
Με τον κύριο Φώντα δεν γνωριζόμαστε, και δεν έχω ασχοληθεί ακόμη με τα links που θα στήσω εδώ για να παραθέσω όλες τις σελίδες που γουστάρω, αλλά αυτή εδώ η γωνιά είναι ένας θησαυρός και του αξίζουν πολλά ευχαριστώ. Ξεψαχνίστε την.
Η νοσταλγία νοούμενη σαν ψυχολογική κατάσταση είναι μια δυσθυμία και μια βαρυθυμία που εξωτερικεύεται με τη μελαγχολία, που στους ευαίσθητους μπορεί να οδηγήσει και στο θάνατο από “μαράζι”, όπως λέει κυριολεκτώντας ο λαός. Πράγματι, η απομάκρυνση από τον οικείο χώρο είναι ένα “ξερίζωμα” και ο μέτοικος, ένας άνθρωπος “χωρίς ρίζες” που μπορεί να πεθάνει από μαρασμό (μαράζι), όπως ακριβώς και τα ξεριζωμένα φυτά, που κάποιος τα έχει απομακρύνει απ'την αναγκαία για τη ζωή τους γη.

Εκτός απ’όλα όσα περιέγραψα παραπάνω, η αποχή είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει κανείς στην όποια άρχουσα τάξη συντηρεί το πολιτικό σκηνικό των τελευταίων δυο δεκαετιών. Δεν χρειάζεται να είσαι πυρηνικός επιστήμονας για να συνειδητοποιήσεις ότι κανενός πολιτικάντη δεν ιδρώνει το αυτάκι όταν η συμμετοχή στις κάλπες στουκάρει στο 50%. Ούτως η άλλως, τα κομματόσκυλα θα τρέξουν στις κάλπες. Έχει στεγνώσει πλέον η γλώσσα τους – κάπως πρέπει να υπερασπιστούν την ζωή που αφιέρωσαν στη σπασομεσίτιδα.
Δύσκολο πράγμα οι σχέσεις. Απαιτούν υπομονή και κατανόηση. Χρόνο, με μια λέξη, aυτό το δικαίωμα που, λίγο-λίγο μας αφαιρούν. Μας διαφεύγει το πόσο ανάγκη τον έχουμε – δεν μας μένει... χρόνος για μια τέτοια σκέψη. Χρόνος (ελεύθερος) βέβαια, σημαίνει και απόδραση. Και η Έβδομη Τέχνη, το σινεμά, την προσφέρει απλόχερα. Σε δυο μορφές: στην απόδραση που ξεκινά απ'αυτό που είσαι (και το “διακτινίζει”), και σ'αυτήν που διαγράφει το ποιός είσαι, δια του «βομβαρδισμού» μας.
Πορνογραφία:
Από την άλλη, ο ερωτισμός ριζοβολά στην εμπαθή αγάπη, τουτέστιν στην ιδέα της θετικής επιλογής, της ελεύθερης θέλησης, της επιθυμίας για ένα ιδιαίτερο πρόσωπο, ενώ η "πορνογραφία" βρίσκει τη ρίζα της στο "porno", την εκπόρνευση δηλαδή, ενημερώνοντάς μας έτσι ότι το ζήτημα δεν είναι η αμοιβαία αγάπη αλλά η κυριαρχία, είτε έναντι των ανδρών είτε έναντι των γυναικών. Κυριαρχία όμως που γίνεται “παιχνίδι” στα χέρια των ικανότατων πρωταγωνιστών, με τους ρόλους να αντιστρέφονται πολλές φορές και μέσα στην ίδια ταινία. Εν ολίγοις, όσο μαθαίνουν οι άντρες να “χρησιμοποιούν” τις γυναίκες μέσω των πορνό, τόσο γουστάρουν και να “χρησιμοποιούνται”. Ο συνάδελφος Δημήτρης, τα'βαλε μαζί μου όταν, στο ντοκιμαντέρ του Βάσου Γεώργα "Το Σινεμά Γυμνό" ξεστόμισα ότι από τις τσόντες έμαθε η γενιά μου να πηδάει (το "ξεχώρησε" μάλιστα και στην κριτική του για το φιλμ), αλλά... είναι αλήθεια. Και αν κάποιους / κάποιες τους ενοχλεί αυτό, αν σκεφτούν καλά αν το πρώτο φιλί που έδωσαν δεν ήταν παρά μια κακοχωνευμένη μίμηση ενός φιλιού που πρωτοείδαν σε κάποια οθόνη. Κανείς δεν ξέρει πια πως φιλιόντουσαν οι άνθρωποι στα χρόνια πριν τον κινηματογράφο. Κανείς.
Έκανε βέβαια και το πέρασμά του από την Ελλάδα. Ο Δημήτρης Κολιοδήμος γράφει στο βιβλίο “Αυστηρώς ακατάλληλον” που επιμελήθηκε ο Άρης Δημητρίου: “Μέχρι τα μέσα του 1973 είχαν ήδη δημιουργηθεί οι σταρ και οι στάρλετ του είδους και είχαν κάνει την εμφάνισή τους όλοι σχεδόν οι δημιουργοί του: σκηνοθέτες και παραγωγοί, αλλά και σεναριογράφοι και διευθυντές φωτογραφίας. Η Μόνα Λίζα Αρμπί, η Πάρη Βασιλάκη, η Ναταλί Δανίκα, η Ντόρα Δούμα, η Ρένα Κοσμίδου, η Βίκυ Κωνσταντινίδου, η Έφη Πλούμπη, η Σαμάνθα Ρωμανού, η Νατάσα Φοβάκη, η Νίκη Φωκά, η Ιωάννα Χαραμάκη από τις γυναίκες, ο Λευτέρης Γυφτόπουλος, ο Παύλος Λιάρος, ο Αντώνης Λιώτσης, ο Χάρης Μπρούμελ, ο Χρήστος Νομικός, ο Γιώργος Στρατηγάκης, ο Χάρης Τρύφωνας, ο Νίκος Τσαχιρίδης από τους άνδρες είναι οι σταρ. Η Γκιζέλα Ντάλι, η Τίνα Σπάθη και η Άννα Φόνσου, μαζί με τον Κώστα Γκουσγκούνη είναι οι σούπερσταρ, ενώ η παρουσία της Ελένης Ανουσάκη, του Γιάννη Αργύρη, του Φαίδωνα Γεωργίτση, του Λυκούργου Καλέργη, του Ανδρέα Μπάρκουλη, της Έλενας Ναθαναήλ και της Δώρας Σιτζάνη δεν περνά καθόλου, μα καθόλου απαρατήρητη. Μάλιστα, οι δύο απ’ αυτούς, ο Κώστας Γκουσγκούνης και η Τίνα Σπάθη, ήταν κάτι σαν λαϊκοί ήρωες”.
Η συνεχής προβολή του σεξ όμως οδήγησε τελικά στην πλήρη απενεχοποίηση της τσόντας. Κάτι οι διαφημιστικές ρεκλάμες που, πολλές φορές, προκαλούν ατυχήματα στους δρόμους με τις κορμάρες που απεικονίζουν, κάτι η έλευση των φτηνών οπτικοακουστικών συσκευών (αδύνατο να υπολογιστεί ο αριθμός των porno που γυρίζονται κάθε μέρα με κινητά τηλέφωνα), το porno έγινε κομμάτι της σύγχρονης κουλτούρας μας και πανέμορφες γυναίκες ποζάρουν σε εξώφυλλα dvd που πωλούνται στα περίπτερα, με τα πόδια τους και τα γεννητικά τους όργανα ορθάνοιχτα μπροστά σε εκστασιασμένους έφηβους και αδιάφορους ενήλικες. Αγγλικά μπορεί να μην ξέρεις, αλλά τους ορισμούς "anal", "deep-throat", "MILF" και τα ρέστα, τους μιλάς μια χαρά.
Τι είναι το Facebook; Κατ’αρχας είναι ένα δίκτυο που «ενώνει» μισό δισεκατομμύριο χρήστες. Ενας τρόπος να βρεις παλιούς χαμένους φίλους απο καιρό. Αλλά και ένα αξεσουάρ ματαιοδοξίας. Πόσοι είναι οι φίλοι μου; Πόσοι είναι ακόμα φίλοι μου; Αλλά και πόσοι νέοι φίλοι θα βρεθούν; Και, για να βρεθούν, πόσο πρέπει να «φτιάξω» το προφίλ μου; Ποιόν εαυτό μου να παρουσιάσω; Αυτov που ντρέπομαι να παρουσιάσω στον έξω κόσμο; Ή αυτόν που μπορώ να κατασκευάσω; Να πλάσω σύμφωνα με τα καλούπια των άλλων, που και αυτοί οι δυστυχείς, δανεικά τα πήραν, εξαργυρώνοντάς αυθαίρετα τις επιταγές του lifestyle. Προσέξτε, του οποιουδήποτε lifestyle. Το lifestyle του μερακλή σκυλά, του βασανισμένου γκοθά, του μισάνθρωπου μαυρομεταλλά (ανέκδοτο κι αυτό, να διακηρύττειs τη μισανθρωπία σου στο Facebook!), του χαζοχαρούμενου hipster – δεν έχει την παραμικρή σημασία ποιο θα διαλέξεις, από τη στιγμή που τον εαυτό σου τον έχεις καταργήσει για να μονιάσεις με τις ζωές των άλλων. Ένας ωκεανός θλίψης και μοναξιάς, αφόρητα γνώριμος και εξίσου απωθητικός. Με χίλιους δυο τρόπους.
Ο Fincher βέβαια είναι σκηνοθετάρα και στην αφήγηση λίγοι τον πιάνουν. Η ταινία είναι αξιοθαύμαστα στημένη. Τα cuts του, προερχόμενα κατευθείαν από τη σχολή του free cinema (θυμίζουν ιδιαίτερα αυτά του Λίντσεϊ Άντερσον), αρχιδάτα. Μόνο που για το ζουμί της υπόθεσης, για την ταμπακιέρα που έλεγαν και οι παλιοί, δεν έχει απολύτως τίποτα να πει. Και τη περιτομή να είχε ανακαλύψει ο Ζάκερμπεργκ αντί τοu Facebook, ίδια θα ήταν η ταινία.
Δυο ταινίες έκανε όλες κι όλες στα 90s ο Φίλιπ Ρίντλεϊ κι όμως άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη σύγχρονη κινηματογραφική ιστορία. Παίζοντας πάντα με τα αρχέτυπα. Όπως και εδώ: η Φαουστική αφετηρία του Heartless, έκδηλη και καλοβαλμένη. ‘Ηρωας ένα αγόρι σημαδεμένο. Από ένα γενετήσιο «κουσούρι» που του «στολίζει» το πρόσωπο. Στο σχήμα της καρδιάς. Ζει στο ανατολικό Λονδίνο, μια πόλη βλοσυρή, ερεβώδης και στοιχειωμένη, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μια από τις συμμορίες που λυμαίνονται την περιοχή δολοφονεί τη μητέρα του. Και ένας παράξενος επισκέπτης – που, ο ήρωας μας, μέχρι τότε μονάχα στα όνειρα του συναντούσε – του προσφέρει το δώρο της ομορφιάς. Μόνο που, όπως όλοι ξέρουμε, ο Σατανάς, συνηθίζει τις ζαβολιές.
Δεν θυμάμαι Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δίχως την ευγενή μορφή του Γιάννη Δαλιανίδη. Δεν τον θυμάμαι να χάνει ταινία, δεν τον θυμάμαι να μην αγωνιά για την τύχη του ελληνικού σινεμά. Και δεν τον θυμάμαι ποτέ δίχως το, χαρακτηριστικό, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, θλιμμένο του βλέμμα. Όταν όμως έβγαινε από μια ωραία ελληνική ταινία, το πρόσωπο του έλαμπε! Ο ίδιος, είχε να κάνει ταινία από το «Ισόβια», του 1988. Τον ρωτούσα συχνά γιατί. Η απάντηση, πάντα η ίδια: «Κάτι ετοιμάζω, κάτι γράφω καιρό τώρα. Αλλά δεν θέλω να το καταθέσω στο Κέντρο. Δεν θέλω να τους δώσω την ευκαιρία να με πληγώσουν».