Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Rosemary's baby (1968) (* * * * *)


Είναι και Μωρό του Σατανά το μωρό της Ρόζμαρι; Ερώτημα που απασχολεί τους φίλους του φιλμ εδώ και δεκαετίες. Βλέπετε, το Μωρό της Ρόζμαρι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τη μαστόρικη πινελιά της αμφιβολίας. Από αυτήν απορρέουν κάθε εξπρεσιονιστικό πλάνο, κάθε παράφωνη νότα και κάθε γκροτέσκος χαρακτήρας. Όλα ξεκινούν, βέβαια, από τη ασθενική και μονίμως φοβισμένη Μία Φάροου. Που φτάνει με τον άνδρα της (ένας υπέροχος Τζον Κασσαβέτης που όμως πλακωνόταν με τον Πολάνσκι σχεδόν σε καθημερινή βάση) στη Νέα Υόρκη αναζητώντας διαμέρισμα και, μετά από μια παράξενη βραδιά μένει έγκυος μόνο και μόνο για να «ανακαλύψει» πως στην πραγματικότητα βιάστηκε από τον ίδιο τον Εωσφόρο, που επέλεξε αυτήν και μόνον αυτήν για να φέρει στο κόσμο το μονάκριβο παιδί του.

Πολλοί γράφουν πως δεν βλέπουμε ποτέ τον Σατανά στο φιλμ και δεν καταλαβαίνω το γιατί. Τον βλέπουμε ξεκάθαρα, για κλάσματα του δευτερολέπτου ομολογουμένως, αλλά τον βλέπουμε - και το πώς τον βλέπουμε έχει μεγάλη σημασία, αν δηλαδή θέλουμε να ξεκλειδώσουμε το «μυστήριο» του φιλμ. Γιατί ο Σατανάς του Πολάνσκι παρουσιάζεται όπως ακριβώς τον φανταζόμασταν στην πρώτη δημοτικού. Πλήρως τερατόμορφος, με δαιμονικά, κατακόκκινα μάτια και δέρμα κόκκινο και «καμένο» από τις φλόγες της Κολάσεως. Αυτό και μόνο αρκεί για να πειστούμε πως ούτε καν ο ίδιος ο κινηματογραφιστής παίρνει στα σοβαρά την «Σατανιστική» πλευρά του σεναρίου. Γιατί όταν λέμε «Σατανιστική» εννοούμε «αντι-Χριστιανική». Και όταν λέμε «αντι-Χριστιανική» εννοούμε εντελώς Χριστιανική μιας και το «αντί» υπάρχει μέσα στα άκαμπτα πλαίσια ενός δόγματος που έχει Χριστιανικώς θεσπιστεί. Μόνο που ο Πολάνσκι έχει από καιρό αφήσει πίσω του και το Θεό και το Σατανά, από τότε δηλαδή που ως παιδί δραπέτευε από τη Ναζιστική Κρακοβία ενώ η μάνα του ξεψυχούσε στο Άουσβιτς. Εκείνα τα χρόνια είχε προσπαθήσει μάλιστα να κρυφτεί σε Καθολικά Οικοτροφεία, αν και ο ίδιος δεν είχε βαπτιστεί, κι ούτε είχε καμιά διάθεση να το κάνει. Τότε, ένας ιερέας ανακάλυψε την πλάνη του και άρχισε να τον ανακρίνει. «Ποιος είσαι;», «τι παριστάνεις», και όλα τα σχετικά. Στο τέλος, τον έσυρε από το αυτί μπροστά σ’ έναν καθρέπτη και του είπε παγερά: «Δες τον εαυτό σου. Αυτά τα μάτια. Αυτά τα αυτιά. Αυτό το στόμα. Είναι ολοφάνερο πως δεν είσαι ένας από εμάς!».

Αυτόν το «Θεό» γνώρισε ο Πολάνσκι. Απολύτως φυσιολογικό λοιπόν το πως κάθε κινηματογραφικό στοιχείο στο Μωρό Της Ρόζμαρι, σηματοδοτεί το θάνατο της αθωότητας. Ας τα πάρουμε ένα – ένα: η ταινία ξεκινά σαν αμερικάνικο ρομάντζο. Αισθητικά, έχει το σουλούπι «τηλεταινίας της εβδομάδας» (η Μία Φάροου μοιάζει λες και έχει ξεπηδήσει από σαπουνόπερα). Ακόμη και το καστ που τους περιβάλει προέρχεται από την παλιά φρουρά του Χόλιγουντ: η Ρουθ Γκόρντον, ο Ραλφ Μπέλαμι, ο Μόρις Έβανς, όλοι τους γλυκύτατοι «παππούδες» και «γιαγιάδες», γνώριμοι στο αμερικάνικο κοινό από τα «παλιά καλά» φιλμ περασμένων δεκαετιών. Τα πάντα δηλαδή, γλυκερά, ασφαλή και, κυρίως, εμβληματικά «αθώα».

Σιγά σιγά όμως, μπαίνει στο παιχνίδι η αμφισημία και η σλάβικης προελεύσεως ιδιοσυστασία του κινηματογραφιστή. Τα πάντα ανατρέπονται, υπόγεια, σαρδόνια και σχεδόν ηδονικά, από τον Πολάνσκι που τοποθετεί έναν παραμορφωτικό καθρέπτη μπροστά σε κάθε τι κοινωνικώς αναγνωρίσιμο, θετικό ή και αρνητικό (το ζήτημα της τερατογένεσης για παράδειγμα ήταν ιδιαίτερα φλέγων στα 60s λόγω της θαλιδομίδης που οδήγησε σε πολυάριθμες γεννήσεις βρεφών με δυσπλασίες όταν λανσαρίστηκε ως χάπι για τις πρωινές ναυτίες της εγκυμοσύνης – σήμερα χρησιμοποιείται με επιτυχία για τη θεραπεία διαταραχής των αιμοφόρων αγγείων), όπου φυσικά το τέλος κάθε ελπίδας έρχεται όχι με την έλευση του Εωσφόρου αλλά με την παραίτηση της ίδιας της Ρόζμαρι. Είναι η αφέλεια της αυτή που την οδηγεί στους Κάσταβετ (τους αποκαλύπτει σχεδόν τα πάντα για τη ζωή της στην πρώτη τους συνάντηση, καθιστώντας τον εαυτό της πλήρως ανυπεράσπιστο και «ανοιχτό» σε κάθε επίθεση, μεταφορικά και κυριολεκτικά) αλλά και η δική της επιλογή αυτή που προμηνύει και το δικό μας τέλος. Ο κύκλος είναι πλήρης: από το φως στο σκοτάδι – και ότι ξεβράζεται στο σκοτάδι μένει στο σκοτάδι.

Εωσφόρος άλλωστε, είναι «αυτός που φέρνει το φως».

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Γιατί τον Τσακ Νόρις;


Λίγες εφευρέσεις επέφεραν τέτοια επανάσταση στο ελληνικό νοικοκυριό όσο το βίντεο. Ήταν η Χρυσή Εποχή των βίντεο-κλαμπ αλλά και της εσωστρέφειας: Ο έλληνας κλείστηκε στο σπίτι του, νοίκιαζε τις ταινίες δέκα – δέκα και απολάμβανε αυτό το νέο τεχνολογικό θαύμα. Και μία ολόκληρη βιομηχανία στήθηκε πάνω σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη: στο Χόλυγουντ ανακάλυπταν πως, με λίγα λεφτά, μια “βασική” φιλμική κατασκευή μπορούσε να κάνει ένα πέρασμα από τις οθόνες, να “μαζέψει” ότι προλάβει και μετά να σαρώσει στα βίντεο-ράφια.

Οι πρώτοι που “έπιασαν” αυτή τη στροφή της αγοράς ήταν οι κύριοι Μέναχεμ Γκόλαμ και Γιόραν Γκλόμπους, τα αφεντικά δηλαδή της εταιρίας Cannon. Δαιμόνιοι παραγωγοί, μπορούσαν να πουλήσουν σε επίδοξους διανομείς μια ταινία που... δεν υπήρχε παρά μόνο στα χαρτιά! Αυτομάτως έστησαν ένα σύστημα παραγωγής που δούλευε με τα χίλια: οι ταινίες της σειράς “Γρανίτα Από Λεμόνι” είναι δικής τους εμπνεύσεως και αποτελούν ένα καλό παράδειγμα. Φυσικά διέθεταν τους δικούς τους σταρ – οι πιο γνωστοί και αγαπητοί ήταν ο Τσαρλς Μπρόνσον (με τον οποίο σκάρωσαν πάνω από 15 παραγωγές) και ο Τσακ Νόρις.

Ο Τσακ Νόρις μέχρι τότε ήταν περισσότερο γνωστός στους Αμερικανούς ως ένας μαχητής πολεμικών τεχνών β' κατηγορίας, με κορυφαία στιγμή της καριέρας του την εμφάνιση του πλάι στον Μπρους Λι στο The Way Of The Dragon (που στη χώρα μας κυκλοφόρησε με τον διόλου πολιτικά ορθό τίτλο “Ο Κίτρινος Πράκτωρ Εναντίον Της Μαφίας”) - εκεί, οι δυο τους είχαν μια μοναδική, για το είδος, αναμέτρηση. Και, ξέρετε κάτι; Αν είχες «λιώσει» τις περιπέτειες πολεμικών τεχνών, ήξερες πως από όλους τους αντιπάλους του Μπρους Λι, ο Τσακ Νόρις είναι ο μόνος που απέπνεε σεβασμό. Σοβαρά. Οι μετέπειτα ταινίες του έβρισκαν δρόμο κυρίως σε αίθουσες συνοικιακές – μέχρι που η Cannon ανέλαβε να τον χρίσει σταρ. Έναν “Σταλόνε” β' διαλογής με λίγα λόγια, που μπορεί να μη διέθετε το χάρισμα του, ήξερε όμως να ξυλοφορτώνει πειστικά τους “κακούς” που ήταν κυρίως σοβιετικοί πράκτορες, βιετναμέζοι αιμοδιψείς στρατιώτες και άραβες τρομοκράτες: αν σκεφτείτε ότι εκείνα τα χρόνια μεσουρανούσε ο Ρόναλντ Ρίγκαν δεν θα δυσκολευτείτε να καταλάβετε γιατί αυτές οι ταινίες έκαναν τόσα εισιτήρια. Και οι Γκόλαν & Γκλόμπους φρόντιζαν να ξοδεύουν λίγα χρήματα στην παραγωγή και πολλά στην προώθηση, μέχρι δηλαδή η ταινία να κάνει τον κύκλο της και να περάσει από τις μεγάλες οθόνες στις μικρές: εκεί παιζόντουσαν τα χοντρά λεφτά.

Τα χρόνια πέρασαν, οι καιροί άλλαξαν, το κόλπο αυτό σταμάτησε να αποδίδει, οι macho ήρωες αποσύρθηκαν (ή το έριξαν στο σικέ αυτοσαρκασμό για να επιβιώσουν), η Cannon φαλίρισε, κι εμείς κοιτάζουμε πλέον με μια χιουμοριστικών αποχρώσεων νοσταλγία τη δεκαετία του 80. Μπορούμε δηλαδή και διασκεδάζουμε απενεχοποιημένα με τα τραγούδια των Culture Club και των Bananarama. Και με τον Τσακ Νόρις.

Η μόδα με τα καλαμπούρια του ξεκίνησε από τον τηλεοπτικό παρουσιαστή Κόναν Ο’ Μπράιαν, στο δημοφιλές The Conan O’ Brian Show. Και το αμερικάνικο κοινό αποφάσισε να συνεχίσει το ανέκδοτο μέχρι που πλέον η φάση έγινε ανταγωνιστική: ο καθένας «κατέβαζε» το δικό του και το διέδιδε – περίπου όπως συμβαίνει με τα ποδοσφαιρικά συνθήματα (και με τα δημοτικά τραγούδια, τα παλιά εκείνα χρόνια). Σήμερα όμως τα ανέκδοτα δεν κυκλοφορούν μόνο από στόμα σε στόμα. Υπάρχει και το διαδίκτυο το οποίο εκμηδενίζει θεαματικά τις αποστάσεις. Μέσα σε λίγο καιρό (και με τη βοήθεια της τηλεοπτικής σειράς Texas Ranger που κράτησε ζωντανό το όνομα του Τσακ Νόρις ανά την υφήλιο) κάθε χώρα είχε τα δικά της «ανέκδοτα» βασισμένα στις δικές της παραδόσεις. Το «γιατί» είναι μεγάλο θέμα, αλλά ίσως και να υπάρχουν μια-δυο απαντήσεις. Η αλήθεια είναι ότι ο Τσακ Νόρις δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει την περσόνα του εδώ και σαράντα συναπτά έτη. Δείτε – σε αντίθεση – όλους τους κλασικούς macho ήρωες από τα 60s μέχρι σήμερα, από τον Κλιντ Ίστγουντ μέχρι τον Άρνολντ Σβαρστενέγκερ: ο τελευταίος έμεινε μέχρι και… έγκυος για τις ανάγκες του “Junior”. Μερικές φορές, ακόμα και η συνέπεια έχει πλάκα.

Όσο για τον ίδιο; Ο Νόρις σήμερα, στα 71 του χρόνια, δηλώνει πως διασκεδάζει με αρκετά από αυτά τα αστεία (έχει μάλιστα ξεχωρίσει τα δέκα πιο αγαπημένα του στο προσωπικό του site), δηλώνει όμως παράλληλα πως αντλεί τη δύναμη του από το λόγο του Θεού και πως είναι ένα τίποτα δίχως τη καθοδήγηση Του. Είναι επίσης γνωστός στις ΗΠΑ και για τη φιλανθρωπική του δράση αλλά και για την στήριξη του στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Έχω την αίσθηση όμως πως βαθιά μέσα του πρέπει να νιώθει και πολύ τυχερός. Τα ανέκδοτα με τον Τσακ Νόρις θα του χαρίσουν την αθανασία που δεν θα του χάριζαν ποτέ οι ταινίες του.

Και, ναι, ακολουθεί το προσωπικό μου τοπ-15

1 - Όταν ο Τσακ Νόρις κάνει διαίρεση,
δεν υπάρχει υπόλοιπο. Ποτέ.

2 - Ο Τσακ Νόρις έχει πάει στον Άρη.
Γι’ αυτό δεν υπάρχει ζωή εκεί.

3 - Ο Τσακ μπορεί να μιλήσει Braille.

4 - Εδώ και λίγο καιρό, ο Χάρος
βρίσκεται στο νοσοκομείο και Τσακ-οπαλεύει.

5 – Όταν ο Τσακ Νόρις φωνάζει «έλα ντε!», το ντε έρχεται.

6 - Η πρώτη δουλειά του Τσακ Νόρις
ήταν εφημεριδοπώλης. Δεν υπήρξαν επιζώντες.

7 - Το 70% του βάρους των ανθρώπων είναι νερό.
Το 70% του βάρους του Τσακ Νόρις
είναι το σύστημα αναπαραγωγής του.

8 - Ο Τσακ Νόρις δεν βλέπει εφιάλτες,
οι εφιάλτες βλέπουν Τσακ Νόρις.

9 - Ο Τσακ Νόρις συνηθίζει να δωρίζει αίμα
στον Ερυθρό Σταυρό. Απλά,
δεν είναι το δικό του.

10 - Ο Τσακ αναφέρεται στον εαυτό του στο τέταρτο πρόσωπο.

11 - Οι Ιταλοί έχτισαν τον πύργο της Πίζας
προς τιμήν του Τσακ Νόρις.
Ο Τσακ όμως δεν έμεινε ευχαριστημένος.

12 - Το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες πρόσφατα μετονομάστηκε σε
"Τσακ Νορις: Η Αυτοβιογραφία"

13 - Το συμπάν διαστέλλεται συνεχώς
για να χωρέσει τον Τσακ Νορις.

14 - Το μπούμερανγκ του Τσακ Νόρις
δε γυρίζει πίσω.

15 - Mια φορά που ο Τσακ Νόρις έπαιζε πιάνο
πάτησε μια λάθος νότα.
Έτσι γεννήθηκε η jazz.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Clarence Clemons, R.I.P.



Ένας οργανισμός αποτελείται από πολλά κομμάτια. Κάθε ένα από αυτά συγκροτεί το Όλο.
Και το κρατά όρθιο. Ζωντανό. Και όταν ένα εξ αυτών ασθενεί, η χάνεται....
Αντίο Clarence. Ιδέα δεν έχω πόσο άδεια θα δείχνει η E-Street δίχως εσένα.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Σου γράφω από την Ταορμίνα.


Το Φεστιβάλ της Ταορμίνα, που παρεμπιπτόντως διανύει φέτος την 57η του χρονιά, είναι, λέει, μικρό. Δηλαδή, δεν διαθέτει πρόγραμμα 100 και πλέον ταινιών, δεν αριθμεί 45 παράλληλες θεματικές ενότητες, δεν διαθέτει 20 αίθουσες, δεν συγκεντρώνει και πολλά διεθνή φλας. Ίσως όμως γι αυτό οι γνωστοί προσκεκλημένοι του το προτιμούν. Με λίγο τρέξιμο και δίχως πολλά δημοσιοσχεσίτικα τερτίπια, μπορείς να κλείσεις συνεντεύξεις με την Μόνικα Μπελούτσι, τον Τζακ Μπλακ, τον Όλιβερ Στόουν, τον Πατρίς Λεκόντ και τον Κέβιν Σμιθ – οι δυο τελευταίοι μάλιστα παρουσίασαν εδώ τις νέες τους ταινίες. Και τα βράδια, απολαμβάνεις μοναδικές προβολές στο αρχαίο ελληνικό θέατρο του σικελιάνικου αυτού χωριού.

Η Ταορμίνα βρίσκεται στη Σικελία, κάμποσα χιλιόμετρα μακριά από το Παλέρμο και σχετικά κοντά στο γνωστό ηφαίστειο της Έτνα. Σαν τόπος δείχνει παραδεισένιος – την ομορφιά του τοπίου συναγωνίζεται μονάχα αυτή του φαγητού της (να με συμπαθάτε αλλά έχω κι εγώ τις αδυναμίες μου). Η διοργάνωση, εξαιρετικά χαλαρή: οι προβολές δεν ξεπερνούν τις τέσσερις καθημερινά. Ανάμεσα τους όμως κρύβεται πάντα η χαρά της ανακάλυψης: η υπέροχη κωμωδία Primos βάζει κάτω όλες τις αμερικάνικες παραγωγές του είδους που έχετε δει τα τελευταία 15 χρόνια - τουλάχιστον – και αν δεν ομιλούσε την Ισπανική θα αποτελούσε παγκόσμιο γκραν σουξέ.

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως κάποιες φορές το ζήτημα του μεγέθους είναι καθαρά υποκειμενικό. Επίσης πως η Μόνικα Μπελούτσι είναι απείρως ομορφότερη από κοντά και πως ο Πατρίς Λεκόντ είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Και ότι όλοι οι προσκεκλημένοι δείχνουν να περνούν θαυμάσια εδώ, απολαμβάνοντας την ομορφιά του τόπου που, μέσω της παρουσίας τους, προβάλλεται και τουριστικώς.

Γιατί δεν έχουμε και στην Ελλάδα μας κάτι ανάλογο; (Προς Θεού αναφέρομαι στο Φεστιβάλ και όχι στη... Μπελούτσι). Μα, το δικό μας Φεστιβάλ δεν γίνεται σε κάποιο όμορφο νησί αλλά στη Θεσσαλονίκη τον ηλιόλουστο... Δεκέμβριο (είναι, βλέπετε, ανταγωνιστικό!). Τα «γιατί» σκεφτείτε τα μόνοι σας, εγώ έπαψα να επισκέπτομαι τον ψυχαναλυτή μου εδώ και ενάμιση χρόνο.

Με αυτή τη σκέψη θυμήθηκα το υπέροχο EccoFilms της Ρόδου, που φέτος δεν πραγματοποιήθηκε για τους λόγους που οι άνθρωποι του χώρου γνωρίζουν.
Λουκία, του χρόνου πάλι, και με δύναμη.
Με όλη μου την αγάπη, κι ας μην έχουμε ανταλλάξει κουβέντες πολλές.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

If you could read my mind by Gordon Lightfoot



If you could read my mind love
What a tale my thoughts could tell
Just like an old time movie
About a ghost from a wishin' well
In a castle dark or a fortress strong
With chains upon my feet

You know that ghost is me
And I will never be set free
As long as I'm a ghost, you can see

If I could read your mind love
What a tale your thoughts could tell
Just like a paperback novel
The kind the drugstore sells
When you reach the part
where the heartaches come
the hero would be me

Heroes often fail
And you won't read that book again
Because the endings just to hard to take

I'd walk away like a movie star
Who gets burned in a three way script
Enter number two, a movie queen
To play the scene of bringing
All the good things out in me
But for now love let's be real

I never thought I could act this way
And I've got to say that I just don't get it
I don't know where we went wrong
But the feelings gone and I just can't get it back

If you could read my mind love
What a tale my thoughts could tell
Just like an old time movie
About a ghost from a wishing well
In a castle dark or a fortress strong
With chains upon my feet the story always ends

If you read between the lines
You'll know that I'm just trying to understand
The feeling that you left

I never thought I could feel this way
And I've got to say that I just don't get it
I don't know where we went wrong
But the feelings gone
and
I just can't get it back

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

The Hangover 2 (2011) ( * * )


«Δε θα ξαναπιώ ποτέ!». Δεν ξέρω πόσες φορές ξεστομίσατε την παραπάνω ατάκα ενδιαμέσως ακατάληπτων μισόλογων και ντροπιαστικών καμωμάτων, αλλά εγώ προσωπικά έχω χάσει το μέτρημα. Δεν είναι να απορούμε λοιπόν που οι ήρωες του εν λόγω σίκουελ υπέπεσαν στο ίδιο “αμάρτημα”. Αφήστε δε που έχουν να εξαργυρώσουν και τις απαιτήσεις των παραγωγών τους: τα νούμερα λένε πως το πρώτο φιλμ αποτελεί σήμερα την πιο πετυχημένη εμπορικά κωμωδία για “ενήλικους” σε ολάκερη τη φιλμική ιστορία, αγγίζοντας το μισό δισ. δολάρια σε εισπράξεις. Και το πιο εντυπωσιακό είναι πως η Warner Bros είχε δώσει το “πράσινο φως” για το Hangover II πριν καν το πρώτο βγει στις αίθουσες - αυτό το τελευταίο για να καταλαβαίνουμε πώς λειτουργεί μερικές φορές η χολιγουντιανή μηχανή που σπανίως αφήνει κάτι στην τύχη. Άλλο “αμάρτημα” κι αυτό! Γιατί, ξέρετε, μερικές φορές τα πιο όμορφα αποτελέσματα προκύπτουν από... ατύχημα. Αλήθεια, εσείς τι προτιμάτε; Μια πετυχημένη επανάληψη ή μια τολμηρή και φιλόδοξη αποτυχία; Δεν έχει σημασία ποια η απάντηση, ερώτηση-παγίδα σας κάνω και λυπάμαι κιόλας που θα σας απογοητεύσω, αλλά το Hangover II δεν είναι τίποτα από τα δύο. Κι εγώ προσωπικά θα ήμουν μια χαρά ικανοποιημένος και με το πρώτο.

Της μπύρας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά: Βασισμένο στην αμερικάνικη λογική του if-it-ain't-broke-don't-fix-it, το πρώτο σίκουελ (αμφιβάλλει κανείς ότι θα υπάρξει και δεύτερο;) ξεμπερδεύει δυστυχώς πολύ γρήγορα με τα προκαταρκτικά –κάτι αναπόφευκτο, μιας και οι χαρακτήρες μάς είναι ήδη γνωστοί από το πρώτο μέρος– και πάει κατευθείαν στο νερόβραστο κυρίως πιάτο. Οι Εντ Χελμς, Μπράντλεϊ Κούπερ και Ζακ Γαλυφιανάκης (ο οποίος το μόνο που κάνει εδώ είναι να τρώει τούμπες) βρίσκονται στην Μπανγκόκ –δηλαδή ένα φωτογενές εφιαλτικό γκέτο- και αναζητούν το χαμένο αδελφό της μέλλουσας νύφης του πρώτου, τα ίχνη του οποίου αγνοούνται, καθώς η λήθη του αλκοόλ και της ντρόγκας έχει καλύψει τα πάντα. Όπως ακριβώς τα εντυπωσιακά stunts, το προσεγμένο στυλιζάρισμα και κάποιες εμπνευσμένες σκηνοθετικές επιλογές (ο φλασαρισμένος “φωτισμός” του Γαλυφιανάκη είναι από μόνος του μια εξαίσια σουρεαλιστική άσκηση μικρού μήκους) καλύπτουν κάθε προσπάθεια για γνήσιο και ανόθευτο χαβαλέ. Καθώς λοιπόν όλα δείχνουν αλφαδιασμένα και ζυγισμένα, πάει περίπατο αυτή η αναρχική αίσθηση που έκανε το πρώτο φιλμ τόσο απολαυστικό. Η παρεΐστικη θέρμη, άτσαλα ξεπαγωμένη. Τα σεξουαλικά γκαγκς, άψυχα και πολυφορεμένα. Η δε τεμπελιά των σεναριογράφων καθρεφτίζεται ξεδιάντροπα στο χαρακτήρα του Πολ Τζιαμάτι, έναν ηθοποιό ικανό να απογειώσει και την πλέον μέτρια κωμωδία, που όμως εδώ δεν έχει τίποτα για να δουλέψει και, να σας πω την αλήθεια, ούτε ο ίδιος δείχνει να πολυνοιάζεται. Και γιατί να νοιαστεί; Την επιταγή του περιμένει κι αυτός. Όπως και όλοι στο Hangover II.

Μόνες εξαιρέσεις, ο φρικτός και αντιπαθητικός πεθερός (έχει τις πιο αστείες ατάκες στο έργο), το συμπαθέστατο και ταλαντούχο μαϊμουδάκι (δίνει την καλύτερη ερμηνεία) και το αυτοκυνηγητό που έρχεται προς το τέλος, φιλμαρισμένο με νεύρο αλλά και σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Σε τεχνικό επίπεδο μάλιστα, το σίκουελ αυτό ξεπερνά κατά πολύ το πρώτο φιλμ. Τι να το κάνεις όμως; All work and no play....

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες