Από τον Χριστό (στον κατά Σκορσέζε Τελευταίο Πειρασμό) μέχρι τον
Green Goblin στον Σπάιντερμαν, ο
Γουίλεμ Νταφόε έχει διατρέξει το ερμηνευτικό τερέν ενσαρκώνοντας ένα πλήθoς
ετερόκλητων χαρακτήρων, πότε ευαίσθητων, πότε σαδιστικών αλλά πάντοτε...
ιδιαίτερων. Παρ’όλα αυτά, δεν είναι ακριβώς η μορφή που φέρνεις στο νου σου
έχοντας ως αναφορά το σινεμά του Θεώδορου Αγγελόπουλου! Ο αμερικανός ηθοποιός όμως ουδέποτε έκρυψε την
αγάπη του για το Ευρωπαϊκό σινεμά, αυτό των «δημιουργών» που λέμε. Οι
εμφανίσεις του στο «Τόσο
μακρυά, τόσο κοντά» του Βιμ Βέντερς,
στις ταινίες του Λαρς Φον Τρίερ και στο πολυσυλλεκτικό «Παρίσι
Σ΄Αγαπώ» το μαρτυρούν. Με λίγα λόγια, προχωρά, επί της λεπτής γραμμής στην
οποία κάθε σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός είναι σχεδόν καταδικασμένος να
ακροβατεί. Από την μιά οι ερμηνευτικές προκλήσεις, η ευκαιρία δηλαδή ενός
καλλιτέχνη να εξασκήσει το λειτούργημα του στα όρια, και από την άλλη, η
απλούστερη, αλλά συχνά πολύ πιο ουσιαστική, ανάγκη της επιβίωσης. Ευτυχώς, όταν
τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη το 2008, ασχοληθήκαμε περισσότερο με το
πρώτο.
Η απόσταση που
χωρίζει τον Σπάιντερμαν από την Σκόνη του Χρόνου, τεράστια. Αλλά εσείς
αφοσιωθήκατε εξίσου και στα δύο φιλμ. Ποιό είναι το σινεμά που εσείς προτιμάτε;
Οι διαθέσεις μου αλλάζουν διαρκώς, οπότε... Αν και το
σινεμά που αγαπώ περισσότερο είναι μάλλον το «προσωπικό», το σινεμά του
δημιουργού. Ας το πούμε auteur cinema!
Δεν αντέχω τους στυλίστες. Ούτε αυτούς που κατέχουν την γλώσσα του σινεμά αλλά
δεν έχουν ρινίδα συναισθήματος. Στο Χόλιγουντ συναντάς πολλούς τέτοιους. Που
εντέλει, παραδίδουν ταινίες... όχι και τόσο καλές. Και έχω παίξει σε αρκετές
απ’αυτές, οπότε...
Ο auteur βέβαια θα έχει και περισσότερες απαιτήσεις
από εσάς.
Θα παίξω στη νέα ταινία του Λαρς Φον Τρίερ (σ.σ.: Εννοεί
τον «Αντίχριστο») και στ’ αλήθεια αν προκύψουν τα μισά απ’ όσα έχω διαβάσει στο
σενάριο, νομίζω πως θα φτύσουμε αίμα στα γυρίσματα – και δεν το λέω μεταφορικά.
Γράφει υπέροχα και, ναι, πολλές φορές γράφει για να προκαλέσει. Αλλά περιμένει
πάντα μια δομημένη αντίδραση, την αντίδραση ενός διανοούμενου, όπως είναι ο ίδιος.
Και στις Κάννες πια, συχνάζουν τύποι οι οποίοι συμπεριφέρονται στις ταινίες σαν
χουλιγκάνοι, τύποι με ελάχιστη ουσιαστική καλλιέργεια, που αδυνατούν – ή δεν
θέλουν – να κάνουν μια σωστή ανάγνωση. Μου αρέσει ο Λαρς. Ξέρω πως πολλοί δεν
τον αντέχουν, αλλά έχουμε μια όμορφη σχέση. Μερικές φορές είναι αυτό που λέμε “pain in the ass” (γέλια)! Αλλά προσπαθεί
να εκμαιεύσει κάτι από εμένα. Να «φτιάξει» κάτι, να το δημιουργήσει. Το εκτιμώ
αυτό.
Να υποθέσω πως
εκνευρίζεστε με τους σκηνοθέτες που δεν σας «πιέζουν» αρκετά;
Σωστά. Αν δεν ξέρουν τι να με κάνουν, νιώθω αμήχανα. Θέλω
να πω, ξέρεις ποιός είμαι, γιατί με επέλεξες; Τι θες να κάνω; Εγώ διψώ για την
περιπέτεια της μεταμόρφωσης, του ταξιδιού στον χωροχρόνο. Αυτό είναι σινεμά για
μένα. Και αν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να «λερώσει τα χέρια του», τα αποτελέσματα
επί της οθόνης θα είναι φτωχά. Τότε είναι που θλίβομαι. Που νιώθω προδομένος.
Γιατί σκέφτομαι «εγώ θέλω να τεστάρω τα όρια μου, θέλω να ζήσω αυτή την
περιπέτεια, αυτός γιατί δεν θέλει;». Γι αυτό και προτιμώ να εργάζομαι στην
Ευρώπη. Εκεί συναντάς σκηνοθέτες που έχουν αυτή την ορμή, που θέλουν απλά να
κάνουν μια ταινία, παθιασμένα. Που επίσης δεν θέλουν να δημαγωγήσουν. Δεν μπορώ
τους ρήτορες. Λατρεύω όμως αυτούς που κάνουν την ταινία που θέλουν, δίχως να
τους ενδιαφέρει το «γιατί».
Το ερώτημα βέβαια
είναι κατά πόσο ο ηθοποιός «μετράει» στο φιλμ ενός auteur. Πολλές
φορές καταντά ένα απλό πιόνι. Διαφωνείτε;
Καλή ερώτηση, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ! Το πιστεύετε ότι
όταν βλέπω ένα τέτοιο φιλμ ελάχιστα προσέχω τους ηθοποιούς;
Το λέω αυτό γιατί
ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος σήμερα, στη συνέντευξη τύπου για την «Σκόνη του Χρόνου»,
ανακοίνωσε πως θα γυρίσει την επόμενη ταινία του με ερασιτέχνες ηθοποιούς...
Το είπε, ναι. Να σου πω την αλήθεια, με παραξένεψε όταν
το άκουσα. Καθόμουν και δίπλα του! «You bum!», σκέφτηκα, «τόσο άσχημη εμπειρία είχες μαζί μου;». (γέλια)
Αλλά μετά είδα την τελευταία ταινία των αδελφών Νταρντέν και έμεινα άναυδος
(σ.σ.: την «Σιωπή της Λόρνα»). Και σκέφτηκα πως και ο Τεό θα μπορούσε να
δουλέψει έξοχα μαζί τους.
Αλήθεια, εσείς,
ένας επαγγελματίας ηθοποιός, με τις σπουδές και τις εμπειρίες σας, πως νιώθετε
όταν βλέπετε ερασιτέχνες να δίνουν σπουδαίες ερμηνείες;
Λίγο παράξενα... (παύση). Κοιτάξτε, είμαι επαγγελματίας, ok, και μέρος της δουλειάς
μου είναι να χάνομαι μέσα σ’έναν ρόλο. Να χάνω και τον εαυτό μου ενίοτε. Μπορώ
όμως; Θέλω να πω, εσύ, το κοινό, με γνωρίζεις ήδη από τόσες ταινίες, οπότε η περσόνα
μου είναι ούτως η άλλως «μολυσμένη», με καταλαβαίνεις;
Οπότε... τους
ζηλεύετε;
Όχι αυτούς τους ίδιους, όχι... Δεν μπορώ ακριβώς να σου
το εκφράσω, αλλά, ξέρεις, βλέπω μερικές φορές κάποιες σπουδαίες «μικρές»
ταινίες, με άγνωστους, ερασιτέχνες ηθοποιούς, με μη ηθοποιούς για την ακρίβεια,
και λέω από μέσα μου «πόσο θα ήθελα να ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς, να ήμουν
μέσα στο σύμπαν αυτής της σπουδαίας ταινία». Μπορώ όμως; Από την άλλη,
πρωταγωνιστώ στην νέα ταινία του Αγγελόπουλου, και δεν θα έλεγες πως είμαι ο
τυπικός Αγγελοπουλικός ήρωας, σωστά; Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτηση που
μου έκανες προηγουμένως, ο ηθοποιός, πολλές φορές «εξαφανίζεται» στην ταινία
ενός auteur. Και,
τελικά, αυτό είναι μάλλον καλό.
Είπατε πριν πως
έχετε εμφανιστεί και σε κακές ταινίες. Μου θυμίσατε μια συνέντευξη του Μάικλ
Κέιν που έλεγε χαρακτηριστικά: «δεν έχω δει τις κακές μου ταινίες, είδα όμως τα
σπίτια που έχτισαν και ήταν υπέροχα».
(Με νεκρική
σοβαρότητα) I’m not like that! Ποτέ, ποτέ μου δεν
υπήρξα τόσο κυνικός με τις επιλογές μου, ακόμη κι όταν επέλεγα έναν ρόλο σε μια
καθαρά «εμπορική» ταινία. Θέλω να πω, ας πιάσουμε το Body Of Evidence (σ.σ.: θρίλερ που
παραπέμπει στο «Βασικό Ένστικτο», με femme fatale την Μαντόνα, παραγωγής 1993,
μεγάλη εμπορική αποτυχία και πολύ κακή ταινία!). Οι κριτικές την ξέσκισαν. Κι
όμως, τρέφω συναισθήματα και γι αυτό το φιλμ, που μάλλον θεωρείται το χειρότερο
της φιλμογραφίας μου. Το timing ίσως να μην ήταν καλό και ο Τύπος την έπεσε άγρια στη
Μαντόνα... Ήταν και μια παλιομοδίτικη ταινία, θύμιζε νουάρ του 40, παρά τις
έντονες ερωτικές σκηνές. Ο κόσμος δεν ήθελε να δει κάτι τέτοιο τότε. Από την
άλλη όμως δείτε το Spiderman
του ταλαντούχου Σαμ Ρέιμι. Είναι μια αξιοπρεπέστατη, σοβαρή στο είδος της
δουλειά. Και ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω έχει πολύ ενδιαφέρον, πολύ «ζουμί», κι
ας μιλάμε για blockbuster.
Χρησιμοποιείτε
σχεδόν απολογητικά τον ορισμό. Αν πάμε όμως στα 70s, blockbuster ήταν και ο Νονός. Τι έχει
αλλάξει στο Χόλιγουντ;
Τα powergroups.
Οι επικεφαλείς. Αυτοί που έχουν τον έλεγχο σήμερα. Οι περισσότεροι από δαύτους,
δεν έχουν ανοίξει ένα βιβλίο. Μετά την αποτυχία του Heaven’s Gate (σ.σ.:
Η Πύλη της Δύσης του Μάικλ Τσιμίνο, που θεωρείται η πιο καταστροφική εμπορική
αποτυχία από καταβολής κινηματογράφου, ρήμαξε την καριέρα του σκηνοθέτη της και
οδήγησε την United Artists στη χρεωκοπία) οι σκηνοθέτες έχασαν τον έλεγχο – τους τον
πήραν δηλαδή. Τα στούντιο δεν τους εμπιστεύονταν πια. Τώρα όλα γίνονται για
τους ατζέντηδες και τους publicists.
Οι τελευταίοι ειδικά, είναι αυτοί που ελέγχουν τα πάντα. Σχεδόν σε κάθε τομέα –
ακόμη και στις εκλογές μας! Σε ότι αφορά το σινεμά, μπορούν να ξοδευτούν
εκατομμύρια για την προώθηση μιας ταινίας και στα γυρίσματα να ψάχνουμε να
βρούμε ποιά σκηνή να κόψουμε για να μειώσουμε το κόστος κάτα μερικές δεκάδες
χιλιάδες. Το εμπορικό τμήμα κάνει όλη τη δουλειά πλέον. Εκεί στήνεται μια
ταινία σήμερα. Και μετά την «στέλνουν» στον σκηνοθέτη...