Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Conversations with remarkable people, v.32: Harvey Keitel


Κάννες, Μάιος του 2015, δέκα και μισή. Έχω μόλις βγει, γοητευμένος από την πρώτη, πρωινή προβολή της «Νιότης», της τελευταίας ταινίας του Πάολο Σορεντίνο και επιστρέφω στο ξενοδοχείο για να προετοιμάσω τις ερωτήσεις μου – στις τέσσερις το απόγευμα συναντώ τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, έναν θρύλο του Αμερικανικού Κινηματογράφου. Έλα όμως που, στο δρόμο για την προγραμματισμένη μας συνάντηση βλέπω στα mail μου πως η ώρα συνάντησης έχει αλλάξει αιφνιδίως, κι εγώ έχω ήδη καθυστερήσει. Ήμουν τυχερός τελικά, αλλά και ο ίδιος ο ηθοποιός, εξαιρετικά κατανοητικός - τον προλαβαίνω τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να φύγει. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύεται πρώτη φορά ολόκληρη.


Ήμουν τυχερός που σας πρόλαβα, με συγχωρείτε αλλά δεν ήξερα πως είχε αλλάξει το ραντεβού μας.

Βλέπω πως πηγαινοέρχεστε, τρέχοντας, οι κριτικοί εδώ, και αναρωτιέμαι αν έχετε χρόνο να σκεφτείτε πόσο τυχεροί είστε που κάνετε αυτή τη δουλειά.

Κι όμως, το πρόγραμμα στις Κάννες είναι εξαντλητικό.

Ναι αλλά είστε μακριά από την πραγματικότητα, έστω και για λίγες μέρες. Προσωπικά, το βρίσκω ανεκτίμητο. Ήμουν κουρασμένος, είναι η αλήθεια. Το πρόβλημα είναι πως εσείς έχετε όσο χρόνο θέλετε για να προετοιμάσετε τις ερωτήσεις σας, κι εγώ οφείλω να σας απαντήσω επί τόπου. Δεν είναι δίκαιο.

Τι σας ενοχλεί περισσότερο σε συνεντεύξεις σαν κι αυτή;

Με ενοχλεί όταν αντιλαμβάνομαι πως, την ώρα που κάποιος μου μιλά, προσπαθεί και να με ψυχαναλύσει. Εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι, πώς να σας το πω, σαν τους Ινδιάνους των πρώτων καιρών, που έπαιρναν τα σκαλπ των φωτογράφων που τολμούσαν να τους αποθανατίσουν – γιατί, φυσικά πίστευαν πως τους «έκλεβαν» την ψυχή. Όχι πως σκοπεύω να κάνω σ’ εσάς το ίδιο (γέλια)

Συνήθως ξεκινά κανείς αναλύοντας το σινεμά και, κατ’ επέκταση, τη ζωή του

Δεν μου αρέσει να αναλύω τη ζωή μου πια – και το σινεμά βέβαια είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Με ρωτούν «πως ήταν η όλη εμπειρία για εσάς, πως αντιληφθήκατε το σχόλιο του Σορεντίνο για το μεγάλο σινεμά της δεκαετίας του ’70, πως αισθάνεστε για όλα αυτά;» και τους απαντώ, δεν μου λείπει απολύτως τίποτα από εκείνα τα χρόνια, αισθάνομαι υπέροχα και η κινηματογράφηση της «Νιότης» ήταν μια από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου. Γυρίζαμε μια ταινία στις Άλπεις, σε ένα υπέροχο μέρος, παρέα με φίλους αγαπημένους. Γιατί πρέπει να υπάρχει κάτι πιο «βαθύ» σ’ αυτό;

Γνωριζόσασταν και με τον Μάικλ Κέιν;

Η αλήθεια είναι πως όχι. Αν κάνεις τη δουλειά μου όμως, ο Μάικλ Κέιν είναι ένας ηθοποιός που οφείλεις να παρακολουθείς. Δεν υπάρχουν καλύτεροι απ αυτόν εκεί έξω – υπάρχουν ίσως εξίσου καλοί, αλλά κανείς που να τον ξεπερνά. Το πιστεύω αυτό. Ο άνθρωπος είναι ένα έμβλημα, το όνομα του είναι από μόνο του μια αναφορά. Τον εκτιμούσα λοιπόν, για χρόνια, αλλά όχι, δεν είχαμε κάποια επαφή. Τον γνώρισα λοιπόν στα γυρίσματα του φιλμ.

Όπου και ενσαρκώνετε έναν σκηνοθέτη παθιασμένο με την τελευταία του ταινία. Έχω την αίσθηση πως απολαμβάνετε τους οριακούς χαρακτήρες, από την εποχή του «Ταξιτζή» μέχρι το «Bad Lieutenant» του Έιμπελ Φεράρα.

Δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει να ενσαρκώνω οριακούς χαρακτήρες, όσο με ενδιαφέρει το να τους καταλαβαίνω. Γυρίσαμε το «Bad Lieutenant» μέσα σε 18 μέρες! Ξέρετε τι θα πει αυτό; Και σκεφτείτε, είχαμε μόνο μια βασική ιστορία, μια σύνοψη, την οποία έπρεπε να συμπληρώσουμε. Γνωρίζαμε ποιος ήταν ο σκοπός κάθε σκηνής, αλλά δεν ξέραμε πώς να φτάσουμε εκεί. Οι διάλογοι αυτοσχεδιάστηκαν και γράφτηκαν καθώς προχωρούσε η ταινία. Ε, αυτό με ξετρέλανε! Παλιά, στα Actor's studio ξενυχτούσαμε στις πρόβες μέχρι να βρούμε μια στιγμή αλήθειας, μια στάλα ακεραιότητας, για να δώσουμε πνοή στο κείμενο, στον ήρωα. Ας πούμε, δεν θα είχα ποτέ μου αντιληφθεί τον Ιούδα (σ.σ.: Ο Καϊτέλ τον ενσάρκωσε στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε) αν δεν είχα διαβάσει το κείμενο του Καζαντζάκη. Τι ξέραμε για τον Ιούδα πριν; Πως πρόδωσε τον Ιησού για τριάντα αργύρια. Ε, δεν το λες και σοβαρή δικαιολογία (γέλια). Αντιλαμβάνομαι τα πάθη, και αυτή η δουλειά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αλλά είναι κάτι που το αναζητώ, αν και θα χρησιμοποιούσα μια άλλη λέξη – ή φράση. Ας πούμε, προτιμώ τον χαρακτηρισμό «επιθυμητή εμμονή». Και πιστέψτε με, είναι πολύ όμορφη, αν μπορείς να αντέξεις τον πόνο που την συνοδεύει.

Παρακολουθούσατε το σινεμά του Σορεντίνο; 

Βεβαίως. Όταν διάβασα το σενάριο μπορούσα να δω, ξεκάθαρα, πως επρόκειτο για τον ίδιο καλλιτέχνη που υπέγραψε το «Il Divo» και την «Τέλεια Ομορφιά». Ξέρετε, εγώ ήμουν αυτός που τον προσέγγισε – μέσω του ατζέντη μου φυσικά. Πείτε μου σοβαρά, ποιος ηθοποιός δεν θα ήθελε να δουλέψει μ΄ αυτόν τον άνθρωπο; Αλλά, στ’ αλήθεια δεν μπορώ να προσδιορίσω την ταινία – όπως και δεν θα μπορούσα να προσδιορίσω μια ταινία του Τεό (σ.σ.: εννοεί τον Θόδωρο Αγγελόπουλο). Μιλάμε για κινηματογραφιστές με γιγαντιαίο όραμα. Κάπου, κάποιος χαρακτήρισε «Ομηρικό» τον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου, και το σινεμά του Σορεντίνο διακατέχεται από ένα τέτοιο αφηγηματικό πάθος.

Αναπόφευκτα η κουβέντα οδηγείται στη συνεργασία του ηθοποιού με τον μεγάλο έλληνα δημιουργό για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» που γύρισαν το 1995. Οι διαφωνίες τους στο πλατώ, έντονες. Μέσα από αυτές όμως, τελικά, προέκυψε μια βαθιά κατανόηση και μια φιλία που κράτησε μέχρι τον αιφνίδιο θάνατο του «Τεό». Σύμφωνα με τα λόγια του Χάρβεϊ Καϊτέλ: «Γνωριστήκαμε πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, όταν ήρθε στο σπίτι μου για να δούμε μαζί, παρέα φυσικά με τον παραγωγό, το “Τοπίο στην ομίχλη”. Δυστυχώς, κοιμήθηκα στο πρώτο πεντάλεπτο. Ο παραγωγός με σκούντηξε, και τον είδα απέναντι μου, χαμογελαστό. Και είπα το “ναι”! Άφοβος άνθρωπος ο Τεό. Σκληρός, όσο και ευαίσθητος. Παρ’ ολίγο να πλακωθούμε στα γυρίσματα. Για τα γυρίσματα μιας σκηνής, πολύ απαιτητικής για όλους μας – η σκηνή που μιλάω με τη μητέρα μου. Και σ’ αυτή τη σκηνή εγώ και ο Τεό… δεθήκαμε. Η Στέλα Άγκνιου, δασκάλα μου στο Actors Studio, είχε πει κάποτε για τη μεγάλη Άννα Μανιάνι πως «αυτή η γυναίκα δεν είναι ηθοποιός, είναι ένα δέντρο!». Ο Τεό μπορεί να λείπει, αλλά ανήκει σε αυτό το δάσος».

Σας λείπει σήμερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;

Δεν υπάρχει μέρα που να μην τον σκέφτομαι. Φυσικά και μου λείπει – τον αγαπούσα και τον σεβόμουν . Λυπάμαι που ο Τεό δεν είναι πια μαζί μας. Θα ήθελα πολύ να ήταν εδώ σήμερα, να του συστήσω τον Σορεντίνο. Είμαι βέβαιος πως θα τον συμπαθούσε, και πως θα συμπαθούσε και τη «Νιότη». Είμαι επίσης βέβαιος πως, στο τέλος, θα προτιμούσε το δικό του σινεμά. (γέλια)  Ήμασταν εδώ, το 1995, για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» και του έδωσαν το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, το δεύτερο βραβείο ουσιαστικά. Και θυμάμαι πόσο απογοητευμένος ήταν – ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας το με χέρια χαλαρά, και είπε στο μικρόφωνο «Δεν περίμενα αυτό το βραβείο». Μόνο ο Τεό θα είχε τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο στις Κάννες, δεν το πίστευα! Ήμουν στην κηδεία του εκείνη τη μέρα, ήσασταν εκεί;

Ναι, ήμουν. Ξέρετε πως στο σενάριο της «Άλλης θάλασσας» υπήρχε μια σεκάνς που διαδραματιζόταν στο ίδιο νεκροταφείο, και μάλιστα με ημερομηνία γυρίσματος πολύ κοντά στη μέρα της κηδείας;

Αλήθεια; Τι να πω… συμπτώσεις! Ξέρετε, δε μου πάει η μεταφυσική. Για μένα ο Θεός και ο Διάβολος κατοικούν στη γη, μέσα μας. Είναι όλα εδώ, και η ζωή είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ.

Εσείς όμως ξέρετε από μάχες, υπηρετήσατε στο ναυτικό, ήσασταν πεζοναύτης. Πόσο σας βοήθησε αυτό όταν στραφήκατε στην υποκριτική;

Κοιτάξτε, έμαθα τι θα πει πειθαρχία, πώς να υπομένω τα βάσανα, τι σημαίνει τιμή, τι σημαίνει θυσία. Για τρία χρόνια, ο στρατός μου έδωσε μια ταυτότητα. Στην αρχή, δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ τους φόβους μου, ήμουν δειλός. Θυμάμαι ιδιαίτερα μια νύχτα: εκπαιδευόμασταν στο δάσος σε απόλυτο σκοτάδι, οπότε δεν μπορούσα καν να δω τα χέρια μου. Ήμουν τρομοκρατημένος - αλλά δεν ήθελα να με πάρουν χαμπάρι κιόλας. Ξαφνικά, άκουσα τη φωνή ενός εκπαιδευτή: «Φοβάσαι το σκοτάδι γιατί φοβάσαι αυτό που δεν ξέρεις. Θα σου δείξω πώς να ζεις στο σκοτάδι». Αυτά τα λόγια με κυνηγούσαν όλη μου τη ζωή. Ποτέ δεν είδα το πρόσωπό του. Πρέπει να καταλάβετε πως τότε ήμουν μόλις 17 ετών. Εκείνη την εποχή, με τους φίλους μου στο Μπρούκλιν, βγαίναμε έξω στους δρόμους χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά πού πηγαίναμε. Με είχαν αποβάλει από το γυμνάσιο, άλλοι είχαν μόλις εγκαταλείψει το σχολείο. Έψαχνα για μια ταυτότητα, ένα μονοπάτι που θα με βοηθούσε να βρω τον εαυτό μου.

Και η υποκριτική πως προέκυψε;

Ένας φίλος φταίει! Ένα βράδυ ήρθε και μου είπε "Χάρβεϊ, αν δεν κάνεις τίποτα μετά τη δουλειά, θέλεις να έρθεις μαζί μου σε μια τάξη δράματος;". Εκεί βρήκα ένα νέο κίνητρο, κάτι που αναζητούσα από την εποχή που άφησα το Σώμα. Επτά φορές έκανα audition για το Actor's Studio και επτά φορές με απέρριψαν. Την όγδοη τα κατάφερα.

Σχεδόν όλοι οι κριτικοί σήμερα αναγνωρίζουν την προσφορά σας στο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά. Ήταν μια συνειδητή επιλογή;

Απολύτως, και είμαι περήφανος γι'αυτό. Τα χρήματα δεν ήταν ποτέ η προτεραιότητα μου. Οι ατζέντηδες, μια ζωή με συμβούλευαν να μην κάνω αυτές τις ανεξάρτητες ταινίες, διότι αυτό θα μεγάλη δυσκολία να αυξήσω τις αμοιβές μου - είναι λίγο σαν το χρηματιστήριο... Και είχαν δίκιο! Αλλά υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα....

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες