Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Conversations with remarkable people, v.17. Isabelle Huppert


Η Ιζαμπέλ Ιπέρ ήταν, μάλλον, η σιωπηλή πρωταγωνίστρια του φετινού Φεστιβάλ Καννών. Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε (το φιλόδοξο «Louder than bombs» του Γιόακιν Τρίερ, και η μάλλον απογοητευτική, δεδομένου της συνάντησης της με τον Ντεπαρτιέ, «Κοιλάδα του έρωτα» του Γκιγιόμ Νικλό) δεν προκάλεσαν κάποια ιδιαίτερη αίσθηση, κανείς όμως δεν είχε να πει κάτι αρνητικό για την ίδια. Ήταν άψογη – όπως πάντα. Το κινηματογραφόφιλο κοινό άλλωστε την αναζητά, από τότε που την γνώρισε στις ταινίες του Λουί Μαλ και του Κλοντ Σαμπρόλ, και εν συνεχεία, σε φιλμ προερχόμενα απ’ ολόκληρη την φιλμική υφήλιο (πριν λίγους μήνες, την είδαμε στην αμερικάνικη «Εξαφάνιση της Έλινορ Ρίγκμπι», όπου και ενσάρκωσε τη μητέρα της Τζέσικα Τσαστέιν). Η Ιπέρ εμφανίστηκε και στις δυο πρεμιέρες των ταινιών της στις Κάννες, περισσότερη αίσθηση όμως προκάλεσε η εμφάνιση της στη σειρά διαλέξεων / συζητήσεων με γενικό τίτλο «Women In Motion» που διοργάνωσε η Kering, παράλληλα με το Φεστιβάλ. Το ζήτημα εδώ, η θέση της γυναίκας στην κινηματογραφική βιομηχανία. Θέμα που δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τον "δικό" μας τύπο, αλλά τον διεθνή, τον «καίει» μάλλον αρκετά: Ήμουν ο μόνος έλληνας σε μια γεμάτη αίθουσα. Λίγα λεπτά μετά την επίσημη ομιλία της, η Ιπέρ είχε δυο λόγια να πει και σε μένα.


Έχει περάσει καιρός από τότε που κάνατε την πρώτη σας κινηματογραφική εμφάνιση, κι όμως μετά τη σημερινή κουβέντα έχω  την αίσθηση πως πίσω από κάθε ρόλο σας κρύβεται και μια μικρή μάχη.

Οι γυναίκες μάθαμε από πολύ νωρίς να λειτουργούμε, στα κινηματογραφικά σετ, πότε "ενεργητικά" και πότε "παθητικά", πετυχαίνοντας πάντα τον στόχο μας. Οι άνδρες... δυσκολεύονται. Είναι πολύ δύσκολο για έναν άνδρα να συλλάβει την ιδέα του να κερδίζεις, ενώ φαινομενικά υποχωρείς. Εκτός φυσικά από τον Ζεράρ (Ντεπαρτιέ). Αλλά δεν υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί σαν τον Ζεράρ εκεί έξω.

Βρεθήκατε ξανά μαζί στο «Valley of love». Κανείς δεν είχε να πει κάτι κακό για εσάς – αν και η ταινία φάνηκε να απογοήτευσε το κοινό της.

Το κοινό, η ταινία θα το βρει στις αίθουσες. Διάβασα το σενάριο της, και με κέρδισε αμέσως η απλότητα του. Κανείς δεν είχε επικοινωνήσει με τον Ζεράρ ακόμα, δεν γνώριζα πως θα τον συναντούσα ξανά. Ε, και ήταν ο ίδιος. Ακριβώς όπως τον θυμόμουν την εποχή που γυρίζαμε το «Λουλού» του Μωρίς Πιαλά. Βρεθήκαμε, κάναμε μια κουβέντα για μικρά, καθημερινά πράγματα, αυτά που χαρακτηρίζουν την κοινή ζωή του ζευγαριού που ενσαρκώνουμε σ’ αυτό το φιλμ.

Έγιναν πρόβες δηλαδή;

Α, όχι!

Γιατί τόση έμφαση;

Επειδή τις απεχθάνομαι! Και στο θέατρο, και στον κινηματογράφο. Η υποκριτική για μένα είναι κάτι που παγιδεύεται ακαριαία. Και αυτό είναι το σινεμά, μια εικόνα, ένα σύμπαν που κατασκευάζεται εκείνη τη στιγμή. Η μόνη έμπνευση που έχεις, είναι το σενάριο. Δε λέω, εγώ και ο Ζεράρ ήμασταν ούτως ή άλλως σε επαφή, αλλά όταν βρισκόμαστε στο πλατό είμαστε σαν δυο ψάρια μεσ’ τη γυάλα. Ο κινηματογράφος είναι το φυσικό μας περιβάλλον.


Η μικρή κουβέντα μας διακόπτεται: Μια ανυπόμονη δημοσιογράφος παρεμβαίνει, ζητώντας ένα αυτόγραφο πριν τρέξει να προλάβει την επόμενη προβολή. Η Ιπέρ υπογράφει κοιτάζοντας την κατάματα, με βλέμμα μονίμως υγρό – έχεις την αίσθηση πως διαρκώς συγκρατεί ένα δάκρυ. Το ίδιο βλέμμα είχε και καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας. «Με συγχωρείτε γι αυτό», μου αποκρίνεται, και συνεχίζουμε.


Σήμερα δηλώσατε πως η τέχνη της υποκριτικής είναι κατεξοχήν θηλυκή.

Ανησύχησα πως θα παρεξηγηθώ, είναι ξεκάθαρο πως μια γυναίκα πρέπει να δουλέψει πολύ πιο σκληρά για να αγγίξει μια κάποια αναγνώριση στο χώρο. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι παραγωγοί θα την σεβαστούν λόγω «διασημότητας». Ας πούμε πως ο ηθοποιός οφείλει να τιθασεύει τον εγωισμό του πριν «πιάσει» έναν ρόλο. Είναι πιο εύκολο για μια γυναίκα να συναινέσει σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ψυχολογική κατάσταση.

Και τι συμβαίνει όταν έχετε να αντιμετωπίσετε έναν άνδρα σκηνοθέτη σε ένα γυναικείο ψυχογράφημα όπως αυτό της «Δασκάλας του πιάνου»; Τι άνθρωπος είναι ο Μίκαελ Χάνεκε;

Πρώτα απ’ όλα. Ο Χάνεκε είναι ένας δημιουργός. Δεν έχεις να κάνεις με έναν διεκπεραιωτή, αλλά με έναν διανοούμενο που είναι και κινηματογραφιστής. Και μιας και το αναφέρατε – δεν νομίζω να το έχω αναφέρει ξανά αυτό – όντως υπήρξαν δυσκολίες, γιατί έπρεπε να αποφευχθούν κάποιες παγίδες, και πέρασαν πολλές ώρες κουβέντας και μελέτης ούτως ώστε να καταλήξουμε σε μια κοινή προσέγγιση.

Ποια θεωρείτε πως είναι η καλύτερη κινηματογραφική σας στιγμή;

Δεν έχω μια απάντηση σ’ αυτό. (Παύση) Ξέρετε, δεν σκέφτομαι ποτέ σε παρελθοντικούς όρους, για μένα όλοι οι ρόλοι που έπαιξα ποτέ, λαμβάνουν χώρα στο παρόν. Στο «τώρα». Θα μπορούσα να παίξω σήμερα, για πρώτη φορά, όλους εκείνους τους χαρακτήρες που ενσάρκωσα στο παρελθόν – και αντιστρόφως. Περιμένω πάντως να δω το τελικό μοντάζ του «Elle». Να, αυτή ήταν μια έντονη εμπειρία.


Για το 2016, η Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει ήδη «φιξάρει» τρεις εμφανίσεις – ανάμεσα τους συναντά κανείς και το πολυαναμενόμενο «Elle», το θρίλερ δηλαδή που σκηνοθέτησε ο Ολλανδός Πολ Βερχόφεν (που πρόκοψε στο Χόλιγουντ, γυρίζοντας ταινίες όπως το «Βασικό ένστικτό», το «Robocop» και η «Ολική επαναφορά»), για πρώτη φορά εδώ, σε γαλλικό έδαφος. Σημειώστε τον τίτλο: θα είναι από τα πιο πολυσυζητημένα φιλμ εκείνης της χρονιάς.


Καταλογίζουν συχνά μια ψυχρότητα στην κινηματογραφική σας περσόνα.

Νιώθω πως είμαι ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό. Σε κάθε ύπαρξη υπάρχουν πολλές ζωές, οπότε το ζήτημα της τυποποίησης δεν είναι κάτι που με τρομάζει. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να διαχωρίσω την προσωπική μου ζωή απ’ αυτό που ζω μέσα σ’ έναν ρόλο.  Εδώ η διασημότητα, ή αν προτιμάτε, η αναγνωρισιμότητα, λειτουργεί μάλλον ανασταλτικά.

Ακούγεται σα να μην παραδίνεστε ποτέ σ’ έναν ρόλο.

Πίσω από το προσωπείο ενός χαρακτήρα, είμαι πάντα εγώ, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Το ζήτημα είναι να αποτελείς κομμάτι ενός συνολικού οράματος. Αυτό σημαίνει πως πρέπει, διαρκώς να συνδιαλέγεσαι με την «εξουσία», κατά κάποιον τρόπο. Και αυτό είναι δύσκολο. Πολλές φορές, όταν ο σκηνοθέτης είναι φίλος σου, δυσκολεύεσαι ακόμα περισσότερο. Έκανα πρόσφατα μια ταινία με την Κατρίν Μπρεγιά, μια καλλιτέχνιδα δυναμική αλλά και πεισματάρα (γέλια). Ήταν παράξενο: τη μια στιγμή ήμασταν οι κολλητές φίλες που μιλούσαν για τα πάντα, και την επόμενη, ήταν η σκηνοθέτιδα μου. Αλλά τα καταφέραμε στο τέλος, όπως συμβαίνει στο σινεμά.

Κάποιοι λένε πως το σινεμά είναι μια περιπέτεια που συναντάμε στους άλλους.

Για μένα, είναι η τέχνη της παράκαμψης.



Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Mad Max Fury Road (2015)


Το «Mad Max: Road Fury» είναι για το σινεμά δράσης, ό,τι και ο Πύργος του Άιφελ για την σύγχρονη αρχιτεκτονική. Χρησιμοποιεί με άλλα λόγια την τεχνολογική πρόοδο για να εξελίξει την κινηματογραφική γλώσσα, οδηγώντας παράλληλα το είδος σε μια νέα εποχή. Σε επίπεδο αφήγησης, είναι ανελέητο: Η ταινία μοιάζει με δίωρη σεκάνς καταδίωξης. Μέσα σε αυτές τις δυο ώρες όμως ο (εβδομηντάχρονος!) George Miller πλάθει χαρακτήρες, κίνητρα και προσδοκίες, ενώ υπογείως αρθρώνει έναν καίριο και ουσιαστικό λόγο πάνω στα φλέγοντα ζητήματα των φύλων αλλά και των προκυπτόντων ρόλων τους. Και η αφετηρία του; Μια εποχή ρημαγμένη, χωρισμένη σε καλούς και κακούς, σε ήρωες και δειλούς.

Τα αρχέτυπα βέβαια δεν εμφανίστηκαν με το σινεμά. Ξεκινούν από την αρχαιότητα: Στις μυθολογίες όλων, κυριολεκτικά, των αρχαίων πολιτισμών, οι δυναμικές αυτές μορφές υπήρξαν οι πρώτοι γνήσιοι πρωταγωνιστές – αλλά και ένα μέσο προσέγγισης της μυθικής ύπαρξης που κρύβεται μέσα μας. Τι είναι άλλωστε η ανθρώπινη ψυχή; Ένα παζλ εννοιών, σχέσεων και Αρχετύπων, που με τη σειρά του, αναδομεί τις καθημερινές μας σκέψεις και επιθυμίες, επιτρέποντας στο ασυνείδητο μας να «κατασκευάσει» τις ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούμε. Και ο Γιούνγκ χρησιμοποίησε πρώτος αυτούς τους μύθους ως εφαλτήριο για την βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης ψυχολογίας και του συλλογικού ασυνειδήτου.

Στο φιλμ που μας αφορά, το στόρι έχει ως εξής: Σε μια άγονη γη, ό,τι απέμεινε δηλαδή μετά την καταστροφή, ένας τυραννικός πολέμαρχος, ο Ιμόρταν Τζο, ελέγχει τη μόνη πηγή νερού (το αποκαλεί… «άκουα κόλα») και μαζί της, μια ολόκληρη κοινωνία απόκληρων. Οι δε νέες και όμορφες γυναίκες αποτελούν και τον θησαυρό του (προορίζονται άλλωστε για αναπαραγωγή του είδους), μέχρι που η Φουριόσα αποφασίζει να δραπετεύσει μαζί τους, προς αναζήτηση ενός καινούργιου κόσμου. Και εδώ, ο ρόλος ενός σκλάβου «αιμοδότη» που αποδρά μαζί τους (o Mad Max του τίτλου) είναι περισσότερο ουσιαστικός απ’ όσο δείχνει σε πρώτη ματιά.

Γιατί σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται στο σημείο μηδέν, το Αρσενικό αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της καταστροφής, όσο και της ελπίδας. Και όταν ο Ήρωας ανασταίνει, κυριολεκτικά, την Ηρωίδα μέσω ενός (τεχνητού) ομφάλιου λώρου, χαρίζοντας της το αίμα του, οι ρόλοι αρσενικού και θηλυκού δείχνουν πλήρως αντεστραμμένοι μορφολογικά, αλλά και ακλόνητοι σημειολογικά. Αυτό που πρέπει να αλλάξει, δεν είναι ο μυθολογικός προσδιορισμός τους, λέει ο George Miller, αλλά η κοινωνική δομή που τα περιβάλλει. Έτσι, η παρούσα εκδοχή της Πατριαρχείας θα δώσει τη θέση της σε μια νέα κοινωνία, όπου το μοντέλο της οικογένειας θα έχει πλέον ολοκληρωτικά αντικατασταθεί.

Nice to see you again Mr. Miller.

Ένας δίσκος για μια χώρα τραυματισμένη.

Σε μια από τις πιο οξυμένες πολιτικά (και ουσιαστικά) περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, πολλοί καλλιτέχνες μίλησαν ανοιχτά και πήραν θέση. Καλοδεχούμενοι, ανεπιθύμητοι, ήπιοι, φωνακλάδες, ρηξικέλευθοι, συμβιβαστικοί, με επιχειρήματα ή χωρίς, βγήκαν στις οθόνες για να εκτεθούν – και αναλόγως κρίθηκαν από το τηλεθεάμων κοινό, που ούτως ή άλλως αγνοεί, στο μεγαλύτερο ποσοστό του, την καλλιτεχνική τους πορεία. Ελάχιστος ο αριθμός εκείνων που μίλησαν δια της τέχνης τους και ελάχιστοι κι εκείνοι που τους άκουσαν. Με μια εξαίρεση.

Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης είναι σκηνοθέτης και μουσικός. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία («Κλαις;») προβλήθηκε το 2003 και ακολούθησαν άλλες δύο, το υπέροχο «Ροζ» του 2006, και το δυστοπικό «Higuita» του 2012, το οποίο και υπέγραψε ως «The Boy». Αυτό το τελευταίο ψευδώνυμο χρησιμοποιεί και για τη μουσική του ιδιότητα: Τέσσερα «επίσημα» άλμπουμ (από την ανεξάρτητη δισκογραφική “Inner Ear”), συμμετοχές σε soundtrack (σπουδαία η δουλειά του στους «Αισθηματίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη, για την οποία βραβεύτηκε από την Ελληνική Κινηματογραφική Ακαδημία) και πολλές ανεπίσημες κυκλοφορίες που βρήκαν το κοινό τους μέσω διαδικτύου. Όπως και τώρα.




Πριν λίγες μέρες, εμείς οι επισκέπτες του προφίλ του Βούλγαρη στο φατσοβιβλίο, διαβάσαμε αυτό το status: «Κατά καιρούς όταν συμβαίνει κάτι πολιτικοκοινωνικό με παίρνουν και μένα απο κάποια μέσα και ζητάνε να τους πω την άποψη μου. Προσωπικά δε μ’ αρέσει να διαβάζω τις απόψεις καλλιτεχνών για θέματα πέραν της δουλειάς τους οπότε δεν λέω ποτέ ναι σε αυτές τις προσκλήσεις. Προτιμώ να μιλάω για οτι θέλω μέσα απο τα πράγματα που κάνω είτε στη μουσική είτε στο σινεμά και τέλος πάντων αν έχω κάτι να πω αυτό να ειπωθεί με έναν δημιουργικό τρόπο. Για αυτό τον λόγο και με βάση ο,τι συμβαίνει αυτές τις μέρες ξύπνησα σήμερα το πρωί και έγραψα 10 καινούργια ελληνόστιχα τραγούδια που έχουν μέσα τις δικές μου σκέψεις».

Το άλμπουμ, που οι χρήστες μπορούν να κατεβάσουν δωρεάν έχει τίτλο «Καλό παιδί». Στο κομμάτι «Μιούζικαλ  κάτω από τη Γη» ακούμε: «Φασίστες και αριστεροί / Γάβροι και βάζελοι / Πλούσιοι και φτωχοί / Μια αγκαλιά όλοι μαζί / Σ αυτόν τον τόπο δε θα κλείσει καμία πληγή. Στο «Τι θα υπάρχει τη Δευτέρα;»: «Τι θα υπάρχει τη Δευτέρα; / Σου υπόσχομαι οτι θα υπάρχουνε ακόμα οι λόγοι που δεν θέλεις να με δεις / Τι θα υπάρχει τη Δευτέρα; / Σου υπόσχομαι οτι θα υπάρχουνε ακόμα μητέρες να σε προσέχουν πριν παντρευτείς / Τι θα υπάρχει τη Δευτέρα; Σου υπόσχομαι οτι θα υπάρχουνε διαφημίσεις στην τηλεόραση να ξεχαστείς».

Η βάση είναι το πιάνο και η μπάσα αλλά και ευλύγιστη φωνή του Αλέξανδρου ενώ στις κιθάρες και την παραγωγή βοηθά ένας άλλος αξιόλογος μουσικός του ανεξάρτητου χώρου («Κτίρια τη νύχτα»). Ο τόνος μινιμαλιστικός, πότε θλιμμένος, πότε ελεγειακός, αποτελεί τη συνέχεια ενός ήχου και μιας ματιάς που προσδιορίστηκε λίγο μετά τη μεταπολίτευση, μέσα από τις ανεξάρτητες κυκλοφορίες της Creep Records και που δρα υπόγεια – χάρη σε κυκλοφορίες σαν κι αυτή – μέχρι σήμερα. Κι όταν όλα αυτά που ζούμε αυτές τις μέρες καταχωρηθούν στο παρελθόν (βιαστικά, όπως συμβαίνει συνήθως), το άλμπουμ του Αλέξανδρου Βούλγαρη θα στέκεται ως η πιο ουσιαστική μαρτυρία όσων συνέβησαν. Και πιθανότατα όσων τα ακολουθήσουν.


Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Παρουσίαση της εβδομάδας στα InstaNEA: Κλικάρετε στη φάτσα.

Mr Holmes (2015)


Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς πρωτοδημοσιεύτηκαν στις πίσω σελίδες του περιοδικού “Strand” στα τέλη του 19ου αιώνα. Και, σε αντίθεση με τις ιστορίες μυστηρίου του Γουίλκι Κόλινς ή του Καρόλου Ντίκενς (οι οποίες σπάνια αναφέρονται πια), ήταν μικρές, με μια ξεχωριστή και περιεκτική δομή – κάτι που τις έκανε αμέσως δημοφιλείς. Σύντομα όμως ο δημιουργός τους, ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ένοιωσε «παγιδευμένος» απ’ αυτή τη δημοτικότητα, και αποφάσισε να τερματίσει τη ζωή του Χολμς σε μια αναλόγως δραματική ιστορία.

Δυστυχώς, είχε υποτιμήσει την επιτυχία του χαρακτήρα: Η κατακραυγή άγγιξε επίπεδα μαζικής υστερίας και, όπως αντιλαμβάνεστε, ο Χολμς σύντομα «αναστήθηκε». Προσωπικά, βρίσκω απολύτως δικαιολογημένη την αντίδραση του κοινού: Πως σκοτώνεις μια τέτοια προσωπικότητα; Γιατί ο Ντόιλ δεν ήταν απλά ένας χαρισματικός αφηγητής. Δημιούργησε και έναν χαρακτήρα εμβληματικό, ευφυή και κυνικό από τη μία, ριψοκίνδυνο και ανθρωπιστή από την άλλη. Κάθε ιδιοτροπία του ήταν και ένα ψυχογραφικό «κέντημα». Δεν είναι τυχαίο που όλοι αγαπήσαμε, μέσα από τον Χολμς, ακόμα και την εποχή στην οποία έζησε, παρά την μάλλον μηδενική βιωματική μας σχέση με το Βρετανικό φλέγμα.

Στην ταινία του Μπιλ Κόντον (που συνεργάζεται ξανά με τον Ίαν Μακ Κέλεν μετά το υπέροχο «Θεοί και δαίμονες» - εδώ βασίζεται στο βιβλίο του Μιτς Κάλιν «A Slight Trick of the Mind») ένας ηλικιωμένος Χολμς ανατρέχει στις αναμνήσεις της τελευταίας του υπόθεσης που τον οδήγησαν στην παραίτηση. Έχει περάσει τα 90, και ξέρει πολύ καλά πως οι μέρες του είναι μετρημένες. Οι ιστορίες του έγιναν διάσημες χάρη στον χαμένο του φίλο, τον Γουάτσον που τις μετέφερε στο χαρτί, ο ίδιος όμως δεν φορά το χαρακτηριστικό του καπέλο, ούτε χαϊδεύει στωικά την πίπα του.  

Ενώ λοιπόν η μνήμη του χάνεται, ο γηραιός ντετέκτιβ έχει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και την επίμονη μνήμη των άλλων, εκείνων που τον γνώρισαν μέσα από την καταγραφή των περιπετειών του. Αυτή η σύγκρουση μύθου και πραγματικότητας συνοδεύεται, με διάθεση μελαγχολική, από μια εξαιρετική ερμηνεία: Ο Ίαν Μακ Κέλεν, ασθμαίνων στις σκηνές του «τώρα» και «ζεστός» στα εμβόλιμα φλάσμπακ, ενσαρκώνει μοναδικά έναν χαρακτήρα που ακροβατεί ανάμεσα στη λήθη και την αιωνιότητα. Και ο Μπιλ Κόντον καταγράφει αυτή τη διαδρομή με αξιοθαύμαστη – και χαρακτηριστικά Βικτωριανή – χάρη.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες