Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Conversations with remarkable people, v.31: Willem Dafoe



Από τον Χριστό (στον κατά Σκορσέζε Τελευταίο Πειρασμό) μέχρι τον Green Goblin στον Σπάιντερμαν, ο Γουίλεμ Νταφόε έχει διατρέξει το ερμηνευτικό τερέν ενσαρκώνοντας ένα πλήθoς ετερόκλητων χαρακτήρων, πότε ευαίσθητων, πότε σαδιστικών αλλά πάντοτε... ιδιαίτερων. Παρ’όλα αυτά, δεν είναι ακριβώς η μορφή που φέρνεις στο νου σου έχοντας ως αναφορά το σινεμά του Θεώδορου Αγγελόπουλου!  Ο αμερικανός ηθοποιός όμως ουδέποτε έκρυψε την αγάπη του για το Ευρωπαϊκό σινεμά, αυτό των «δημιουργών» που λέμε. Οι εμφανίσεις του  στο «Τόσο μακρυά, τόσο κοντά» του Βιμ Βέντερς,  στις ταινίες του Λαρς Φον Τρίερ και στο πολυσυλλεκτικό «Παρίσι Σ΄Αγαπώ» το μαρτυρούν. Με λίγα λόγια, προχωρά, επί της λεπτής γραμμής στην οποία κάθε σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός είναι σχεδόν καταδικασμένος να ακροβατεί. Από την μιά οι ερμηνευτικές προκλήσεις, η ευκαιρία δηλαδή ενός καλλιτέχνη να εξασκήσει το λειτούργημα του στα όρια, και από την άλλη, η απλούστερη, αλλά συχνά πολύ πιο ουσιαστική, ανάγκη της επιβίωσης. Ευτυχώς, όταν τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη το 2008, ασχοληθήκαμε περισσότερο με το πρώτο.


Η απόσταση που χωρίζει τον Σπάιντερμαν από την Σκόνη του Χρόνου, τεράστια. Αλλά εσείς αφοσιωθήκατε εξίσου και στα δύο φιλμ. Ποιό είναι το σινεμά που εσείς προτιμάτε;

Οι διαθέσεις μου αλλάζουν διαρκώς, οπότε... Αν και το σινεμά που αγαπώ περισσότερο είναι μάλλον το «προσωπικό», το σινεμά του δημιουργού. Ας το πούμε auteur cinema! Δεν αντέχω τους στυλίστες. Ούτε αυτούς που κατέχουν την γλώσσα του σινεμά αλλά δεν έχουν ρινίδα συναισθήματος. Στο Χόλιγουντ συναντάς πολλούς τέτοιους. Που εντέλει, παραδίδουν ταινίες... όχι και τόσο καλές. Και έχω παίξει σε αρκετές απ’αυτές, οπότε...

Ο auteur βέβαια θα έχει και περισσότερες απαιτήσεις από εσάς.

Θα παίξω στη νέα ταινία του Λαρς Φον Τρίερ (σ.σ.: Εννοεί τον «Αντίχριστο») και στ’ αλήθεια αν προκύψουν τα μισά απ’ όσα έχω διαβάσει στο σενάριο, νομίζω πως θα φτύσουμε αίμα στα γυρίσματα – και δεν το λέω μεταφορικά. Γράφει υπέροχα και, ναι, πολλές φορές γράφει για να προκαλέσει. Αλλά περιμένει πάντα μια δομημένη αντίδραση, την αντίδραση ενός διανοούμενου, όπως είναι ο ίδιος. Και στις Κάννες πια, συχνάζουν τύποι οι οποίοι συμπεριφέρονται στις ταινίες σαν χουλιγκάνοι, τύποι με ελάχιστη ουσιαστική καλλιέργεια, που αδυνατούν – ή δεν θέλουν – να κάνουν μια σωστή ανάγνωση. Μου αρέσει ο Λαρς. Ξέρω πως πολλοί δεν τον αντέχουν, αλλά έχουμε μια όμορφη σχέση. Μερικές φορές είναι αυτό που λέμε “pain in the ass” (γέλια)! Αλλά προσπαθεί να εκμαιεύσει κάτι από εμένα. Να «φτιάξει» κάτι, να το δημιουργήσει. Το εκτιμώ αυτό.

Να υποθέσω πως εκνευρίζεστε με τους σκηνοθέτες που δεν σας «πιέζουν» αρκετά;

Σωστά. Αν δεν ξέρουν τι να με κάνουν, νιώθω αμήχανα. Θέλω να πω, ξέρεις ποιός είμαι, γιατί με επέλεξες; Τι θες να κάνω; Εγώ διψώ για την περιπέτεια της μεταμόρφωσης, του ταξιδιού στον χωροχρόνο. Αυτό είναι σινεμά για μένα. Και αν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να «λερώσει τα χέρια του», τα αποτελέσματα επί της οθόνης θα είναι φτωχά. Τότε είναι που θλίβομαι. Που νιώθω προδομένος. Γιατί σκέφτομαι «εγώ θέλω να τεστάρω τα όρια μου, θέλω να ζήσω αυτή την περιπέτεια, αυτός γιατί δεν θέλει;». Γι αυτό και προτιμώ να εργάζομαι στην Ευρώπη. Εκεί συναντάς σκηνοθέτες που έχουν αυτή την ορμή, που θέλουν απλά να κάνουν μια ταινία, παθιασμένα. Που επίσης δεν θέλουν να δημαγωγήσουν. Δεν μπορώ τους ρήτορες. Λατρεύω όμως αυτούς που κάνουν την ταινία που θέλουν, δίχως να τους ενδιαφέρει το «γιατί».

Το ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο ο ηθοποιός «μετράει» στο φιλμ ενός auteur. Πολλές φορές καταντά ένα απλό πιόνι. Διαφωνείτε;

Καλή ερώτηση, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ! Το πιστεύετε ότι όταν βλέπω ένα τέτοιο φιλμ ελάχιστα προσέχω τους ηθοποιούς;

Το λέω αυτό γιατί ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος σήμερα, στη συνέντευξη τύπου για την «Σκόνη του Χρόνου», ανακοίνωσε πως θα γυρίσει την επόμενη ταινία του με ερασιτέχνες ηθοποιούς...

Το είπε, ναι. Να σου πω την αλήθεια, με παραξένεψε όταν το άκουσα. Καθόμουν και δίπλα του! «You bum!», σκέφτηκα, «τόσο άσχημη εμπειρία είχες μαζί μου;». (γέλια) Αλλά μετά είδα την τελευταία ταινία των αδελφών Νταρντέν και έμεινα άναυδος (σ.σ.: την «Σιωπή της Λόρνα»). Και σκέφτηκα πως και ο Τεό θα μπορούσε να δουλέψει έξοχα μαζί τους.

Αλήθεια, εσείς, ένας επαγγελματίας ηθοποιός, με τις σπουδές και τις εμπειρίες σας, πως νιώθετε όταν βλέπετε ερασιτέχνες να δίνουν σπουδαίες ερμηνείες;

Λίγο παράξενα... (παύση). Κοιτάξτε, είμαι επαγγελματίας, ok, και μέρος της δουλειάς μου είναι να χάνομαι μέσα σ’έναν ρόλο. Να χάνω και τον εαυτό μου ενίοτε. Μπορώ όμως; Θέλω να πω, εσύ, το κοινό, με γνωρίζεις ήδη από τόσες ταινίες, οπότε η περσόνα μου είναι ούτως η άλλως «μολυσμένη», με καταλαβαίνεις;

Οπότε... τους ζηλεύετε;

Όχι αυτούς τους ίδιους, όχι... Δεν μπορώ ακριβώς να σου το εκφράσω, αλλά, ξέρεις, βλέπω μερικές φορές κάποιες σπουδαίες «μικρές» ταινίες, με άγνωστους, ερασιτέχνες ηθοποιούς, με μη ηθοποιούς για την ακρίβεια, και λέω από μέσα μου «πόσο θα ήθελα να ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς, να ήμουν μέσα στο σύμπαν αυτής της σπουδαίας ταινία». Μπορώ όμως; Από την άλλη, πρωταγωνιστώ στην νέα ταινία του Αγγελόπουλου, και δεν θα έλεγες πως είμαι ο τυπικός Αγγελοπουλικός ήρωας, σωστά; Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτηση που μου έκανες προηγουμένως, ο ηθοποιός, πολλές φορές «εξαφανίζεται» στην ταινία ενός auteur. Και, τελικά, αυτό είναι μάλλον καλό.

Είπατε πριν πως έχετε εμφανιστεί και σε κακές ταινίες. Μου θυμίσατε μια συνέντευξη του Μάικλ Κέιν που έλεγε χαρακτηριστικά: «δεν έχω δει τις κακές μου ταινίες, είδα όμως τα σπίτια που έχτισαν και ήταν υπέροχα».

 (Με νεκρική σοβαρότητα) Im not like that! Ποτέ, ποτέ μου δεν υπήρξα τόσο κυνικός με τις επιλογές μου, ακόμη κι όταν επέλεγα έναν ρόλο σε μια καθαρά «εμπορική» ταινία. Θέλω να πω, ας πιάσουμε το Body Of Evidence (σ.σ.: θρίλερ που παραπέμπει στο «Βασικό Ένστικτο», με femme fatale την Μαντόνα, παραγωγής 1993, μεγάλη εμπορική αποτυχία και πολύ κακή ταινία!). Οι κριτικές την ξέσκισαν. Κι όμως, τρέφω συναισθήματα και γι αυτό το φιλμ, που μάλλον θεωρείται το χειρότερο της φιλμογραφίας μου. Το timing ίσως να μην ήταν καλό και ο Τύπος την έπεσε άγρια στη Μαντόνα... Ήταν και μια παλιομοδίτικη ταινία, θύμιζε νουάρ του 40, παρά τις έντονες ερωτικές σκηνές. Ο κόσμος δεν ήθελε να δει κάτι τέτοιο τότε. Από την άλλη όμως δείτε το Spiderman του ταλαντούχου Σαμ Ρέιμι. Είναι μια αξιοπρεπέστατη, σοβαρή στο είδος της δουλειά. Και ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω έχει πολύ ενδιαφέρον, πολύ «ζουμί», κι ας μιλάμε για blockbuster.

Χρησιμοποιείτε σχεδόν απολογητικά τον ορισμό. Αν πάμε όμως στα 70s, blockbuster ήταν και ο Νονός. Τι έχει αλλάξει στο Χόλιγουντ;

Τα powergroups. Οι επικεφαλείς. Αυτοί που έχουν τον έλεγχο σήμερα. Οι περισσότεροι από δαύτους, δεν έχουν ανοίξει ένα βιβλίο. Μετά την αποτυχία του Heavens Gate (σ.σ.: Η Πύλη της Δύσης του Μάικλ Τσιμίνο, που θεωρείται η πιο καταστροφική εμπορική αποτυχία από καταβολής κινηματογράφου, ρήμαξε την καριέρα του σκηνοθέτη της και οδήγησε την United Artists στη χρεωκοπία) οι σκηνοθέτες έχασαν τον έλεγχο – τους τον πήραν δηλαδή. Τα στούντιο δεν τους εμπιστεύονταν πια. Τώρα όλα γίνονται για τους ατζέντηδες και τους publicists. Οι τελευταίοι ειδικά, είναι αυτοί που ελέγχουν τα πάντα. Σχεδόν σε κάθε τομέα – ακόμη και στις εκλογές μας! Σε ότι αφορά το σινεμά, μπορούν να ξοδευτούν εκατομμύρια για την προώθηση μιας ταινίας και στα γυρίσματα να ψάχνουμε να βρούμε ποιά σκηνή να κόψουμε για να μειώσουμε το κόστος κάτα μερικές δεκάδες χιλιάδες. Το εμπορικό τμήμα κάνει όλη τη δουλειά πλέον. Εκεί στήνεται μια ταινία σήμερα. Και μετά την «στέλνουν» στον σκηνοθέτη...







Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Conversations with remarkable people, v.30: Abel Ferrara

 
Από την πρώτη του ταινία («Driller Killer» του 1979) μέχρι σήμερα, ο Έιμπελ Φεράρα (που, τη στιγμή που κάνω αυτή την ανάρτηση, κλείνει τα 68) δεν σταμάτησε να καταπιάνεται με θέματα προκλητικά, τα οποία και υπηρέτησε με μια γραφή πότε αστίλβωτα ρεαλιστική και πότε έντονα λυρική. Με άλλα λόγια, ένας οριακός σκηνοθέτης. Τον συνάντησα το 2014 στη Βενετία, με αφορμή την προβολή της ταινίας του για τον Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ευτυχώς, είχε όρεξη για κουβέντα - ορίστε ένα απόσπασμα της.
 
 
Καλησπέρα, κύριε Φεράρα.
 
Γεια σου, δικέ μου, από Ελλάδα είπαμε;
 
Ναι. Εσείς;
 
You're fast. (Γέλια) Κοίτα, εγώ κουβαλώ το Μπρονξ της Νέας Υόρκης όπου πάω, αλλά ζώντας στην Ιταλία τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια αισθάνομαι πια σαν πολίτης του κόσμου. Εχω αλλάξει πολλές πατρίδες κατά καιρούς, αλλά συνειδητοποίησα νωρίς πως όσο πιο μακριά βρίσκομαι από το Λος Αντζελες τόσο το καλύτερο.
 
Γιατί ήρθατε στην Ιταλία;
 
Πρώτα απ' όλα, για να αποτοξινωθώ. Ας πούμε πως η ζωή μου δεν ήταν ιδιαιτέρως ορθή πολιτικά.
 
Τι εννοείτε με αυτό;
 
Ημουν ένας παράνομος. Και οι παρέες μου το ίδιο. Κάναμε πολλά ναρκωτικά. Είχα ανάγκη από λίγο φως, δικέ μου. Ηρθα εδώ, αποτοξινώθηκα, ανακάλυψα τη βουδιστική κοσμοθεωρία, όλα άλλαξαν. Φώλιασε στην ψυχή μου μια τρυφερότητα.
 
Ο «Παζολίνι» σας είναι μια ασυνήθιστα τρυφερή ταινία.
 
Ναι, δεν σε κοπανάει στο κεφάλι από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω τι περίμενε να δει ο κόσμος, αλλά εγώ έκανα την ταινία για να απαντήσω στα δικά μου ερωτήματα. Ενα μέρος της φιλοσοφίας του βουδισμού έχει να κάνει με τη βαθιά κατανόηση του δασκάλου σου.
 
Ηταν δάσκαλος ο Παζολίνι για σας;
 
Πλάκα μού κάνεις; Εννοείται. Ξέρεις, όταν αρχίζεις να παρακολουθείς το ιταλικό σινεμά, κολλάς με διάφορους ανά φάσεις. Περνάς την περίοδο «Αντονιόνι», την περίοδο «Φελίνι». Αλλά με τον Παζολίνι δεν ήταν έτσι. Οι ταινίες του δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό μου. Με θυμάμαι να βλέπω επανειλημμένως το «Salo», για μήνες. Να τρώω απανωτά σοκ με το «Δεκαήμερο». Να κλαίω με το «Mamma Roma». Επρεπε να την κάνω αυτή την ταινία, δικέ μου, έπρεπε. Και όσο περισσότερο γύριζα την ταινία τόσο μεγάλωνε ο θαυμασμός μου. Ειδικά όταν άρχισα να γυρίζω σκηνές με τους ηθοποιούς του. 
 
Υπάρχει πάντα ο φόβος της αγιοποίησης όμως.
 
Δηλαδή; Μισό λεπτό (σ.σ.: ο Φεράρα σηκώνεται από το τραπέζι για να μιλήσει στο κινητό του. Από συνήθεια μιλάει δυνατά και ακούγεται. «Hey, man, I'm talking with some fucking guy from Greece, call me later. No, he's cool.». Επιστρέφει). Λοιπόν, τι εννοούσες;
 
Συνήθως σε μια βιογραφία αποτελεί κύριο μέλημα να αποφύγεις την αγιοποίηση του κεντρικού σου χαρακτήρα.
 
Σιγά. Γιατί να την αποφύγεις; Δεν ήταν άγιος ο Παζολίνι, λες; Κάτσε να τα βάλουμε κάτω. Σπουδαίος ποιητής. Σπουδαίος ζωγράφος. Σπουδαίος ηθοποιός! Με μια πολιτική δράση που τον έφερνε πάντα στην πρώτη θέση της διανόησης. Αν ζητήσεις τη γνώμη εκατό διαφορετικών ανθρώπων για μένα, θα ακούσεις πολλά άσχημα πράγματα - ποιος θα έλεγε όμως κάτι κακό για τον Παζολίνι; Κάποιος γελοίος μού ανέφερε χθες τον Λαρς φον Τρίερ ως έναν σύγχρονο Παζολίνι και τρελάθηκα. Είναι ποιητής ο Τρίερ και δεν το 'ξερα;  
 
Αν ο Παζολίνι είναι άγιος, να υποθέσω πως πέθανε για τις αμαρτίες μας;
 
Πέθανε αφήνοντας πίσω μια κληρονομιά και ένα παράδειγμα προς μίμηση. Εθετε συχνά τη ζωή του σε κίνδυνο. Δεν σύχναζε με παπαδοπαίδια. Εβγαινε έξω με τύπους που, αν ήθελαν το ρολόι σου, πρώτα σε σκότωναν και μετά το έπαιρναν. Τόσο απλά, καταλαβαίνεις; Η ζωή ήταν πάντα φτηνή. Και ο Παζολίνι δεν ήθελε τα μεγάλα βραβεία, τις ωραίες γνωριμίες και την παγκόσμια αναγνώριση. Ηθελε να σε σώσει. Εσένα, εμένα, όλους. Ε, και τον σκότωσαν.
 
Υπάρχει και η θεωρία της δολοφονίας του από φασίστες.
 
Γιατί, σου έμοιαζαν δημοκράτες οι φονιάδες του στην ταινία μου;
 
Μιλώ για πληρωμένους δολοφόνους από φασιστικά κέντρα εξουσίας.
 
Ναι μωρέ, το έχω ακούσει αυτό. Αλλά αν τσεκάρεις τις αυτοψίες και τα έγγραφα της εποχής, καταλαβαίνεις πως η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Σίγουρα ήθελαν να του κάνουν κακό, αλλά δεν ξέρω αν ήθελαν να τον σκοτώσουν κιόλας. Η υπόθεση μοιάζει να ξέφυγε λίγο την τελευταία στιγμή. Αν αυτό το αμάξι δεν είχε περάσει από πάνω του, σήμερα θα ζούσε. Και δεδομένων των συνθηκών, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν ήταν στημένο όλο αυτό. 
 
Ο Παζολίνι δεν φοβόταν να γυρίσει ταινίες που, αναπόφευκτα, θα προσέβαλλαν πολύ κόσμο. Ποιος συμπληρώνει σήμερα αυτό το κενό;
 
Θα ήθελα πολύ να απαντήσω «εγώ!» σε αυτή την ερώτηση, αλλά δεν νιώθω πως το έχω κατορθώσει ακόμα. Τουλάχιστον προσπαθώ. Και σίγουρα τα καταφέρνω καλύτερα τώρα, που άφησα πίσω μου την Αμερική. Με φαντάζεσαι να προσπαθώ να «πουλήσω» την ιδέα μιας βιογραφίας του Παζολίνι σε έναν αμερικανό παραγωγό; Η πολιτική ορθότητα κατέστρεψε το σινεμά στην Αμερική, φίλε. Κι αυτό να το γράψεις όπως ακριβώς το είπα. Το σκότωσε. Τι να καταλάβουν αυτοί για τον Παζολίνι; Για το δικαίωμα του να υπερασπίζεσαι τη μοναδικότητά σου; Η προηγούμενη ταινία μου (σ.σ.: «Welcome to New York», με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ ως Ντομινίκ Στρος-Καν) δεν έχει ακόμα διανεμηθεί στην Αμερική επειδή η παραγωγός εταιρεία μού ζητά να κόψω κάποιες σκηνές. Δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω. Ας μην τη δει κανένας εκεί, να πάνε να γαμηούν.
 
Δεν σας απασχολεί αυτό;
 
Στ'αρχίδια μου, η ταινία έχει κάνει την ευρωπαϊκή της πορεία, την έχει δει ο κόσμος και, ανεξαρτήτως αν τους αρέσει ή όχι, είναι η δική μου ταινία. Την έκανα όπως την ήθελα. Κανείς δεν θα με πείσει να αλλάξω ούτε καρέ. Κάθε ταινία τελικά είναι μια μάχη. Φαντάσου τι θα έλεγε ο Παζολίνι σε μια τέτοια περίπτωση. Να σου το πω αλλιώς; Αν είχα τον Μπραντ Πιτ γυμνό, η ταινία θα παιζόταν τώρα. Αλλά εγώ δείχνω γυμνό τον Ντεπαρντιέ. Κάποιοι κώλοι είναι πιο «σωστοί» από τους άλλους.

Να κάτι που δε θα διάβαζα ποτέ σε αμερικάνικο έντυπο. Τα λέτε αυτά σε αμερικανούς δημοσιογράφους και δεν τα τυπώνουν ή απλά δεν τα λέτε καν;

Πρέπει να δεις πως έφυγε εδώ η προηγούμενη δημοσιογράφος, είμαι βέβαιος πως δε θα τυπώσει λέξη. Αυτοί νομίζουν πως μας τιμωρούν όταν μας αποκλείουν. Χάρη μας κάνουν, οι γαμημένοι μπάσταρδοι! (γέλια) Πρέπει να μπορούμε να κοιτάζουμε κατάματα την πραγματικότητα. Κάποια στιγμή, σε μια διένεξη ανάμεσα στους αριστερούς και την αστυνομία, ο Παζολίνι βγήκε να στηρίξει τους δεύτερους. «Δεν είστε αριστεροί εσείς», είπε, «είστε κακομαθημένα πλουσιόπαιδα, και αυτοί (οι αστυνομικοί) είναι προλετάριοι από τον Νότο, αυτοί είναι οι ήρωες». Και φυσικά εκνεύρισε τους πάντες. Αλλά είχε το θάρρος της γνώμης του, ήταν ο μόνος αληθινός ανένταχτος.

Κάνατε κι εσείς μια ταινία με ήρωα έναν αστυνομικό, το Bad Lieutenant.

Οι στολές είναι μια μαλακία δικέ μου. Δε σημαίνουν τίποτα.
 

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Tobe Hooper: O αναρχικός του Τρόμου.

 O Τομπ Χούπερ στα γυρίσματα του The Texas Chainsaw Massacre
Το ωραίο με τις ταινίες του Χίτσκοκ είναι πως μπορείς να βασιστείς στην αξιοπιστία ενός μάστορα του σασπένς. Που θα σε ταξιδέψει σε όλες τις περιστροφές της πλοκής, θα ανεβάσει τις θερμοκρασίες την κατάλληλη στιγμή, και εκεί που πραγματικά θα το χρειάζεσαι, τότε θα σε αποφορτίσει, για να σε επιβραβεύσει στη συνέχεια με ένα ευτυχές τέλος. Το πρώτο ρήγμα σε αυτή την ασφάλεια ήρθε το 1968, με τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο, η ταινία όμως που την ακύρωσε πλήρως ήταν «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» του Τόμπι Χούπερ:Ξαφνικά δεν βρισκόσουν πια στα χέρια ενός «μάστορα». Αλλά ενός παρανοϊκού.

Και αν ο Νόρμαν Μπέιτς του «Ψυχώ» είχε μια πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα και ένα πολύ σαφές πρόσωπο, ο «Λέδερφεϊς», ο «Σχιζοφρενής» του ελληνικού τίτλου αποτέλεσε μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη περίπτωση: δεν έχει πρόσωπο. Ιδιοποιείται όμως τα πρόσωπα των θυμάτων του, αποσπώντας τα από το κρανίο τους. Επίσης είναι βουβός και εκφράζεται μόνο μέσα από το έγκλημα. Παρεμπιπτόντως, η πρώτη αποθεωτική κριτική για τον «Σχιζοφρενή» δημοσιεύεται στην Ελλάδα στο «Βήμα» από τον Βασίλη Ραφαηλίδη, που βρίσκεται στις Κάννες για να παρακολουθήσει τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το 1975. Η ταινία του Χούπερ προβάλλεται μία μέρα πριν, στο ίδιο τμήμα («Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών») και ο κριτικός την αποθεώνει ως «αριστούργημα γκρανγκινιολικού φαντεζίστικου».

«Πλήρωνα εισιτήριο δύο δολαρίων και μόνο δέκα σεντς "πήγαιναν" στον τρόμο. Και λάτρευα τον τρόμο! Αλλά δεν έβρισκα πια τίποτα το ενδιαφέρον στις παλιές ταινίες της Universal ή στον Δράκουλα του Κρίστοφερ Λι. Ηθελα κάτι άλλο, κάτι πιο έντονο, πιο αναρχικό. Αλλά δεν μπορούσα να σταυρώσω ιδέα. Μέχρι που βρέθηκα χριστουγεννιάτικα σε ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο γεμάτο κόσμο. Είμαι αγοραφοβικός, μισώ τα πλήθη. Βρισκόμουν στο τμήμα με τα εργαλεία και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε ένα ράφι με αλυσοπρίονα. "Για δες", σκέφτηκα. "Ορίστε ένας τρόπος για να βγω γρήγορα από δω μέσα..."». Ο Τόμπι Χούπερ ήταν 25 ετών, είχε ήδη ολοκληρώσει το πρώτο του φιλμ (ονόματι «Eggshells» - απέσπασε καλές κριτικές στην εποχή του, αλλά σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί) και έχοντας έτοιμη μια βασική ιδέα, στήνει το σενάριο του «Texas Chainsaw Massacre» και το γυρίζει μέσα σε ένα καλοκαίρι, το 1974, κάτω από αβάσταχτες συνθήκες, με ένα καστ ηθοποιών στρατολογημένων επιτόπου. Αυτό που προκύπτει είναι ένα αξεπέραστο αριστούργημα, άνετα στην πρώτη πεντάδα των κορυφαίων στιγμών του Φανταστικού από καταβολής κινηματογράφου. Στην πραγματικότητα, η ταινία αντανακλούσε την έκρυθμη κοινωνική κατάσταση στις ΗΠΑ, τον Πόλεμο του Βιετνάμ κατά πρώτο λόγο, αλλά και το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, με την οικογένεια των τεξανών κανίβαλων χασάπηδων να στέκεται και ως φορέας νοημάτων. Σήμερα, παραμένει έντονο και οδυνηρό. Αν και καθόλου αιματηρό, παρά τη «φήμη» του.

Ο Χούπερ θα γυρίσει δύο μικρής εμβέλειας θρίλερ, θα μεγαλουργήσει στην αμερικάνικη τηλεόραση με τη μίνι σειρά «Salem's Lot» μεταφέροντας ένα κλασικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ και θα ριζώσει στο Χόλιγουντ το 1982, σκηνοθετώντας (για λογαριασμό του παραγωγού Στίβεν Σπίλμπεργκ) το «Πνεύμα του κακού» (Poltergeist), την ιστορία δηλαδή μιας οικογένειας που απειλείται από τις δαιμονικές υπάρξεις που στοιχειώνουν το νέο της σπιτικό. Τα γυρίσματα, επεισοδιακά. Ο Σπίλμπεργκ είναι συνεχώς παρών, πολλές φορές δίνοντας και υποδείξεις στον Χούπερ που, ναι μεν κυνηγά μια μεγάλη καριέρα, αλλά δεν σηκώνει και πολλά πολλά. «Ποιος σκηνοθετεί αυτή την ταινία;» αναρωτιέται σε ρεπορτάζ του το περιοδικό «Variety» και ο Σπίλμπεργκ «αναγκάζεται» να δημοσιεύσει ένα ολοσέλιδο κείμενο στο τεύχος της επόμενης εβδομάδας, όπου και δηλώνει πως το «Poltergeist» είναι «εξ ολοκλήρου μια ταινία του Τόμπι Χούπερ που έκανε υπέροχη δουλειά». Εν συνεχεία, ο Χούπερ θα σκηνοθετήσει τη «Γυμνή απειλή» (1985), ένα εντελώς θεότρελο μείγμα επιστημονικής φαντασίας και ταινίας βρικολάκων, με την πεντάμορφη (και διαρκώς ολόγυμνη) Ματίλντα Μέι, ενώ το 1986 θα γυρίσει (με τη συνεργασία του Κιτ Κάρσον, που διασκεύασε σεναριακά για λογαριασμό του Βέντερς το «Παρίσι Τέξας» του Σαμ Σέπαρντ) ένα σίκουελ στον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» με πρωταγωνιστή τον Ντένις Χόπερ. Μια υστερική σάτιρα όπου η φρίκη εναλλάσσεται με τη κωμωδία - πιάνοντας απροετοίμαστους τους «φίλους» του πρώτου φιλμ.

Ο Χούπερ πάντως θα παραμείνει στο «γήπεδο» του τρόμου μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε άλλα είδη, πιο «σοβαρά» όπως θα έλεγαν οι πιο «στεγνοί» των θεωρητικών. Δεν χρειάστηκε ποτέ άλλωστε: στο έργο του ακούγονται όλα όσα πρέπει να ακουστούν.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες