Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Μια ψυχή, ένα επίθετο.


Χάσαμε τον καλό μας άνθρωπο – η πρώτη μας σκέψη. Κι όμως, ο ίδιος ο Θανάσης δεν οικειοποιήθηκε ποτέ αυτό τον χαρακτηρισμό: τον απέτεινε μονίμως σε εμάς.

Μιλάω με τον Γιάννη Σολδάτο στο τηλέφωνο. «Ίσως θα έπρεπε να σβηστεί η φράση αυτή από τα λεξικά, και να αντικατασταθεί με το ονοματεπώνυμο “Θανάσης Βέγγος”» μου λέει, συμπληρώνοντας πως το ίδιο θα μπορούσε να γίνει με τη λέξη «ευγένεια» και το ονοματεπώνυμο “Κώστας Σφήκας”. «Με το θάνατο του Θανάση», συμπληρώνει, «σβήνει ένας μύθος. Και η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Τον περιμέναμε βέβαια τον θάνατο του Θανάση, όπως κάποιοι περιμένουν και τον θάνατο της χώρας….».

Ακούγοντας τα λόγια του, αμέσως θυμάμαι την μικρή του εμφάνιση στο Βλέμμα του Οδυσσέα του Θόδωρου Αγγελόπουλου. «Η Ελλάδα πεθαίνει», λέει στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, «πεθαίνουμε σαν λαός, κάναμε τον κύκλο μας. Δε ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Πεθαίνουμε. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο...».

Η αγωνία μας για τη ζωή του κρατούσε πολλούς μήνες τώρα, όταν πρωτοακούστηκαν τα σοβαρά προβλήματα της υγείας του. Τα κανάλια από την άλλη, δε μας βομβάρδισαν με καθημερινές ανταποκρίσεις από τον Ερυθρό. Κι εμείς δεν το απαιτήσαμε: δεν το κουβεντιάζαμε καν μεταξύ μας. Συντηρούσαμε έτσι την ελπίδα ότι, δεν μπορεί, θα αναρρώσει. Και οι δυο έσβησαν μαζί, χθες το πρωί.

Ο Θανάσης γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1926 με γονείς την Ευδοκία και τον Βασίλη. Ήταν μοναχοπαίδι και, όπως συνήθως συμβαίνει, οι δικοί του τον περιέβαλαν με την αγάπη τους. Ο Βασίλης Βέγγος δούλευε στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού του Φαλήρου. Σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν αυτός που την έσωσε από βέβαιη καταστροφή όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να την ανατινάξουν και, ευτυχώς, το Ελληνικό Κράτος τον αντάμειψε δεόντως: τον απέλυσε λόγω πολιτικών φρονιμάτων. Τότε, ο “Θανασάκης” θα βγει στη γύρα, κυνηγώντας ένα γρήγορο μεροκάματο, πρώτα σε βυρσοδεψεία, και μετά όπου μπορούσε. Όπως και ο πατέρας του όμως, έτσι και ο ίδιος θα κυνηγηθεί, για να «βρεθεί» εξόριστος στη Μακρόνησο κάποια χρόνια αργότερα.

«Τον αγάπησα από την πρώτη στιγμή που τον είδα, κουρελή φαντάρο στο Μακρονήσι, και τον αγαπάω ακόμη και τώρα, σεμνά καθισμένο στη δόξα που δίκαια κατέκτησε» θα πει γι αυτόν, πολύ αργότερα, ο Νίκος Κούνδουρος: ο Βέγγος θα κάνει την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στη «Μαγική πόλη», ντεμπούτο του σκηνοθέτη, παραγωγής 1955: πωλητής λεμονιών στη λαχαναγορά. Με το όνομα «Θανάσης». Θα μπορούσε κάποιος να πει πως παίζει τον εαυτό του από την πρώτη κιόλας του ταινία, όπως αναφέρει ο Γιάννης Σολδάτος στο βιβλίο του, απ’ όπου και το παρακάτω απόσπασμα:

«Στα ασφυκτικά πλαίσια της φαρσοκωμωδίας, μα κι έξω από όλα αυτά, σαν δαιμονική φιγούρα που διασχίζει ασταμάτητα το κινηματογραφικό κάδρο, ο Θανάσης Βέγγος σήκωσε στην πλάτη το μαρτύριο του θεατή του. Έπαιξαν μαζί το ρόλο του θύματος. Και το αποτέλεσμα; Η εξοικείωση με τη συμφορά, που για μιαν ακόμη φορά καραγκιοζοποιήθηκε κι από παράγοντας δεινών έγινε παράγοντας γέλιου. Ο Βέγγος παίζοντας τον ρόλο του στη σύγχρονη τραγωδία, έγινε ο κλόουν της Ιστορίας μας ο πιο αγαπητός, που σκορπίζει το γέλιο στα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν έστω και λαθραία, έστω και στον ύπνο τους, μέσα στ’ όνειρο, στην οθόνη του κινηματογράφου.

Είναι από τη μία του πλευρά ένας λάθρα βιών Ρωμιός που δεν μπορεί να κάνει τίποτε παραπέρα, όσο κι αν στο πρόσωπο του, στο πετσί του, καταγράφηκε η οδύνη του νεοέλληνα. Όμως, από την άλλη του πλευρά, ξεπέρασε το ρεαλισμό, έτρεξε εκατοντάδες μουσκεμένα χιλιόμετρα, σέρνοντας και τον Νεοέλληνα μαζί του, έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας κατάφερε να συλλάβει, στην ξέφρενη πορεία του, το μέγεθος της παγίας που του έστησαν θεοί και άνθρωποι. Αλλά άδικα τον κυνηγάνε οι Ολύμπιοι, δεν είμαι μίασμα. Είναι ο «καλός μας άνθρωπος». Γιατί τρέχει έτσι, γιατί δεν σταματάει να πάρει ανάσα δα δει ο Έλληνας τον στραβό δρόμο που πήρε; Ο Θανάσης στο ξέφρενο τρέξιμο του άφησε πίσω του θεούς και δαίμονες και ανθρώπους που δεν θέλανε πάντα το καλό του. Άφησε ακόμη και τον Βέγγο πίσω του».

Κι αν ο κόσμος του θεάματος έδειχνε, μονίμως, απατηλός και διπρόσωπος στους «απ’εξω», αυτοί συναντούσαν πάντα τον Θανάση τους στη διασταύρωση της Ζωής με την Τέχνη. Γιατί αυτό που έβλεπες στη μεγάλη – και μετέπειτα στη μικρή – οθόνη δεν διέφερε στο παραμικρό σε αυτό που εισέπραττες από τον ίδιο. Να λοιπόν που, με τον Θανάση μας, ακόμη και το Θέαμα το ίδιο δεν μπορούσε να μας παραμυθιάσει. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Βέγγος απλώς μετέφερε την «αδούλευτη» περσόνα του στο πανί. Γιατί – να το πούμε κι αυτό – δεν υπήρξαν άλλοι έλληνες κωμικοί με την ικανότητα να λειτουργήσουν σε μια γλώσσα εκατό τοις εκατό κινηματογραφική. Ο ήρωας Θανάσης δεν έχει προηγούμενο ούτε «επόμενο» στο Ελληνικό τερέν. Οι συγγενείς του ζουν μακριά από εδώ: Λουί Ντε Φινές, Ζακ Τατί, Χάρολντ Λόιντ, Τζέρι Λιούις, Τσάρλς Τσάπλιν. Ήρωες κι αυτοι που τρέχουν, αγωνιούν, ιδροκοπούν, με μόνο τους καημό την ένταξη τους. Ήρωες που, τους δύσμοιρους, ακόμη και ο περιβάλλων χώρος τους αποβάλλει. Τοίχοι, καρέκλες, αυτοκίνητα, καράβια, σπίτια, κοινωνίες, πατρίδες, όλα τους διώχνουν και αυτοί κάνουν μεταβολή μόνο και μόνο για να πάρουν μεγαλύτερη φόρα και προσκρούουν ξανά.

Από τη μικρή του εμφάνιση στο Δράκο (όπου θα σμίξει με τη μετέπειτα σύζυγο του), την εξασφάλιση της άδειας άσκησης επαγγέλματος – που πήρε το 1959 δίχως να έχει αποφοιτήσει από καμιά σχολή, ως εξαιρετικό ταλέντο – μέχρι τις απανωτές σφαλιάρες του «Ηλία του 16ου» και τις ξέφρενες φάρσες των αρχών της δεκαετίας του 60, ο Θανάσης Βέγγος θα βρεθεί πίσω από την κάμερα το 1967. Κι εκεί, η κωμική φιγούρα του θα απογειωθεί.

Η πρώτη του ταινία: «Τρελός, παλαβός και Βέγγος». Προσέξτε τον τίτλο: το «Βέγγος» χρησιμοποιείται ως επίθετο, όπως ακριβώς ο «τρελός» και ο «παλαβός». Γίνεται δηλαδή στοιχείο της γλώσσας μας, της γραμματικής μας, της εθνικής μας ταυτότητας. Τον χτυπά στο κεφάλι ένα… καζανάκι. Τη μέρα του γάμου του. Και αυτός παθαίνει αμνησία και εξαφανίζεται. Εκείνη τη στιγμή, από το πουθενά, ένας γιατρός εμφανίζεται στην οθόνη και εξηγεί στους θεατές (κοιτάζοντας κατευθείαν τη κάμερα) τι έχει συμβεί. Αφηγηματικά, αυτό δεν υπακούει στους κανόνες οιουδήποτε σύμπαντος, πέραν του κινηματογραφικού! Ο Βέγγος λοιπόν έχει με μια ταινία, «μεταλλάξει» δυο εθνικές γραμματικές: της ελληνικής γλώσσας, και του ελληνικού σινεμά! Γιατί ξαφνικά, η τρέλα εγγράφεται στη «γραμματική» του κινηματογράφου μας και εκτοξεύει τον Βέγγο στο πάνθεον των ελλήνων κωμικών. Εκεί έρχεται ο πράκτορας Θου-Βου. Ο Βέγγος έχει πια αντιληφθεί πως το σενάριο είναι απλά μια πρόφαση, μια αφορμή για να αρθρωθεί μια παρέλαση από gag, από κινηματογραφικά καλαμπούρια δηλαδή, που τοποθετούνται, το ένα μετά το άλλο, δημιουργώντας μια σειρά αλλεπάλληλων κωμικών εκρήξεων και οδηγούνται σε ένα θεαματικό τουρτοπόλεμο, αναρχικό κρεσέντο που έρχεται κατευθείαν από την εποχή του βωβού. Και τι θα μπορούσε να ξεπεράσει ένα τέτοιο φινάλε; Ο ίδιος ο θάνατος, που έρχεται στο εκρηκτικό φινάλε του… σίκουελ «Επιχείρησις Γης Μαδιάμ» με τον Θου Βου να ίπταται ως άγγελος στους ουρανούς!

Από τον θάνατο αυτό, ο Βέγγος θα επιστρέψει αλλαγμένος. Ίσως λιγότερο Βέγγος και περισσότερο Θανάσης – γι αυτό και στη ρεκλάμα διαβάζουμε «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση». «Θανάση», όχι «Βέγγο». Ο Θανάσης εδώ δεν τρέχει μοναχά. Κάνει και διαλείμματα. Και στα διαλείμματα του ψυχορραγεί. Οι θεατές παγώνουν. Δεν έχουν δει ποτέ τον καλό τους άνθρωπο να κλαίει. Τοποθετημένη ιστορικά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, βγαίνει στις αίθουσες το 1971 και φυσικά ο κόσμος εισπράττει στο έπακρο το αντικαθεστωτικό της μήνυμα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αγγίξει το Βέγγο που σε μια αποθεωτική τελετή, κερδίζει το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και, μετά τα χρόνια της κατοχής, ο όρος «εθνικός ήρωας» επιστρέφει στα χείλη των ελλήνων. Μαζί του, και τα χαμόγελα για ένα καλύτερο αύριο.

Θα κερδίσει το ίδιο βραβείο για το «Θανάση πάρε τ’ όπλο σου» μόλις την επόμενη χρονιά, ξανά συνεργαζόμενος με τον Ντίνο Κατσουρίδη. Το ελληνικό σινεμά όμως αργοπεθαίνει – η τηλεόραση του έχει καταφέρει γερά χτυπήματα – και το 1978 θα συναντηθεί με τον σκηνοθέτη Θόδωρο Μαραγκό. Η κωμική του περσόνα συμπορεύεται με την αριστερή ιδεολογία του σκηνοθέτη και μαζί, οι δυο τους, κατακτούν τις εμπορικές κορυφές της εποχής με το «Από πού πάνε για τη χαβούζα;» – πείραμα που θα επαναλάβουν λίγο αργότερα με το «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι». Στο «Μεγάλο Κανόνι» το 1981 θα τα βάλει με το νεοναζισμό: ο γιός του σπουδάζει στη Γερμανία και γίνεται μέλος ναζιστικής νεολαίας – ασύλληπτο για την ελληνική κοινωνία της εποχής να δεχτεί πως, κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να «γεννηθεί» μέσα από τα σπλάχνα της. Πως αλλάζουν οι καιροί, σκέφτομαι τώρα που το γράφω.

Σύντομα, ο Βέγγος θα αποσυρθεί από το σινεμά. Θα επιστρέψει στην ελληνική τηλεόραση, με αφορμή την πολύκροτη σειρά «Βεγγαλικά» που γύρισε για την ελληνική τηλεόραση το 1988. Εδώ παρεμβαίνει ο Παντελής Βούλγαρης, με δυο σπονδηλωτές ταινίες: τις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» και το αριστουργηματικό «Όλα είναι δρόμος». Ταινίες χαμηλόφωνες, ταπεινές, σαν τον ίδιο. Στην τελευταία, ο Βέγγος πρέπει να κάνει κάτι που δεν έχει κάνει ποτέ στη καριέρα του: να σηκώσει το όπλο και να πυροβολήσει έναν άνθρωπο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δυσανασχετεί. «Πώς να το κάνω;» αναρωτιέται. Στο κρότο του πυροβολισμού, σχεδόν φρικάρουμε.

Δυστυχώς, το σχέδιο του «Πρόσπερο», της φιλμικής μεταφοράς δηλαδή της σεξπηρικής «Τρικυμίας» σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, θα μείνει στα χαρτιά, και ο Βέγγος θα κάνει δυο τελευταίες μικρές εμφανίσεις («Ψυχή Βαθιά» - 2009, «Το πέταγμα του κύκνου» - 2011) πριν η ασθένεια του τον καταβάλλει.

Χάσαμε τον καλό μας άνθρωπο – η πρώτη μας σκέψη. Κι όμως, ο ίδιος ο Θανάσης δεν οικειοποιήθηκε ποτέ αυτό τον χαρακτηρισμό: τον απέτεινε μονίμως σε εμάς. Μαζί με αυτόν, χάσαμε λοιπόν και μια μορφή δικαιοσύνης που μπορούσαμε να κατανοήσουμε και να ασπαστούμε. Ο Βέγγος, χώριζε, βλέπετε, το καλό από το κακό με ένα του βλέμμα.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες