Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Conversations with remarkable people, v.23: Gianfranco Rosi


Αν και βρίσκεται περίπου 200 χιλιόμετρα ανοικτά της νότιας ακτής της Ιταλίας, η Λαμπεντούζα έχει γίνει πρωτοσέλιδο παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια σαν το πρώτο λιμάνι εισόδου για εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες της Αφρικής και Μέσης Ανατολής που ελπίζουν να κάνουν μια νέα ζωή στην Ευρώπη. Ο Rosi έζησε στο νησί, συλλαμβάνοντας την ιστορία της, τον πολιτισμό και την τρέχουσα καθημερινή πραγματικότητα των 6.000 κατοίκων της, καθώς εκατοντάδες μετανάστες φτάνουν στις ακτές της σε εβδομαδιαία βάση. Το ντοκιμαντέρ που προέκυψε, με τίτλο «Φωτιά στη Θάλασσα», κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Λίγες μέρες μετά, ο Ιταλός Πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι ανακοίνωνε πως θα μοιράσει κόπιες του στην προγραμματισμένη σύνοδο κορυφής των Ευρωπαίων Ηγετών, στην Τουρκία, τον περασμένο Μάρτιο. Τίποτα δεν άλλαξε. Πετυχαίνω τον σκηνοθέτη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μιλάμε για περίπου δεκαπέντε λεπτά.


Μια δημοσιογράφος στο Βερολίνο σας «έψεξε» για την απουσία ξεκάθαρων θέσεων γύρω από το προσφυγικό ζήτημα. Περίμενε απαντήσεις.

Πολλοί περιμένουν απαντήσεις, αλλά η ταινία μου είναι περισσότερο μια κραυγή απόγνωσης, πιο κοντά στην ιστορία αυτού του παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με έναν κόσμο που αγνοούμε. Ναι, ξέρω, κάθε ταινία είναι πολιτική, όπως θα έλεγε ο Γκοντάρ, αλλά δεν έχω λύσεις να δώσω με το «Fuocoamare», ούτε απαντήσεις. Ας το κάνει ο Μάικλ Μουρ αυτό. Ο Μουρ μοιάζει να έχει απαντήσεις για όλα. Για μένα όμως, αυτό αποτελεί και το σημείο έναρξης μιας διαλεκτικής που κάπως πρέπει να αρθρωθεί. Η ταινία μου δε θέλει να μιλήσει με πολιτικούς όρους, αλλά με συναισθηματικούς. Για κάποιους αυτό αποτελεί πρόβλημα. Για μένα όχι.

Με αυτούς τους όρους άλλωστε, απευθύνθηκε στον κόσμο και ο Ιταλικός Νεορεαλισμός. Αισθάνεστε πως κουβαλάτε κάτι απ’ αυτή την κληρονομιά;

Είναι ένα ερώτημα που θέτω συχνά στον εαυτό μου. Από τη μια, χρησιμοποιώ κι εγώ αληθινούς ανθρώπους από τους οποίους προκύπτει το όλο δράμα, από την άλλη δεν τους αποδίδω ρόλους, όπως συνέβαινε στον νεορεαλισμό, αλλά προσπαθώ να σεβαστώ όσο γίνεται περισσότερο την αληθινή τους ταυτότητα. Προσπαθώ να αποτυπώσω την ουσία της καθημερινότητας τους. Δουλεύω πάντα χωρίς σενάριο. Το καθήκον μου είναι η απεικόνιση της αλήθειας τους: Το παιδί, ο γιατρός, ο ντι-τζέι… όλοι οι άνθρωποι στο «Fuocoamare» κουβαλούν μια ιστορία. Μη ξεχνάτε πως εκτός από ντοκιμαντερίστας, είμαι και κινηματογραφιστής. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η αφήγηση μιας ιστορίας.

Βρεθήκατε στη Λαμπεδούσα, για πόσο καιρό;

Έζησα ένα χρόνο εκεί. Κυρίως για να χτίσω κάποιους δεσμούς εμπιστοσύνης. Ξέρετε, το πιο δύσκολο εφέ είναι να εξαφανίσεις την κάμερα. Κάπως, με κάποιο τρόπο, πρέπει να κάνεις τους ανθρώπους να ξεχάσουν πως είσαι εκεί για να τους κινηματογραφήσεις. Και είναι μια δύσκολη διαδικασία – κυρίως γιατί πολύ συχνά χάνεις την πυξίδα σου. Ξεκινάς να γυρίσεις το φιλμ που έχεις στο μυαλό σου και συνειδητοποιείς πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν αφορούν τους ανθρώπους και το δράμα τους.

Και που πρέπει να λέει «όχι» ένας ντοκιμαντερίστας; Ποια είναι τα όρια της ηθικής ενός τέτοιου θεάματος;

Οι αμφιβολίες αυτές έρχονται συνήθως τη στιγμή του μοντάζ. Όχι όμως όταν κινηματογραφώ. Άλλωστε, δεν κυκλοφορώ καθημερινά με μια κάμερα – και είναι σημαντικό να ξέρεις πότε να σταματάς. Αλλά όταν αποτυπώνω κάτι σε φιλμ ξέρω πως έχει σημασία, πως πρέπει να κινηματογραφηθεί. Και ο θάνατος… (σ.σ.: Σταματά για μισό λεπτό περίπου) Δε θα σας πω ψέματα, το σκέφτηκα πολύ. Αλλά είναι μια πραγματικότητα. Δεν έχει κανένα νόημα να προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει, πως δεν είναι εκεί. Όταν πεθαίνουν άνθρωποι με αυτόν τον τρόπο, από τις αναθυμιάσεις μιας μηχανές, σαν σε θάλαμο αερίων, πρέπει να το γνωρίζουμε, πρέπει να ξέρουμε τι συμβαίνει σ’ αυτές τις θάλασσες. Ήταν το σημείο που άγγιξα και τα όρια μου σαν κινηματογραφιστής.

Δηλαδή;

Σταμάτησα το γύρισμα. Όχι για μια μέρα, το σταμάτησα μια και καλή. Αποφάσισα πως ο ρόλος μου εδώ είχε τελειώσει, πως θα μοντάρω την ταινία με το ήδη υπάρχον υλικό. Δεν είχα τη δύναμη να συνεχίσω, αν θέλετε. Ειδικά όταν συνειδητοποίησα πως αυτό που απεκαλύφθει μπροστά στα μάτια μας ήταν μονάχα ένα κομμάτι αυτής της τραγωδίας, της μεγαλύτερης που συνέβη στην Ευρώπη μετά το Ολοκαύτωμα.

Το είπατε και στο Βερολίνο αυτό – ενοχλώντας αρκετούς.

Εγώ έχω την αίσθηση πως η στάση του Τύπου (ακόμα και του Γερμανικού) ήταν μάλλον ευνοϊκή, αλλά ομολογώ πως υπάρχει μια βασική διαφορά: Κανείς δεν ήξερε πραγματικά τι συνέβαινε πίσω από τα τείχη του Άουσβιτς. Σήμερα, όλοι ξέρουμε. Και κανείς δεν κάνει τίποτα. 

Υπάρχει τελικά Ενωμένη Ευρώπη;

Ποιος πιστεύει σήμερα πως υπάρχει; Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι δυνατοί κάνουν αυτό που θέλουν – και ακόμη περισσότερο οι «φίλοι» τους. Σε ποια γενικότερη πολιτική «υπακούουν» η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Δανία; Μήπως τελικά αυτές είναι οι χώρες που υπαγορεύουν τη γενικότερη Ευρωπαϊκή Πολιτική για το προσφυγικό ζήτημα; Με ρωτούν συχνά αν ανησυχώ για την Ευρώπη των τραπεζών. Τους απαντώ πως ανησυχώ για την Ευρώπη των φασιστών. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε την τραγωδία αυτών των ανθρώπων όσο τα μυαλά μας παραμένουν κλειστά. Τους ρωτούσα, «Γιατί έρχεστε εδώ; Ο κίνδυνος είναι μεγάλος, μπορεί να πεθάνετε στη διαδρομή». Και εκείνοι μου υπενθύμιζαν πως στους τόπους τους, ο θάνατος είναι βέβαιος. Το «μπορεί» στην προειδοποίηση μου, ήταν αυτό που τους έδινε ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες