Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Conversations with remarkable people, v.33: Ken Loach (ξανά)


Οκτώβριος, 2016. Κάπου στο Σόχο του Λονδίνου. Αναζητώ τα γραφεία της Sixteen Films, εταιρείας παραγωγής του Κεν Λόουτς και ανεβοκατεβαίνω τα στενά. Περνώ πολυτελέστατες εγκαταστάσεις πολυεθνικών εταιρειών παραγωγής και διανομής και εντέλει τα ανακαλύπτω: ένα διώροφο κτίριο στοιβαγμένο ανάμεσα σε μια πιτσαρία και ένα καθαριστήριο ρούχων και μια πόρτα από την οποία μόλις χωράς να περάσεις. Με υποδέχεται η Νία, προσωπική γραμματέας του Κεν Λόουτς. Δεν έχω κλείσει κανένα ραντεβού, δεν έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, βγήκα να ψωνίσω κάνα δίσκο, μου σκάει η ιδέα στο δρόμο, έχω βρει τα γραφεία στο google maps και έχω σκάσει από το πουθενά. Αρχίζω τα "είμαι ο τάδε", "δουλεύω εκεί", την ενημερώνω πως έχω ξανασυναντηθεί με τον σκηνοθέτη στο παρελθόν και της εξηγώ τι θέλω. Μου ζητά ευγενικά να την περιμένω. Τα λεπτά περνούν. Το μάτι μου καρφώνεται σε μια καρτ ποστάλ απέναντί μου. Είναι μια συγχαρητήρια κάρτα από τον σκηνοθέτη Μάικ Λι: «Κεν, είμαστε όλοι περήφανοι για τη δεύτερη βράβευσή σου με τον Χρυσό Φοίνικα! Ας δείξουμε στον κόσμο την αξία του λαϊκού σινεμά!» διαβάζω. Η Νία επιστρέφει. «Θα σας πείραζε να συναντήσετε τον Κεν Λόουτς λίγες μέρες αργότερα;». Τρεις μέρες μετά είμαι πάλι στα γραφεία τους. Ο σκηνοθέτης με υποδέχεται με μια θερμή χειραψία. 

Κύριε Λόουτς καλησπέρα, και συγχαρητήρια για τον δεύτερο Χρυσό Φοίνικα. 

Σας ευχαριστώ, χαίρομαι πολύ που σας ξαναβλέπω. Πως είναι τα πράγματα στην Ελλάδα; 

Χαοτικά. Υπάρχει μια απουσία κατεύθυνσης και πολύς θυμός. Όχι άδικα – μένει όμως αδικαίωτος. Σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη πάντως, δεν βιώνουμε και την πιο σκληρή καταστολή (σ.σ.: Όπως είπα, Οκτώβριος 2016 – δε δάγκωνα τη γλώσσα μου). 

Ίσως με μια άλλη Κυβέρνηση τα πράγματα να ήταν ακόμη χειρότερα. Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί κρατικοί κοινωνικοί λειτουργοί, αν το καλοσκεφτείς. Αισθάνομαι πως έχουν όλοι την ίδια αποστολή.

Οι κοινωνικοί λειτουργοί στο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» είναι συχνά απάνθρωποι, ποτέ όμως αγενείς. 

Η ευγένειά τους αυτή όμως είναι μια τεχνική απόκτησης ελέγχου - που εκμηδενίζει την πιθανότητα της βίαιης αντίδρασης. Την εφαρμόζουν πολύ συχνά και οι ιερείς. Και σκοπός αυτής της τεχνικής είναι η αποδυνάμωση της εντάσεως ούτως ώστε το άτομο να υποκύπτει εντέλει στην τιμωρία που του επιβάλλεται. Γιατί κανείς δεν πρέπει να αντιστέκεται και να καταφεύγει στη διαμαρτυρία. Όλοι πρέπει να αποδέχονται την τιμωρία, τη φτώχεια τους. 

Χρησιμοποιείτε τη λέξη «τιμωρία». Για ποιο πράγμα τιμωρούμαστε; 

Υπάρχει ένα επιμύθιο πίσω απ' όλο αυτό. Γνώμη μου είναι πως ουσιαστικά το κράτος σού λέει πως για τη φτώχεια σου φταις μονάχα εσύ. Εσύ φταις που δεν έχεις δουλειά, που αφήνεις τις ευκαιρίες να χάνονται, εσύ φταις που δεν είσαι ένας ανταγωνιστικός, λειτουργικός επαγγελματίας, με ωραία βιογραφικά, εσύ φταις που δεν παίρνεις πρωτοβουλίες. Δεν είσαι αρκετά έξυπνος στο φινάλε. Είσαι λίγο βλάκας. Κι αν είσαι λίγο βλάκας, ε, δεν σου φταίει το κράτος. Γιατί, αν τελικά τα πράγματα δεν είναι έτσι, αν δηλαδή το κρατικό σύστημα αυτό είναι που νοσεί, τότε όλο και κάποιο κίνημα ενδέχεται να γιγαντωθεί εναντίον του. Δεν το θέλουν αυτό. Η εργατική τάξη πρέπει να αποδεχτεί την ήττα της, τη βλακεία της, για να μην υπάρξει καμία πιθανότητα αντίδρασης. Και φυσικά αυτό δεν αποτελεί μονάχα μια βρετανική πολιτική, δείτε πώς συμπεριφέρεται η Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα σας. Είναι η απόλυτη μετουσίωση αυτού που κουβεντιάζουμε τώρα. Ο νόμος της αγοράς είναι συνώνυμος με τον λόγο του Θεού. Οι άνθρωποι δεν μετράνε γι' αυτούς, δεν έχουν σημασία, είμαστε απλά αριθμοί, δεν είμαστε καν πολίτες. 

Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμα αποσαφηνίσει τι ακριβώς συνέβη στο Brexit. Ποιος τελικά πρέπει να χρεωθεί την επικράτησή του, η Αριστερά ή η Ακροδεξιά; Έχουμε μπερδευτεί. 

Αντιλαμβάνομαι τη σύγχυσή σας. Και είναι λογικό γιατί διχάστηκαν και οι αριστεροί και οι δεξιοί ψηφοφόροι. Ήταν λογικό ένα μεγάλο κομμάτι της Δεξιάς να υπερασπιστεί τη θέση της Αγγλίας στην Ευρώπη για οικονομικούς λόγους. Από την άλλη, έχεις και τους «πατριώτες», που κατηγορούν τους μετανάστες για όλα τα δεινά του κόσμου και νοσταλγούν τις εποχές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν και το σημείο διχασμού της Δεξιάς. Στην Αριστερά, τώρα, έχεις από τη μια αυτούς που ψήφισαν υπέρ, καθώς αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν ένα νεοφιλελεύθερο Project το οποίο δρα υπέρ του κεφαλαίου και της ελεύθερης αγοράς, έναν τόπο όπου οι εργαζόμενοι έχουν ολοένα και λιγότερα δικαιώματα έναντι των εργοδοτών τους, και από την άλλη αυτούς που επιθυμούσαν να μείνουν εντός για να στηρίξουν τα αριστερά κινήματα τα οποία δρουν μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα. Πιστεύαμε λοιπόν πως η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ενδυνάμωνε εντέλει την ευρωπαϊκή Αριστερά. 

Μόλις μου αποκαλύψατε πως ψηφίσατε κατά του Brexit. 

Έχετε δίκιο, μόλις το έκανα. Δεν είναι όμως αυτό που απουσιάζει από την Ευρώπη σήμερα; Δεν χρειαζόμαστε μια κοινή αριστερή πλατφόρμα; 

Σχεδόν όλοι πάντως, ανεξαρτήτως πολιτικής θέσης, το παραδεχόμαστε: η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αλλάξει. 

Μόνο ένας μισάνθρωπος δε θα το παραδεχόταν. Η Ευρώπη είναι ένας οργανισμός που δεν λειτουργεί, δεν εξυπηρετεί κανέναν εκτός από τους τραπεζίτες. Έχω ακούσει ακόμα και νεοφιλελεύθερους να το παραδέχονται! Χρειαζόμαστε λοιπόν μια Ευρώπη που θα δρα με δημοκρατικά κριτήρια προς όφελος των λαών και της εργατικής τάξης. Πώς θα το πετύχουμε αυτό έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση; 

Στην ταινία σας πάντως υπάρχει µια έντονη αίσθηση συντροφικότητας. 

Μα συμβαίνει. Η ταινία είναι γυρισμένη σε πραγματικούς χώρους, τίποτα δεν στήθηκε σε κανένα στούντιο. Η σκηνή στην τράπεζα τροφίμων, για παράδειγμα. Οι άνθρωποι που βλέπετε να δουλεύουν εκεί δεν είναι ηθοποιοί. Πλέον, σε κάθε πόλη υπάρχει και από μία. Ποιος θα το έλεγε αυτό τριάντα χρόνια πριν. Οι άνθρωποι λοιπόν θέλουν να βοηθούν αυτούς που έχουν ανάγκη. Γιατί η πολιτεία δεν τους βοηθά - τους έχει εγκαταλείψει. Άλλωστε, οι βιομηχανίες πεθαίνουν γιατί πλέον η αγορά είναι ελεύθερη και οι υπεύθυνοι έχουν το δικαίωμα να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους όπου υπάρχουν φτηνά εργατικά χέρια. Έτσι η απεργία γιγαντώνεται, οι μισθοί συρρικνώνονται, οι εργάτες δουλεύουν τετράωρα, δυο με τρεις μέρες την εβδομάδα, και φυσικά όλα αυτά γίνονται με τις ευλογίες του κράτους. Από τη μια, λοιπόν, έχεις αυτή τη συνειδητή σκληρότητα του κράτους και από την άλλη έχεις τον γείτονά σου που βλέπει πόσο υποφέρεις, καταλαβαίνει τον πόνο σου και θέλει να σε βοηθήσει. 

Τα τελευταία χρόνια συναντάμε έναν υποτυπώδη κοινωνικό προβληματισμό σε κάθε αμερικανική ταινία - ιδίως στα blockbusters με κόμικ ήρωες, όπου όμως τελικά οι προβληματισμοί αυτοί δείχνουν να εργαλειοποιούνται χάριν του θεάματος. Εξουδετερώνονται δηλαδή πλήρως. 

Ναι, δεν έχει ενδιαφέρον αυτό; Βλέπεις ταινίες που θα μπορούσες να τις χαρακτηρίσεις ακόμα και αριστερότροπες, στην ουσία όμως είναι κι αυτές απολύτως καθεστωτικές. Γιατί πάντα στο τέλος βρίσκεται ένας ήρωας να κάνει τη διαφορά - αυτός ο ήρωας όμως εκπροσωπεί ολόκληρη την Αμερική. Ουσιαστικά μας λένε «εμείς είμαστε οι υπερασπιστές της ελευθερίας των λαών». Ξέρουμε όμως πως αυτό είναι ένα ψέμα. Είναι ανώφελο να περιμένει κανείς μια ουσιαστικά πολιτικοποιημένη ταινία από το Χόλυγουντ που επενδύει δισεκατομμύρια στα προϊόντα του και, προφανώς, περιμένει το ανάλογο κέρδος. 

Πώς όμως θα στρέψουμε το ενδιαφέρον του κοινού στις ταινίες που πραγματικά το αφορούν; 

Δεν ξέρω. Δεν έχω απάντηση σ' αυτό. Φυσικά και υπάρχει μια άλλου είδους παράδοση στο ευρωπαϊκό σινεμά, που έχει κατά καιρούς υπάρξει βαθιά παρεμβατικό, αλλά πλέον δύσκολα γυρίζονται αυτές οι ταινίες ακόμα και στο «δικό» μας τερέν. Οι Ιταλοί, ας πούμε, είχαν μια δυναμική παρουσία τη δεκαετία του '70. Πού είναι σήμερα αυτό το σινεμά; Και δεν είναι πως δεν υπάρχουν ταλέντα σήμερα. Και σκηνοθέτες υπάρχουν, και σεναριογράφοι έτοιμοι να μιλήσουν για όλα αυτά που μας απασχολούν. Κανείς δεν τους το ζητά όμως. 

Την προηγούμενη φορά που συναντηθήκαμε µου είπατε κάποια στιγμή απογοητευμένος: «Μιλάμε τόση ώρα για σινεμά ενώ ο κόστος καίγεται». 

Αλήθεια, το είπα αυτό; (Γέλια). Μερικές φορές απογοητεύω κι εγώ τον εαυτό μου, αλλά προσπαθώ να μην το εκφράζω συνέχεια. 

Κερδίσατε όμως τον δεύτερό σας Χρυσό Φοίνικα. Αυτό δεν αποτελεί μια νίκη του πολιτικού σινεμά; 

Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος. Αν μπορούσα απλά να ταράξω λίγο τα νερά του συστήματος, θα ήμουν ικανοποιημένος. Αυτό προσπαθείς να κάνεις με κάθε φιλμ. Σίγουρα δεν ελπίζεις να αλλάξεις τον κόσμο, τη συμμετοχή σου επιδιώκεις μόνο.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Conversations with remarkable people, v.32: Harvey Keitel


Κάννες, Μάιος του 2015, δέκα και μισή. Έχω μόλις βγει, γοητευμένος από την πρώτη, πρωινή προβολή της «Νιότης», της τελευταίας ταινίας του Πάολο Σορεντίνο και επιστρέφω στο ξενοδοχείο για να προετοιμάσω τις ερωτήσεις μου – στις τέσσερις το απόγευμα συναντώ τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, έναν θρύλο του Αμερικανικού Κινηματογράφου. Έλα όμως που, στο δρόμο για την προγραμματισμένη μας συνάντηση βλέπω στα mail μου πως η ώρα συνάντησης έχει αλλάξει αιφνιδίως, κι εγώ έχω ήδη καθυστερήσει. Ήμουν τυχερός τελικά, αλλά και ο ίδιος ο ηθοποιός, εξαιρετικά κατανοητικός - τον προλαβαίνω τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζεται να φύγει. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύεται πρώτη φορά ολόκληρη.


Ήμουν τυχερός που σας πρόλαβα, με συγχωρείτε αλλά δεν ήξερα πως είχε αλλάξει το ραντεβού μας.

Βλέπω πως πηγαινοέρχεστε, τρέχοντας, οι κριτικοί εδώ, και αναρωτιέμαι αν έχετε χρόνο να σκεφτείτε πόσο τυχεροί είστε που κάνετε αυτή τη δουλειά.

Κι όμως, το πρόγραμμα στις Κάννες είναι εξαντλητικό.

Ναι αλλά είστε μακριά από την πραγματικότητα, έστω και για λίγες μέρες. Προσωπικά, το βρίσκω ανεκτίμητο. Ήμουν κουρασμένος, είναι η αλήθεια. Το πρόβλημα είναι πως εσείς έχετε όσο χρόνο θέλετε για να προετοιμάσετε τις ερωτήσεις σας, κι εγώ οφείλω να σας απαντήσω επί τόπου. Δεν είναι δίκαιο.

Τι σας ενοχλεί περισσότερο σε συνεντεύξεις σαν κι αυτή;

Με ενοχλεί όταν αντιλαμβάνομαι πως, την ώρα που κάποιος μου μιλά, προσπαθεί και να με ψυχαναλύσει. Εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι, πώς να σας το πω, σαν τους Ινδιάνους των πρώτων καιρών, που έπαιρναν τα σκαλπ των φωτογράφων που τολμούσαν να τους αποθανατίσουν – γιατί, φυσικά πίστευαν πως τους «έκλεβαν» την ψυχή. Όχι πως σκοπεύω να κάνω σ’ εσάς το ίδιο (γέλια)

Συνήθως ξεκινά κανείς αναλύοντας το σινεμά και, κατ’ επέκταση, τη ζωή του

Δεν μου αρέσει να αναλύω τη ζωή μου πια – και το σινεμά βέβαια είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Με ρωτούν «πως ήταν η όλη εμπειρία για εσάς, πως αντιληφθήκατε το σχόλιο του Σορεντίνο για το μεγάλο σινεμά της δεκαετίας του ’70, πως αισθάνεστε για όλα αυτά;» και τους απαντώ, δεν μου λείπει απολύτως τίποτα από εκείνα τα χρόνια, αισθάνομαι υπέροχα και η κινηματογράφηση της «Νιότης» ήταν μια από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου. Γυρίζαμε μια ταινία στις Άλπεις, σε ένα υπέροχο μέρος, παρέα με φίλους αγαπημένους. Γιατί πρέπει να υπάρχει κάτι πιο «βαθύ» σ’ αυτό;

Γνωριζόσασταν και με τον Μάικλ Κέιν;

Η αλήθεια είναι πως όχι. Αν κάνεις τη δουλειά μου όμως, ο Μάικλ Κέιν είναι ένας ηθοποιός που οφείλεις να παρακολουθείς. Δεν υπάρχουν καλύτεροι απ αυτόν εκεί έξω – υπάρχουν ίσως εξίσου καλοί, αλλά κανείς που να τον ξεπερνά. Το πιστεύω αυτό. Ο άνθρωπος είναι ένα έμβλημα, το όνομα του είναι από μόνο του μια αναφορά. Τον εκτιμούσα λοιπόν, για χρόνια, αλλά όχι, δεν είχαμε κάποια επαφή. Τον γνώρισα λοιπόν στα γυρίσματα του φιλμ.

Όπου και ενσαρκώνετε έναν σκηνοθέτη παθιασμένο με την τελευταία του ταινία. Έχω την αίσθηση πως απολαμβάνετε τους οριακούς χαρακτήρες, από την εποχή του «Ταξιτζή» μέχρι το «Bad Lieutenant» του Έιμπελ Φεράρα.

Δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει να ενσαρκώνω οριακούς χαρακτήρες, όσο με ενδιαφέρει το να τους καταλαβαίνω. Γυρίσαμε το «Bad Lieutenant» μέσα σε 18 μέρες! Ξέρετε τι θα πει αυτό; Και σκεφτείτε, είχαμε μόνο μια βασική ιστορία, μια σύνοψη, την οποία έπρεπε να συμπληρώσουμε. Γνωρίζαμε ποιος ήταν ο σκοπός κάθε σκηνής, αλλά δεν ξέραμε πώς να φτάσουμε εκεί. Οι διάλογοι αυτοσχεδιάστηκαν και γράφτηκαν καθώς προχωρούσε η ταινία. Ε, αυτό με ξετρέλανε! Παλιά, στα Actor's studio ξενυχτούσαμε στις πρόβες μέχρι να βρούμε μια στιγμή αλήθειας, μια στάλα ακεραιότητας, για να δώσουμε πνοή στο κείμενο, στον ήρωα. Ας πούμε, δεν θα είχα ποτέ μου αντιληφθεί τον Ιούδα (σ.σ.: Ο Καϊτέλ τον ενσάρκωσε στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Μάρτιν Σκορσέζε) αν δεν είχα διαβάσει το κείμενο του Καζαντζάκη. Τι ξέραμε για τον Ιούδα πριν; Πως πρόδωσε τον Ιησού για τριάντα αργύρια. Ε, δεν το λες και σοβαρή δικαιολογία (γέλια). Αντιλαμβάνομαι τα πάθη, και αυτή η δουλειά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αλλά είναι κάτι που το αναζητώ, αν και θα χρησιμοποιούσα μια άλλη λέξη – ή φράση. Ας πούμε, προτιμώ τον χαρακτηρισμό «επιθυμητή εμμονή». Και πιστέψτε με, είναι πολύ όμορφη, αν μπορείς να αντέξεις τον πόνο που την συνοδεύει.

Παρακολουθούσατε το σινεμά του Σορεντίνο; 

Βεβαίως. Όταν διάβασα το σενάριο μπορούσα να δω, ξεκάθαρα, πως επρόκειτο για τον ίδιο καλλιτέχνη που υπέγραψε το «Il Divo» και την «Τέλεια Ομορφιά». Ξέρετε, εγώ ήμουν αυτός που τον προσέγγισε – μέσω του ατζέντη μου φυσικά. Πείτε μου σοβαρά, ποιος ηθοποιός δεν θα ήθελε να δουλέψει μ΄ αυτόν τον άνθρωπο; Αλλά, στ’ αλήθεια δεν μπορώ να προσδιορίσω την ταινία – όπως και δεν θα μπορούσα να προσδιορίσω μια ταινία του Τεό (σ.σ.: εννοεί τον Θόδωρο Αγγελόπουλο). Μιλάμε για κινηματογραφιστές με γιγαντιαίο όραμα. Κάπου, κάποιος χαρακτήρισε «Ομηρικό» τον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου, και το σινεμά του Σορεντίνο διακατέχεται από ένα τέτοιο αφηγηματικό πάθος.

Αναπόφευκτα η κουβέντα οδηγείται στη συνεργασία του ηθοποιού με τον μεγάλο έλληνα δημιουργό για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» που γύρισαν το 1995. Οι διαφωνίες τους στο πλατώ, έντονες. Μέσα από αυτές όμως, τελικά, προέκυψε μια βαθιά κατανόηση και μια φιλία που κράτησε μέχρι τον αιφνίδιο θάνατο του «Τεό». Σύμφωνα με τα λόγια του Χάρβεϊ Καϊτέλ: «Γνωριστήκαμε πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, όταν ήρθε στο σπίτι μου για να δούμε μαζί, παρέα φυσικά με τον παραγωγό, το “Τοπίο στην ομίχλη”. Δυστυχώς, κοιμήθηκα στο πρώτο πεντάλεπτο. Ο παραγωγός με σκούντηξε, και τον είδα απέναντι μου, χαμογελαστό. Και είπα το “ναι”! Άφοβος άνθρωπος ο Τεό. Σκληρός, όσο και ευαίσθητος. Παρ’ ολίγο να πλακωθούμε στα γυρίσματα. Για τα γυρίσματα μιας σκηνής, πολύ απαιτητικής για όλους μας – η σκηνή που μιλάω με τη μητέρα μου. Και σ’ αυτή τη σκηνή εγώ και ο Τεό… δεθήκαμε. Η Στέλα Άγκνιου, δασκάλα μου στο Actors Studio, είχε πει κάποτε για τη μεγάλη Άννα Μανιάνι πως «αυτή η γυναίκα δεν είναι ηθοποιός, είναι ένα δέντρο!». Ο Τεό μπορεί να λείπει, αλλά ανήκει σε αυτό το δάσος».

Σας λείπει σήμερα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος;

Δεν υπάρχει μέρα που να μην τον σκέφτομαι. Φυσικά και μου λείπει – τον αγαπούσα και τον σεβόμουν . Λυπάμαι που ο Τεό δεν είναι πια μαζί μας. Θα ήθελα πολύ να ήταν εδώ σήμερα, να του συστήσω τον Σορεντίνο. Είμαι βέβαιος πως θα τον συμπαθούσε, και πως θα συμπαθούσε και τη «Νιότη». Είμαι επίσης βέβαιος πως, στο τέλος, θα προτιμούσε το δικό του σινεμά. (γέλια)  Ήμασταν εδώ, το 1995, για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» και του έδωσαν το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, το δεύτερο βραβείο ουσιαστικά. Και θυμάμαι πόσο απογοητευμένος ήταν – ανέβηκε στη σκηνή, κρατώντας το με χέρια χαλαρά, και είπε στο μικρόφωνο «Δεν περίμενα αυτό το βραβείο». Μόνο ο Τεό θα είχε τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο στις Κάννες, δεν το πίστευα! Ήμουν στην κηδεία του εκείνη τη μέρα, ήσασταν εκεί;

Ναι, ήμουν. Ξέρετε πως στο σενάριο της «Άλλης θάλασσας» υπήρχε μια σεκάνς που διαδραματιζόταν στο ίδιο νεκροταφείο, και μάλιστα με ημερομηνία γυρίσματος πολύ κοντά στη μέρα της κηδείας;

Αλήθεια; Τι να πω… συμπτώσεις! Ξέρετε, δε μου πάει η μεταφυσική. Για μένα ο Θεός και ο Διάβολος κατοικούν στη γη, μέσα μας. Είναι όλα εδώ, και η ζωή είναι μια μάχη που δεν τελειώνει ποτέ.

Εσείς όμως ξέρετε από μάχες, υπηρετήσατε στο ναυτικό, ήσασταν πεζοναύτης. Πόσο σας βοήθησε αυτό όταν στραφήκατε στην υποκριτική;

Κοιτάξτε, έμαθα τι θα πει πειθαρχία, πώς να υπομένω τα βάσανα, τι σημαίνει τιμή, τι σημαίνει θυσία. Για τρία χρόνια, ο στρατός μου έδωσε μια ταυτότητα. Στην αρχή, δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ τους φόβους μου, ήμουν δειλός. Θυμάμαι ιδιαίτερα μια νύχτα: εκπαιδευόμασταν στο δάσος σε απόλυτο σκοτάδι, οπότε δεν μπορούσα καν να δω τα χέρια μου. Ήμουν τρομοκρατημένος - αλλά δεν ήθελα να με πάρουν χαμπάρι κιόλας. Ξαφνικά, άκουσα τη φωνή ενός εκπαιδευτή: «Φοβάσαι το σκοτάδι γιατί φοβάσαι αυτό που δεν ξέρεις. Θα σου δείξω πώς να ζεις στο σκοτάδι». Αυτά τα λόγια με κυνηγούσαν όλη μου τη ζωή. Ποτέ δεν είδα το πρόσωπό του. Πρέπει να καταλάβετε πως τότε ήμουν μόλις 17 ετών. Εκείνη την εποχή, με τους φίλους μου στο Μπρούκλιν, βγαίναμε έξω στους δρόμους χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά πού πηγαίναμε. Με είχαν αποβάλει από το γυμνάσιο, άλλοι είχαν μόλις εγκαταλείψει το σχολείο. Έψαχνα για μια ταυτότητα, ένα μονοπάτι που θα με βοηθούσε να βρω τον εαυτό μου.

Και η υποκριτική πως προέκυψε;

Ένας φίλος φταίει! Ένα βράδυ ήρθε και μου είπε "Χάρβεϊ, αν δεν κάνεις τίποτα μετά τη δουλειά, θέλεις να έρθεις μαζί μου σε μια τάξη δράματος;". Εκεί βρήκα ένα νέο κίνητρο, κάτι που αναζητούσα από την εποχή που άφησα το Σώμα. Επτά φορές έκανα audition για το Actor's Studio και επτά φορές με απέρριψαν. Την όγδοη τα κατάφερα.

Σχεδόν όλοι οι κριτικοί σήμερα αναγνωρίζουν την προσφορά σας στο ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά. Ήταν μια συνειδητή επιλογή;

Απολύτως, και είμαι περήφανος γι'αυτό. Τα χρήματα δεν ήταν ποτέ η προτεραιότητα μου. Οι ατζέντηδες, μια ζωή με συμβούλευαν να μην κάνω αυτές τις ανεξάρτητες ταινίες, διότι αυτό θα μεγάλη δυσκολία να αυξήσω τις αμοιβές μου - είναι λίγο σαν το χρηματιστήριο... Και είχαν δίκιο! Αλλά υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα....

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες