"Greek weird cinema"
Δηλαδή «Παράξενο Ελληνικό σινεμά». Ένας όρος που «φόρεσαν» στη τωρινή μας κινηματογραφία οι επιφανείς κριτικοί του εξωτερικού, και στη συνέχεια ενστερνίστηκαν (λίγο – πολύ) και οι… δικοί μας. Όρος από τη φύση του θολός και αδιευκρίνιστος. Τι συνιστά δηλαδή κάτι «παράξενο»; Ας πούμε, οι αποδραματοποιημένες ερμηνείες. Η απόσταση από τη δράση. Η αισθητική των ξεθωριασμένων χρωμάτων – και η κλινικότητα που απορρέει από αυτά. Και μετά;
Ο Γιώργος Λάνθιμος, ο σκηνοθέτης ο οποίος λίγο – πολύ «χρεώνεται» αυτό το νέο ρεύμα, μου είχε πει παλιότερα το εξής, και δεν έχει και πολύ άδικο: «Το “Ελληνικό” σινεμά είναι όπως όλα τα “εθνικά” νομίζω, απλά τώρα υπάρχει αυτή η “τάση” του να μας ανακαλύψουν. Και σίγουρα τους αρέσει ο συσχετισμός της οικονομικής κρίσης. Μόνο που η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά ήταν πάντα έτσι, και κάποιες ελληνικές ταινίες είχαν ήδη ξεκινήσει να βγαίνουν προς τα έξω τα τελευταία χρόνια, απλά είναι “βολικό” το πακετάρισμα τώρα με την οικονομική μας κατάσταση. Τέλος πάντων, κακό δεν μας κάνει».
Κακό σίγουρα δεν κάνει. Τα βραβεία έρχονται το ένα μετά το άλλο, και μάλιστα από διεθνή Φεστιβάλ των οποίων οι βραβεύσεις «μετράνε». Οι τελευταίες ήρθαν (ξανά) από τη Βενετία, με τη διπλή διάκριση του «Miss Violence» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά, κινηματογραφιστής που, όπως αναφέραμε και παλαιότερα, έφυγε από τη χώρα μάλλον «κατατρεγμένος» και επέστρεψε θριαμβευτής.
Βέβαια, και οι «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου έφυγαν με βραβείο σεναρίου από τη Βενετία, αλλά όταν έφτασαν εδώ, αγνοήθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τους έλληνες συναδέλφους του που αποτελούν την «Ακαδημία Κινηματογράφου» η οποία και αντικατέστησε τα Κρατικά Βραβεία – σε ό,τι αφορά τους «τίτλους» τουλάχιστον, μιας και τα έπαθλα που δίδει, δεν είναι και χρηματικά...
Στο μεταξύ, δέκα ελληνικές ταινίες προβλήθηκαν στη θεματική ενότητα “City to City” στο ραγδαίως ανερχόμενο Διεθνές Φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ τρεις συμπεριελήφθησαν στην αρχική λίστα ταινιών, που προτείνονται για υποψηφιότητα στα 26α βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2013 (οι ταινίες «Η Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου, «Το Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου – μια Ελληνική ταινία που φέρει πιο έντονα τα σημάδια της προέλευσης της και που διακρίθηκε στο Κάρλοβι Βάρι – και η φρικαλέα Ελληνοκυπριακή συμπαραγωγή «Οικόπεδο 12» του Κυριάκου Τοφαρίδη).
Γιατί τελικά, οι βραβεύσεις που μετράνε είναι οι διεθνείς. Αυτές άλλωστε αποτέλεσαν το ουσιαστικό «διαβατήριο» του Λάνθιμου για το εξωτερικό: η νέα του ταινία, διακεκριμένη ήδη από το στάδιο της προπαραγωγής της, ετοιμάζεται στο Λονδίνο και έχει τον τίτλο «The Lobster».
Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, πρόκειται για μια «αντισυμβατική ιστορία αγάπης, τοποθετημένη σε ένα δυστοπικό, κοντινό μέλλον, όπου όλοι οι μόνοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ταιριαστό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν μεταμορφώνονται σε ένα ζώο της επιλογής τους κι απελευθερώνονται στο Δάσος. Ενας απελπισμένος Αντρας το σκάει από το Ξενοδοχείο στο Δάσος εκεί όπου ζουν οι Μοναχικοί κι εκεί ερωτεύεται, ακόμη κι αν αυτό είναι ενάντια στους κανόνες τους». Τι σας λέει; Πρωταγωνιστεί η Λία Σεϊντού, ενώ αν σας πω ποιοί ήθελαν ρόλο εδω μέσα, και έφαγαν "πόρτα", μάλλον θα με περάσετε για τρελό.
Συνεργάτης στο σενάριο είναι και εδώ ο Ευθύμης Φιλίππου, συν-σεναριογράφος του Κυνόδοντα, των Άλπεων και του «L», που έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ του Σάντανς του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Ο ίδιος επίσης διαφωνεί με όλη αυτή την φιλολογία περί Ελληνικής Παραξενιάς: «Νομίζω άμα αρχίσουμε να μιλάμε για ρεύμα, θα σταματήσουμε να φτιάχνουμε ταινίες. Είναι βλακεία λέξη το weird και το ρεύμα επίσης. Εντάξει γίνονται περισσότερες ταινίες πια αλλά δεν νομίζω ότι μοιάζουν μεταξύ τους και θα ήταν άδικο για όλες να τις βάλουμε κάτω από την επιγραφή “παράξενες ταινιούλες από την Ελλάδα”».
Θέτω το ζήτημα στους διαδικτυακούς μου φίλους. Κάποιοι εξ αυτών, κάνουν κάποιες εύστοχες παρατηρήσεις. Ίσως, λένε, να τους φαίνεται «παράξενο» ακριβώς επειδή είναι Ελληνικό. Ίσως η εικόνα που είχαν οι «απ’ έξω» για μας, παρά το ισχυρό εσωτερικό κύμα του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, να είχε σταματήσει στον Άντονι Κουίν και στα συρτάκια του Μίκη. Ίσως να βλέπουν αυτές τις ταινίες και να σκέφτονται «μα που την έκρυβαν όλη αυτή την εσωτερικότητα οι Ζορμπάδες»; Το ζήτημα όμως είναι αλλού: Εντάξει με το «Παράξενο» του πράγματος - τι είναι αυτό, που καθιστά αυτό το σινεμά «Ελληνικό»;
Ας πούμε πως τα ζητήματα της οικογενείας, όπως αυτά θίγονται στις ταινίες «Κυνόδοντας», «Άλπεις», «Attenberg» και «Miss Violence», άπτονται της ελληνικής πραγματικότητας καθώς ο θεσμός της εδώ παραμένει σε πρώτο – κοινωνικό – πλάνο. Αν όμως, λέμε τώρα, δείξω τον «Κυνόδοντα» σ’ έναν θεατή της Άπω Ανατολής και τον ρωτήσω τι εθνικότητας είναι η ταινία που παρακολουθεί, θα μπορέσει να μου δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση; Ομοίως, αν του δείξω τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου ή τον «Μπαλαμό» του Σταύρου Τορνέ, θα τον δυσκολέψω ή θα τον διευκολύνω; Και δε λέω πως κάθε ήρωας ελληνικής ταινίας οφείλει να φοράει τσαρούχια. Αλλά υπάρχουν και σκηνοθέτες (Τσιώλης, Τορνές) που δεν κινήθηκαν βάσει μιας διεθνής (τουτέστιν Φεστιβαλική) προοπτικής, με ταινίες που δε φοβούνται να πουν δυο λόγια παραπάνω, που δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε καν την «επιτυχία» ή την «αποτυχία» τους.
Το ερώτημα που προκύπτει, σαφές: Απευθύνονται στους έλληνες θεατές οι ταινίες αυτού του νέου κύματος;
Υπάρχει βέβαια το κοινό εκείνο που, ούτως η άλλως, δε θα περνούσε έξω από μια ελληνική ταινία (αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Αναφέρομαι όμως στη «μερίδα» εκείνη που «κυνηγά» την ελληνική λογοτεχνία ή το θέατρο και, ας το πούμε, ακόμη να εμπιστευτεί το Ελληνικό σινεμά, επειδή δεν «του μιλάει». Όπως προσπάθησε να του μιλήσει ο «Βασιλιάς» του Νίκου Γραμματικού (που όμως, γνώρισε κι αυτός διεθνή διάκριση, παραλαμβάνοντας το πρώτο βραβείο – Χρυσή Πυραμίδα – στο Φεστιβάλ του Κάιρο δια χειρός του επιφανούς επί δεκαετίας ’70 Κριστόφ Ζανούσι) ή η «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, που ήταν – αν θέλουμε να ακριβολογούμε – η πρώτη σημαντική “έξοδος” μιας ελληνικής ταινίας που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη, σε Φεστιβάλ διεθνούς κύρους, αυτό των Καννών όπου και προβλήθηκε στην «Εβδομάδα της κριτικής».
Ο Οικονομίδης βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο στάδιο του τελικού μοντάζ για «Το μικρό ψάρι», ένα ρεαλιστικό δράμα με κεντρικό ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο – διεθνής συμπαραγωγή. Ο δε Γραμματικός ολοκληρώνει, μετά από τουλάχιστον πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς, ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ υπό τον τίτλο «Αναζητώντας τη Μήδεια». Εκτός αυτών, ο Πάνος Κούτρας, σκηνοθέτης της ευαίσθητης και διεθνώς αναγνωρισμένης «Στρέλλας» φιλμάρει αυτές τις μέρες το «Xenia», με ήρωες δύο νεαρούς Αλβανούς δεύτερης γενιάς που κινδυνεύουν με απέλαση από την Ελλάδα. Δυσκολίες στη παραγωγή, αρκετές: εκεί που ο σκηνοθέτης περίμενε την εγκεκριμένη επιχορήγηση της ΕΡΤ, ήρθε το αιφνίδιο κλείσιμο της (και δεν είναι η μόνη ταινία που λαβώθηκε απ’ αυτό – άραγε θα ασχοληθεί κανείς σοβαρά με το ζήτημα;).
Για τα γυρίσματα της, ο γάλλος δημοσιογράφος Ολιβιέ Σεγκιρέ υπέγραψε ένα δισέλιδο αφιέρωμα στη «Liberation» - όπου μεταξύ άλλων, γράφει τα εξής: «Η χώρα των διακοπών μας έγινε και η χώρα της αγωνίας μας καθώς βλέπουμε πάνω της ο,τι καλύτερο και ο,τι χειρότερο. Ο ήλιος, τα νησιά, η θάλασσα του Αιγαίου, η Ακρόπολη, η φιλοσοφία και όλα αυτά τα ωραία κλισέ, στα οποία κολυμπάει το «λίκνο του πολιτισμού μας», είναι πια συνδεδεμένα με την οικονομική κρίση, τη δυστυχία που έρχεται, τις κοινωνικές εκρήξεις που προκαλεί, την ακροδεξιά που προάγει. Και, ερχόμενος στην Ελλάδα για ξεκούραση βρίσκεις τροφή για σκέψη, καταλήγοντας στο εξής ερώτημα: Έγινε αυτή η χώρα, αυτή η λαμπερή μήτρα της ιστορίας μας, το εργαστήριο κατασκευής του σκοτεινού μέλλοντός μας;».
Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι πως ήδη αναφέραμε τρεις ταινίες που μοιράζονται ελάχιστα αισθητικά κοινά σημεία και φυσικά δεν εντάσσονται στο «Παράξενο Ελληνικό Σινεμά». Δεν τις έχουμε δει ακόμα. Δεν ξέρουμε καν αν είναι καλές ή όχι. Έχουν όμως τη δική τους ταυτότητα, αφορούν άμεσα το «εδώ-και-τώρα» μας.
Και, βάζοντας στην άκρη τις διεθνείς διακρίσεις, και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των βραβευμένων κινηματογραφιστών, ξέρεις πολύ καλά πως μια εθνική κινηματογραφία πλησιάζει το τέλος της ακμής της όταν χάνει τη πολυμορφία της.