Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Mε κομμένη την ανάσα. Διαρκώς.


Αλήθεια από τις λίγες: αν αλλάζεις το σινεμά, αλλάζεις τον κόσμο όλο. Σας φαίνεται υπερβολικό; Ε τότε να το χοντρύνω λίγο παραπάνω. Φέρτε στο νου σας το πρώτο σας ρομαντικό φιλί. Ήταν ή δεν ήταν η άτεχνη μίμηση μιας πράξης που πρωτοείδατε σε κάποια οθόνη; Ποιος πραγματικά ξέρει πως θα φιλούσαμε σε έναν κόσμο όπου το σινεμά δεν υπήρξε ποτέ; Μη βιαστείτε να μου την πέσετε με υπαρξιακά επιχειρήματα που, εντάξει, μπορεί και να με «λυγίσουν» επειδή είμαι τέτοιος τύπος – η αλήθεια είναι ότι το σινεμά σκάβει ένα λαγούμι μέσα μας από πολύ νωρίς. Κι όπως εμείς αλλάζουμε μέσα από αυτό, έτσι και το ίδιο αλλάζει μέσα από εμάς. Πολλές φορές, δραστικά.

Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο άνθρωπος που άλλαξε το σινεμά, όπως περίπου οι punks άλλαξαν το rock’n’roll 15 χρόνια μετά. Τι εννοώ; Απλά, όπως ακριβώς οι punks αποφάσισαν να επανεφεύρουν το rock, νιώθοντας πως η ουσία του είχε χαθεί, κάτω από τόνους «μαϊντανών» και καρυκευμάτων αλλά και υπό το βάρος της μουσικής βιομηχανίας, έτσι και ο Γκοντάρ «ανακάλυψε» το σινεμά από την αρχή, δανειζόμενος όμως όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούσαν άκρατα γοητευτικό. Γνήσιος αναρχικός δηλαδή. Ανατροπή και αναγέννηση. «Όλη η κινηματογραφική υποδομή της χώρας είναι σάπια, από το εργαστηριακό στάδιο ως το στάδιο που η ταινία φτάνει τελικά στο κοινό» έγραφε τότε ως κριτικός στα περίφημα Cahiers du cinema. Και όλα αυτά το 1959.

Σε πρώτο πλάνο, ένας υπέροχος Ζαν Πολ Μπελμοντό. Γοητευτικός, ανέμελος, αξιολάτρευτος, με ίνδαλμα – φυσικά – τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Μικροκακοποιός. Που κλέβει ένα αυτοκίνητο, σκοτώνει έναν αστυνομικό και κρύβεται στο διαμέρισμα πανέμορφης αμερικανίδας (Τζιν Σίμπεργκ) που «δείχνει» πιο γαλλιδούλα από τις ντόπιες. Μπροστά όμως από το όποιο σασπένς της κινηματογραφικής ιστορίας, ο κατακερματισμός της κινηματογραφικής γλώσσας. Ο Μπελμοντό οδηγεί και ταυτόχρονα μιλά στην κάμερα – στην ίδια κάμερα που η Σίμπεργκ, λίγο αργότερα, θα κάνει «ναζάκια». Η κάμερα εδώ δεν είναι ένα απλό εργαλείο. Είναι, και αυτή, ένας πρωταγωνιστής εντός (;) κάδρου. Και το παιχνίδι μαζί της δε σταματά ποτέ. Ομοίως, το ίδιο συμβαίνει και με το παιχνίδισμα ενός κοινού, αλλά και ενός πλήθους σκηνοθετών που, άφωνοι, βλέπουν έναν – έναν τους φιλμικούς κανόνες να παραγκωνίζονται. Κοψίματα «άκομψα», χαλαροί αφηγηματικοί χρόνοι, αυτοσχεδιαστικοί διάλογοι που δεν καταλήγουν πουθενά. Γιατί εφόσον όλα πηγάζουν από την αγάπη για το σινεμά, πρέπει να έχουν και «πλάκα». Κι αν μια αγάπη παύει να έχει «πλάκα», οδηγείται στο θάνατο, θέλοντας και μη.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο γάλλος σκηνοθέτης θα παρατηρήσει πως πάντα ένιωθε νεότερος από τους αμερικανούς σκηνοθέτες γιατί η σχέση του με το αμερικανικό σινεμά ήταν σαν σχέση γιου - πατέρα. Εννοούσε πως κάθε σκηνοθέτης που θα βρεθεί σ’αυτή την κατάσταση, αναπόφευκτα θα παγιδευτεί ανάμεσα στην επιθυμία να μιμηθεί το Hollywood και την ανάγκη να αποκοπεί από αυτήν την επιβολή της «συμμόρφωσης» σε ένα μοντέλο. Βλέπετε, τέτοια ήταν η επιβολή του Hollywood στο παγκόσμιο σινεμά που μερικές φορές το Hollywood καταλήγει στο να μην φαίνεται σαν ένα «εθνικό» σινεμά, αλλά σαν το σινεμά το ίδιο, όπως για τον γιο σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής του ο πατέρας δεν είναι ένας άνθρωπος ανάμεσα στους άλλους αλλά η ίδια η ανθρωπότητα.

Με το «Με κομμένη την ανάσα», που προβάλλεται σε εξαίσιες ανανεωμένες κόπιες (οπότε προχωρήστε με απόλυτη ασφάλεια), ο Γκοντάρ έστησε στο εκτελεστικό απόσπασμα κάθε κινηματογραφική επιβολή και την εξολόθρευσε δια της λατρείας του για το σινεμά. Γι αυτό και κάθε, μα κάθε φορά που οι σιλουέτες του Μπελμοντό και της Σίμπεργκ θα προβάλλονται σε μια οθόνη, θα μας υπενθυμίζουν πως, αυτά που πραγματικά μένουν μέσα μας αθάνατα, είναι αυτά που γεννιούνται ενώπιον μας.

Για εμάς. Μόνο για εμάς.

2 σχόλια:

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες