντράπηκα να σας πω ό,τι θα σας ήταν ευχάριστο, γιατί δεν καταδέχτηκα να κλάψω, να ξεπέσω σε καμώματα ανάξια, που εσείς τάχατε συνηθίσει από τους άλλους». Είναι τα τελευταία λόγια του Σωκράτη.

Κι όμως, θα μπορούσαν να είναι και τα τελευταία λόγια της Στέλλας, της ταινίας του 1955 που ο Κακογιάννης γύρισε βασισμένος στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Με αρκετή δυσκολία: ο προϋπολογισμός ήταν χαμηλός, τα τεχνικά μέσα εκείνη την εποχή ελάχιστα και η Μελίνα Μερκούρη – που ζωή Στέλλας έζησε μέχρι τέλους – με δυσκολία μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά στον ήλιο («όλα τα δοκιμαστικά της είχαν αποτύχει!» θα πει αργότερα ο σκηνοθέτης). Στο τέλος όμως η Στέλλα έλαμψε. Και έλαμψε ως η γυναίκα που διεκδίκησε το δικαίωμα της στην επιλογή. Την όποια επιλογή! Κάτι που τότε επιτρεπόταν μονάχα στις ηρωίδες του αρχαίου δράματος. Η Στέλλα όμως μπορεί να βλέπει το μαχαίρι και παρ’ όλα αυτά να μην αλλάζει πορεία. Ηρωίδα απολύτως μοναχική (ο Καμπανέλης άλλωστε πάντα υπογράμμιζε πως «το να γράψεις δράμα λόγω φτώχειας είναι λιγότερο δύσκολο από το να γράψεις το δράμα ενός ανθρώπου που υποφέρει από μοναξιά»). Εκεί υπάρχει μια άμεση σύνδεση με την Αρχαία Τραγωδία, σύνδεση που ο Κακογιάννης εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ανιχνεύοντας κάτω από το «χυδαίο, λούμπεν» κόσμο του Πειραιά (τα εισαγωγικά αφορούν την κριτική του Αντώνη Μοσχοβάκη στην «Επιθεώρηση Τέχνης» εκείνης της εποχής) μια μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας.

Δεν ήταν πάντως μόνο ο Μοσχοβάκης που ενοχλήθηκε. Ο Κώστας Σταματίου στην «Αυγή» ήταν ακόμη πιο οργισμένος: «Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ότι χαμηλότερο, ότι πιο "λούμπεν", ότι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα (…) Λευτεριά λοιπόν στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέσει, και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας!». Μόνο ο Αχιλλέας Μαμάκης στο «Έθνος» ήταν θετικός απέναντι στη Στέλλα.

Και απέναντι από το χαρακτήρα που εμπνεύστηκε ο Καμπανέλλης, κοντοστάθηκε ο Ζορμπάς, εμπνεύσεως Νίκου Καζαντζάκη. Τέσσερις άνθρωποι τον συνάρπασαν και τους αναφέρει ονομαστικά: «Όμηρος, Μπέρξονας (εννοεί τον Γάλλο φιλόσοφο Μπερξόν), Νίτσε και Ζορμπάς». «Ο Ζορμπάς», έγραψε, «με έμαθε να αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι το θάνατο». Γιατί ο Ζορμπάς δεν ήταν προϊόν μυθοπλασίας, αλλά πρόσωπο υπαρκτό!


Ο Νίκος Καζαντζάκης γνώρισε τον Αλέξη Ζορμπά στο Άγιο Όρος και εκεί άκουσε κατάπληκτος την ιστορία της ζωής του, από τα παιδικά του χρόνια στη Πιερία, μέχρι το γάμο του στο Παλαιοχώρι όπου εργάστηκε ως μεταλλωρύχος, και από το μοναχισμό του στο Άγιο Όρος μέχρι την εκμετάλλευση των ορυχείων της Πραστοβάς, στη Μάνη, παρέα με το συγγραφέα. Ο Ζορμπάς (δισέγγονος του οποίου ήταν ο μουσικός Παύλος Σιδηρόπουλος) θα καταλήξει στα Σκόπια, όπου θα κάνει μια νέα οικογένεια, μέχρι να τον βρει ο θάνατος, χτυπημένο από τη πείνα και το ναζιστικό ζυγό.

Από ένα θεατρικό και ένα βιβλίο λοιπόν (των οποίων η ύπαρξη ουσιαστικά υπερτονίστηκε μετά την εμπορική επιτυχία των ταινιών), ο Μιχάλης Κακογιάννης γέννησε μύθους εμβληματικούς, διακτινίζοντας τους κινηματογραφικώς. Και οι δυο, φιλμαρισμένοι σε κοφτερό ασπρόμαυρο. Ο δαιμονισμένος, διονυσιακός παροξυσμός του χορού («λούμπεν» και τραγικού συνάμα) στη Στέλλα. Το Ελληνικό αλλά και τόσο «Παγκόσμιο» συρτάκι των Άντονι Κουίν και Άλαν Μπέιτς στο Ζορμπά. Και ο ρυθμός των δυο αυτών ταινιών, απόλυτα συντονισμένος με το δράμα τους. Δράμα που αγκαλιάζει τα θεμέλια της δυτικής μυθοπλασίας, αποκαλύπτοντας όμως έτσι και τις πραγματικές τις ρίζες. Αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας: Η Μελίνα Μερκούρη έμεινε για πάντα Στέλλα, και ο Άντονι Κουίν (που ήταν… Ιρλανδό-μεξικανικής καταγωγής) έμεινε για πάντα Ζορμπάς. Δηλαδή Έλληνας. Που στη συνέχεια θα ενσαρκώσει – ανάμεσα σε άλλους ομοεθνείς μας χαρακτήρες – τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον ίδιο το Δία σε… πέντε ταινίες μεγάλου μήκους (έτσι, πλάι στο «Έλληνας» προστέθηκε και η λέξη «Αιώνιος»). Μέσα από αυτούς τους μυθικούς χαρακτήρες, έτσι όπως αυτοί επαναβαπτίστηκαν στην κινηματογραφική κολυμπήθρα του Κακογιάννη, ο κόσμος ολόκληρος ανακάλυψε μια Ελλάδα που φαινόταν μυθική στο «Σήμερα» της, δίχως δηλαδή να χρειαστούν κλεφτές ματιές στην Ιστορία. Η σύνδεση άλλωστε ήταν εμφανής. Και η Ελλάδα λάτρεψε τόσο τη Στέλλα όσο και τον Ζορμπά. Τόσο που, στο τέλος, τους άφησε εκεί, απλησίαστους, στο «ράφι» του μύθου.

Σήμερα, η Στέλλα και ο Ζορμπάς αχνοφέγγουν ως φορείς μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια. Σκεφτείτε το λίγο: Η Στέλλα θα κάγχασε Μερκουρικά με την «απελευθέρωση» του σήμερα, που έκανε τελικά τη γυναίκα πολύ πιο ευάλωτη, έτσι όπως φορτώθηκε και την «ανεξαρτησία» της, αλλά και όλα τα βάρη της οικογενειακής ζωής. Και ποιος από εσάς φαντάζεται τον Ζορμπά φορτωμένο με πιστωτικές κάρτες και… «διακοπο-δάνεια»; Τι σχέση θα μπορούσε να έχει με τον σημερινό Έλληνα, τον δέσμιο της κατανάλωσης και της αυτοσχέδιας ψυχανάλυσης. Ούτε καν τα «καμάκια» (που πολλές από τις «επιτυχίες» τους χρωστούσαν στο Ζορμπά) δεν υπάρχουν πια.

Μόνο ένα φτηνό εργατικό δυναμικό και ένα νήμα κομμένο – οριστικά πια με το θάνατο του Μιχάλη Κακογιάννη.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Film Socialisme (2010) ( * * * * )


Ο έρωτας λέει η φίλη μου η Γκέλυ, είναι σαν το σοσιαλισμό. Στην αρχή είναι ανατρεπτικός, μετά υπαρκτός και στο τέλος ανύπαρκτος. Πολύ σωστά το Film Socialisme, η νέα ταινία του – και λόγω ηλικίας πλέον – πάπα της Nouvelle Vague Ζαν Λικ Γκοντάρ, βγαίνει την ίδια εβδομάδα με τον τελευταίο Χάρι Πότερ. Φαντάζομαι ότι κανείς απ' τους θεατές των δύο ταινιών δεν θα βρεθεί στις αίθουσες με το βάρος κάποιου αβάσταχτου διλήμματος, ακόμη όμως κι αν δεν έχετε ποτέ σας ασχοληθεί σοβαρά με τον Γκοντάρ ίσως και να’ χει πάρει κάτι τ’ αυτί σας γι' αυτό το φιλμ. Γιατί με αφορμή αυτό, στις περσινές Κάννες, ο κινηματογραφιστής είχε δηλώσει περίτρανα πως ολόκληρη η Ευρώπη χρωστάει πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα για τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, και σχεδόν όλοι στο νεοταλαίπωρο τότε έθνος μας χαμογέλασαν που κάποιος σοβαρότατος, κατά τα φαινόμενα, Ευρωπαίος είχε επιτέλους κάτι καλό να πει. Η σωστή εμπορική κίνηση θα ήταν η άμεση έξοδος του φιλμ στις αίθουσες από την εταιρία διανομής. Το Film Socialisme θα έκοβε θαρρώ δεκαπλάσιο αριθμό εισιτηρίων. Από την άλλη, οι οργισμένοι θεατές ίσως και να τα έκαναν λαμπόγυαλο.

Εξηγούμαι: Η νέα ταινία του Γκοντάρ συνεχίζει στον ίδιο δρόμο διερεύνησης των εκφραστικών μέσων του κινηματογράφου, όπως ακριβώς και οι προηγούμενές του, όπου η όποια ισχνή “πλοκή” είναι απλά η αφορμή για ένα πολύμορφο κολάζ στιγμιότυπων από ολόκληρη την ιστορία και των εφτά τεχνών (αν φυσικά δεχτούμε πως οι προηγούμενες έξι προϋπήρξαν απλά και μόνο για να φτάσουμε στον κινηματογράφο, κάτι που ο Γκοντάρ υποστηρίζει με πάθος από το 1960, τότε δηλαδή που σκάρωνε το Με Κομμένη Την Ανάσα, αλλάζοντας μια για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε, και που κάνουμε, σινεμά). Και, όποια κι αν είναι η στάση σου απέναντι στο σινεμά του δεν γίνεται να μην θαυμάσεις το πάθος αυτού του ανθρώπου που, στα 79 του χρόνια, δεν σταματά να αναζητά τα όρια της σύζευξης ήχου και εικόνας.

Το νέο του πόνημα ξεκινά από μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, σε χώρες υπαρκτές και ταυτόχρονα μυθικές (με την Πάτι Σμιθ να περιφέρεται μόνη ανάμεσα στο πλήθος των επιβατών, λες και αναζητά ένα χαμένο ακροατήριο). Ανάμεσα στις χώρες αυτές, και η Ελλάδα, «η χώρα του Περικλή και του Σοφοκλή όπου η τραγωδία και η δημοκρατία παντρεύτηκαν για να κάνουν ένα μόνο παιδί, τον εμφύλιο πόλεμο». Σκηνές από ψευδοϊστορικά pemplum εναλλάσσονται με επίκαιρα από τον εμφύλιο του ’46 και μέσα σε πέντε λεπτά ο Γκοντάρ έχει πάει από τον Ρακίνα στον Αισχύλο (μέσω της Ορέστειας), για να προσαράξει στη βασανισμένη Νάπολη, κι από κει, στα θρυλικά σκαλιά της Οδησσού. Ναι, είναι ένα σινεμά δοκιμιακού χαρακτήρα, διόλου όμως χαοτικό μιας και η δομή του χρωστά περισσότερα στη μουσική παρά στον κινηματογράφο, όπου ο δαιμόνιος Γκοντάρ ντύνει με φιλμική σάρκα το σκελετό μιας φούγκας: το ένα «θέμα» μπαίνει μέσα στο επόμενο και με το που αντιλαμβάνεσαι πως τα δυο τους αποτελούν πλέον μια ξεχωριστή οντότητα, ένα τρίτο «θέμα» μπαίνει μέσα στο δεύτερο μέχρις ότου να σχηματιστεί μια «αλυσίδα» απολύτως κυκλική και τέλεια. Και μέσα σ’ αυτό τον κύκλο ξεδιπλώνεται ένα ειρωνικό αλλά και θλιμμένο μέσα στη πικρή παραδοχή του σχόλιο για μια Ευρώπη που σβήνει ενώ η ανθρωπότητα σφυρίζει αδιάφορα.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Man's best friend?


Το δικαίωμα μου να καπνίζω δίχως να νιώθω κανενός είδους κωλοδάχτυλο (και δίχως να κάνω κακό στο δημόσιο αίσθημα) το έχω υπερασπιστεί σε παλαιότερο κείμενο, οπότε μην βρεθεί κανένας εξυπνάκιας να αφήσει κάποιο εφετζίδικο σχόλιο γιατί ξέρει πως θα τ' ακούσει.

Αλλά εσείς καπνιστές φίλοι και συναγωνιστές,
θέλω να μου απαντήσετε με το χέρι στη καρδιά.

Πόσες φορές το ανάψατε επειδή νιώθατε καλά
και πόσες επειδή νιώθατε σκατά;
Το ρομαντζάρισμα δεν μας αφορά, you get my point.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες