Λένε πως οι κριτικοί κινηματογράφου απολαμβάνουν να ρίχνουν στα Τάρταρα ταινίες που έχουν στοιχίσει δισεκατομμύρια. Ταινίες-μεγαθήρια, ταινίες που συνοδεύονται από ένα σαρωτικό κύμα προώθησης, ταινίες σκηνοθετών γνωστών για την αγάπη τους προς τα πανάκριβα παιχνίδια. Και το απολαμβάνουν επειδή είναι οι ίδιοι κομπλεξικοί. Από τη ζήλια τους δηλαδή, που βλέπουν κάτι να τους ξεπερνά σε τέτοιο βαθμό. Και χύνουν μελάνι-δηλητήριο για να γλυκάνουν της μετριότητας το απωθημένο. Παρεμπιπτόντως, αυτοί που τα λένε αυτά, συνήθως, κάνουν την ίδια δουλειά. Ελπίζω πάντως να μην είμαι ένας από αυτούς τους «κομπλεξικούς». Γιατί το Avatar δεν το λάτρεψα.
Η διατύπωση δεν είναι τυχαία. Η λέξη Avatar κουβαλά από μόνη της κράμα θεϊκό: η ακριβής της μετάφραση είναι μάλλον ασαφής, αν και το διαδυκτιακό λεξικό “Alexandria” την ορίζει στα ελληνικά ως «θεϊκή ενσάρκωση», ερμηνεία που θα κρατήσω προς χάρην αυτού του κειμένου. Αναλόγως, η ταινία Avatar βρίθει «πιστών» ανάμεσα στους κινηματογραφόφιλους. Διάολε, είναι η νέα ταινία του James Cameron, δώδεκα χρόνια (και βάλε) μετά τον σαρωτικό Τιτανικό, η ταινία που, λέει, δεν έγινε νωρίτερα επειδή η τεχνολογία που είχε στα χέρια της ο Δημιουργός Κάμερον δεν ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Εννοούσε την τεχνολογία των τριών διαστάσεων.
Από την δεκαετία του 50 βέβαια οι θαμώνες των σκοτεινών αιθουσών φορούσαν τα ειδικά γυαλιά που προσέδιδαν στην εκάστοτε 3D ταινία ένα βάθος πεδίου που πλησίαζε, είτε πολύ, είτε ελάχιστα, αυτό της πραγματικότητας. Και αναλόγως του φιλμ, διάφορα αντικείμενα πεταγόντουσαν από την οθόνη. Ψαλίδια στο Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως (1954), σπλάχνα στο Σάρκα Για Τον Φράνκενστάιν (1973), μέχρι το παπάρι του John Holmes στο Hard Skin (1977). Το 3D επανήλθε ως μόδα κάπου στις αρχές των 80s και χάθηκε μετά από μία σειρά μετριότατων ταινιών τρόμου. Η ψηφιακή επανάσταση όμως (της οποίας πρωτοστάτησε ο Cameron με τον δεύτερο Terminator του, το 1991) ήρθε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο φθαρμένο αυτό «θέλγητρο». Κι έτσι, είδαμε ταινίες σαν το Beowulf και το The Final Destination, που προσέφεραν ως κυριότερο προσόν τους την σιγουριά της ψευδαίσθησης. Το «εφέ» πλέον λειτουργεί και ο θεατής «βυθίζεται» με άνεση στο λούνα-παρκ που στήνουν γι αυτόν οι ορεξάτοι παραγωγοί.
Κάποιες συμβάσεις όμως είναι απαραίτητες: οι ταινίες συνήθως είναι σκοτεινές, προς αποφυγή μιας ενοχλητικής «θωλούρας» - η τεχνική παρουσιάζει ακόμη προβλήματα. Επίσης είναι απαραίτητες κάποιες περιστροφικές κινήσεις της κάμερας για να κάνει «κρα» το εφέ, και για τον ίδιο λόγο, η θέση λήψεως είναι πότε χαμηλή, πότε στα ουράνια – ποτέ «στη θέση της». Το αν η σκηνή το «σηκώνει» δραματουργικά είναι, συνήθως, αδιάφορο.
No problems here: το Avatar είναι λουσμένο στο φως, τρισδιάστατο όχι επειδή «πρέπει» αλλά επειδή «έτσι είναι» (ελπίζω να γίνομαι κατανοητός). Είναι ένα εντυπωσιακό τεχνικό επίτευγμα και, από μόνο του, ικανό να σηκώσει από την καρέκλα του τον «καναπεδάκια», αλλά και αυτόν που προτιμά να κλειδώνεται στο πολυαγαπημένο του home theater. Ο λόγος απλούστατος: αυτού του είδους η τρισδιάστατη εμπειρία ΔΕΝ μπορεί να αναπαραχθεί πουθενά αλλού παρά μόνο σε ειδικά διαμορφωμένες κινηματογραφικές αίθουσες. Επίσης είναι απόρθητη στις διαθέσεις των εκάστοτε «πειρατών». Καμιά κρυμμένη βιντεοκάμερα, όσο καλή κι αν είναι, δεν θα μπορέσει να καταγράψει το θαύμα που μόνο τα μάτια σας μπορούν να δουν. Βλέπετε, δεν έχω μιλήσει ακόμη για την υπόθεση, και οι θεϊκοί όροι δίνουν και παίρνουν. Τι συμβαίνει όμως στο Avatar;
Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο πλανήτης Πανδώρα σκυλεύεται από ανελέητους γήινους καπιταλιστές. Ο λόγος, ένα ορυκτό που αξίζει 20 εκατομμύρια δολάρια το κιλό. Μόνο που ο πλανήτης κατοικείται. Και οι κάτοικοι του δεν είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν στους γήινους την επικείμενη καταστροφή της χλωρίδας και πανίδας τους. Γιατί η Φυση της Πανδώρας κουβαλά θεϊκή υπόσταση, σοφία, ακόμη και αναμνήσεις ενός λαού, ενος ολάκερου πολιτισμού. Για να διευκολύνουν όμως τη δουλειά τους, οι δαιμόνιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν ένα σύστημα που μεταφέρει τη συνείδηση ενός ατόμου σε ένα υβρίδιο ανθρώπων και ιθαγενών ανθρωποειδών του πλανήτη Πανδώρα, των λεγόμενων Na'vi, γνωστό ως "avatar". Και ένας πεζοναύτης αναλαμβάνει να παρεισφρύσει στους Na'vi, με την ελπίδα να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους - ή τουλάχιστον τη συναίνεσή τους - στην εξόρυξη του ορυκτού.
Άνθρωποι σε μηχανές, εναντίον ανθρώπων μέσα σε «ξένα» σώματα. Πολεμόχαροι και πολυεθνικές εναντίων οραματιστών και επαναστατών. Οι σημάνσεις όσο προφανείς γίνεται – δεν διαφέρουν καθόλου από αυτές του Τιτανικού αν το καλοσκεφτείς (μόνο που στον Τιτανικό υπήρχε το βάρος μιας αληθινής τραγωδίας).
Στο τέλος βέβαια (μετά από εκατόν είκοσι λεπτά που, μεταξύ μας, θα μπορούσαν και να είναι λιγότερα) έρχεται ένα φινάλε αποθεωτικό. Οι σκηνές μαχών στέλνουν κατευθείαν το σαγώνι σου στο πάτωμα. Και η post-New-Age ματιά του Cameron, ολοφάνερη και λαμπερή. Όσο για τα συμβολικά βαφτίσια, εκεί χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα: Πανδώρα ο πλανήτης, τέκνα του Ναβή οι εξωγήινοι, Νεφερτίτη η ωραία ηρωίδα, Avatars οι καλοί, και είμαι σίγουρος ότι μου έχουν ξεφύγει μια ντουζίνα τέτοιες αναφορές. Αναφορές που δεν φτιάχνουν μια δυνατή αλυσίδα, αλλά πασπαλίζουν το όλο concept με pseudo-intellectual μαϊντανό, ικανό για να θαμπώσει τους έφηβους, ανεξαρτήτως ηλικίας και ιδιότητας.
Όλα αυτά σε μια εντελώς humor-less ταινία. Δεν υπάρχει ούτε στιγμή χαλάρωσης, μόνο μια σοβαρότητα που κρέμεται πάνω από τη δραματουργία, λες και το υπόβαθρο του Avatar δεν διαφέρει διόλου απ'αυτό του 2001 ή της Ταρκοφσκικής Θυσίας. Μπορεί πάντως και να γίνει το Star Wars της γενιάς του. Μόνο που το τελευταίο δεν πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες, δεν πήρε ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά, απλά άφησε τους τρελαμένους οπαδούς του να το προάγουν σε θρήσκευμα και φυσικά το εκμεταλεύτηκε (και καλά έκανε). Τούτο εδώ το φιλμ, απαιτεί λατρεία και σεβασμό. Όχι ως θέαμα αλλά ως περιεχόμενο. Το δείχνει ο, σχεδόν νεκρικά σοβαρός του τόνος. Και δεν το δικαιούται, όσο εντυπωσιακό, όλο καλοφτιαγμένο, όσο ονειρικό κι ας είναι. Γιατί πίσω από τη δράση και την καλλιέπεια, ο Cameron ρητορεύει. Άτσαλά, απλοϊκά και με μια επίφαση σπουδαιότητας που σπάει καρύδια.
Οι παραγωγοί πάντως ας στήσουν ένα Avatar για πάρτη του. Ο σκηνοθέτης έχει στήσει ένα υπερθέαμα με την κυριολεκτική έννοια του όρου, και παράλληλα το έχει «ασφαλίσει» όσο γίνεται καλύτερα από το φόβητρο του downloading. Αυτό είναι και το σημαντικότερο (αν όχι το μοναδικό) του επίτευγμα.
Γιατί το φιλμ σάρωσε. Και έθεσε νέα στανταρ, αλλάζοντας την φιλμική πραγματικότητα. Η Αλίκη του Τιμ Μπάρτον έγινε 3D αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν μέσα στα σχέδια του δημιουργού της. Ο οποίος έκανε – σε δημιουργικό επίπεδο – μια τρύπα στο νερό αλλά και πάλι η ταινία έκανε τρελές εισπράξεις (παγκοσμίως, ξεπέρασε το ένα δις!). Αυτό τι μας λέει; Ότι ο κόσμος είναι διατεθειμένος να αφήσει τον καναπέ του και να τραβηχτεί μέχρι την πλησιέστερη αίθουσα αρκεί κάποιος να του προσφέρει την τρισδιάστατη εμπειρία.
Rewind: Στην προβολή της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας (την Αφιξη του Τρένου των αδελφών Λιμιέρ) το κοινό έτρεξε έντρομο προς την έξοδο θεωρόντας ότι το τρένο είναι αληθινό. Βεβαίως, τότε το φιλμ ήταν... ασπρόμαυρο και κακης ποιότητας. Η ψευδαίσθηση όμως λειτουργούσε. Αλλά, ως γνήσιος junkie, ο καταναλωτής φιλμικών εικόνων απαίτησε μια ολοένα και εντονότερη κινηματογραφική εμπειρία, πρόθυμος να σκάσει κάτι παραπάνω. Έτσι, ήρθε ο ήχος, ενώ στη συνέχεια το φιλμ έγινε έγχρωμο, πανοραμικό (σινεμασκόπ), τρισδιάστατο, ενώ διάφορα κολπάκια των παραγωγών έκαναν την εμφάνιση τους. Το αγαπημένο μου ήταν το Odorama, όπου μαζί με το εισιτήριο, ο θεατής έπαιρνε μαζί του και μια κάρτα με αριθμούς. Όταν ο συγκεκριμμένος αριθμός εμφανιζόταν στην οθόνη, ο θεατής έπρεπε να ξύσει την κάρτα στο επίμαχο σημείο και να... μυρίσει ότι υποτίθεται ότι οσφραίνονταν οι πρωταγωνιστές. Ο Τζον Γουότερς χρησιμοποίησε την τεχνική στο Polyester (1981), μόνο που οι μυρωδιές που περιμεναν το ταλαίπωρο κοινό ήταν οι χειρότερες: κλανιές, ρεψίματα, βρώμικες κάλτσες κ.ο.κ. Ήταν κι αυτό μια κάποιου είδους ανατροπή.
Και τώρα λοιπόν που η ψευδαίσθηση είναι πλήρης, τι μας περιμένει; Πολλά blockbusters προφανώς. Και μπόλικα σίκουελ του Avatar (ήδη ο Κάμερον δουλεύει πάνω στην πρώτη συνέχεια). Και, ελπίζω, η «επίμαχη» αυτή τεχνική να προσελκύσει και σοβαρότερους δημιουργούς. Μπορείτε, για παράδειγμα, να φανταστείτε την «Επιστροφή» του Σβγιάκγιντσεφ σε 3D; Ή, το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Κιούμπρικ; Τι θα έκανε άραγε ο Τρίερ, αν κάποιος του παρείχε μια 3D υποστήριξη;
Φυσικά, υπάρχει και ένα άλλο θέμα. Τι έπεται για τη συνέχεια; Τώρα που και το 3D είναι μια πραγματικότητα, τι άλλο θα μπορούσε να επιτευχθεί για να κρατήσει το κοινό στις αίθουσες; Ας μην ξεχνάμε πως η τσέπη μας υποφέρει. Πως το 3D ήρθε σε μια εποχή οικονομικής κρίσης. Πως έχουν σκάσει και κάτι περιποιημένα «σοσιαλιστικά» μέτρα – που βέβαια και αυτά με τη σειρά τους ούτε που αγγίζουν τις τράπεζες ή την εκκλησία για να προφυλαχθούν κάποια δικομματικά κωλαράκια. Αν δεν υπήρχε το θέλγητρο του 3D, ακόμη και ο τελευταίος συνταξιούχος περιπτεράς στο τελευταίο χωριό θα μάθαινε τι σημαίνει torrent και πως μπορεί, μέσω αυτών, να βλέπει ταινίες τζάμπα. Άρα, η συγκυρία κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Σύντομα η τρισδιάστατη θέαση θα μπορεί να είναι εφικτή και στα σπίτια μας. Και τότε τι θα γίνει; Πως θα μας κρατήσουν στις αίθουσες; Λέτε στο μέλλον να μπορούμε να αγγίξουμε τους αγαπημένους μας σταρ; Κι αν ναι, πως θα μεταφραστεί αυτό στις ταινίες πορνογραφικού περιεχομένου; Γιατί, αν μπορούμε να τους αγγίξουμε, γιατί να μην τους πηδήξουμε κιόλας;
Κάποτε πηγαίναμε σινεμά για την εμπειρία της συλλογικότητας. Επειδή – ας μην ακουστεί «κάπως» αυτό – ο περισσότερος κόσμος ήξερε, πάνω-κάτω, γιατί πηγαίνει σινεμά. Ξεκινούσε από το σπίτι του έχοντας επιλέξει μια συγκεκριμμένη ταινία και πήγαινε να συναντήσει τους άλλους που είχαν κάνει την ίδια επιλογή μ’αυτόν. Με την έλευση των multiplex αυτό χάθηκε. Οι αίθουσες έγιναν συμπληρώματα εμπορικών κέντρων και τα καθίσματα υποδέχτηκαν «θεατές» με ανοιχτά κινητά και στόματα που, όταν έβρισκαν τις πολυαίθουσες γεμάτες, «κερνούσαν» την ιδεολογία τους και το κοινό των μεμονομένων κινηματογράφων. Ναι, χρησιμοποίησα την λέξη «ιδεολογία». Βλέπετε, δεν πιστεύω ότι το πρόβλημα της εποχής μας είναι η απουσία των ιδεολογιών. Αλλά μάλλον το ότι ΟΛΑ έχουν μετατραπεί σε ιδεολογία. Αυτός πάντως είναι ο λόγος που έστησα σπίτι μου ένα home theatre με μια οθόνη κινηματογραφική. Ο λόγος δηλαδή που δεν πάω πλέον σινεμά όσο συχνά θα ήθελα.
Θα μου πείτε πως αυτά που γράφω είναι ακραία και πως είμαι ένας ελιτιστής σνομπ.
Τον Φεβρουάριο του 2010 λοιπόν, αυτός ο σνομπ βρέθηκε στο 60ο Φεστιβάλ Βερολίνου. Μεγάλη διοργάνωση, άκρως σινεφιλική, και φέτος μάλιστα, επετειακή. Που σημαδεύτηκε από ένα μεγάλο γεγονός. Την προβολή της αναπαλαιωμένης κόπιας του Metropolis του Φριτς Λανγκ στην – σχεδόν – πλήρn εκδοχή της. Βλέπετε, όταν πρωτοπροβλήθηκε η ταινία, το 1927, το χρονόμετρο έγραφε 210 λεπτά. Ο σκηνοθέτης της έφτιαξε και υπέγραψε μια πιο μαζεμένη εκδοχή, 160 λεπτών. Που μέσα σε τέσσερις μήνες έγιναν 93! Γιατί η παραγωγός εταιρία τρόμαξε με την εμπορική αποτυχία της ταινίας και θεώρησε πως μια συντομευμένη βερσιόν ίσως και να της έφερνε πίσω τα φράγκα που έσκασε. Η δε Paramount έστησε ένα άλλο μοντάζ, διάρκειας 114 λεπτών. Και το αρνητικό πήγε στα σκουπίδια. Έτσι, το χαμένο υλικό έγινε το άγιο δισκοπότηρο των απανταχού σινεφάγων.
Ποτέ μη λες ποτέ όμως. Το χαμένο υλικό (ή, για να είμαστε ακριβείς, το μεγαλύτερο κομμάτι του) βρέθηκε τελικά σε μια ταινιοθήκη στο Μπουένος Άιρες! Γιατί κάποιος λέει είχε προλάβει να αγοράσει μια κόπια, λίγες εβδομάδες πριν την καταστροφή του φιλμ από την παραγωγό εταιρία.
Το ίδρυμα Λανγκ στρώθηκε στη δουλειά και έφτιαξε την καλύτερη κόπια από το υλικό αυτό. Και, όταν το ημερολόγιο έγραψε 12 Φεβρουαρίου, στην Πύλη του Βραδεμβούργου έγινε η πρώτη προβολή. Νύχτα. Έξω. Με το θερμόμετρο να είναι κολλημένο στους μείον δώδεκα βαθμούς Κελσίου. Κι όμως, δυο χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν εκεί. Ανάμεσα τους και ο γραφων, που τράβηξε την φωτογραφία που κοσμεί το κείμενο.
Και ήταν όλοι εκεί. Ο κουστουμαρισμένος ευγενής μεσήλιξ, ο 15χρονος skate-άς, τα παντρεμένα ζευγαράκια παρέα με τα παιδιά τους, η εναλλακτική πιτσιρικαρία, όλες οι τάξεις και όλες οι ηλικίες. Που ενώθηκαν από κάτι που τους ξεπερνούσε: από την ανάγκη να ανακαλύψουν ξανά ένα κομμάτι της ιστορίας τους που τους καίει και τους αφορά. Κάποιες παρέες χορεύουν για να αντέξουν το κρύο. Άλλοι έχουν φέρει καφέ και σούπα και την προσφέρουν στον κόσμο δίχως να ζητούν αντίτιμο. Και κάποιοι άλλοι έχουν μείνει ακίνητοι. Λόγω κατανύξεως και όχι... καταψύξεως.
Ο δυστυχής Λανγκ πέθανε το 1976. Έζησε το διχασμό της χώρας του, και ποτέ του δεν ξεπέρασε την καταστροφή του αριστουργήματος του. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως τελικά, το φιλμ του δεν χάθηκε. Και πως, σε μια Γερμανία που χωρίστηκε και ενώθηκε για τις ίδιες πολιτικές σκοπιμότητες, το Metropolis θα ένωνε ξανά έναν λαό ανασφαλή και φοβισμένο. Έστω και για μια νύχτα.
Τελικά, κάποιες ταινίες διατηρούν ακόμη αυτή την παλιά δύναμη. Κι ας μην είναι τρισδιάστατες. Ή μήπως είναι;
(Η νέα αυτή εκδοχή του Metropolis κυκλοφορεί τώρα σε dvd kai blu-ray. Επίσης, το παρόν κείμενο αποτελεί σύμπτυξη δυο παλαιότερων που είχαν δημοσιευτεί, στο περιοδικό Velvet. Γράφτηκαν ως ένα όμως, και ως ένα τα ανέβασα εδώ. Την φωτογραφία την τράβηξα με το κινητό μου, εκείνη τη νύχτα. Δεν φαίνεται καλά, αλλά χιονίζει).