Tον Γιώργο Λάνθιμο τον γνώρισα σπουδαστή σκηνοθεσίας στη Σχολή Σταυράκου – συμμαθητές ήμασταν, δίχως μεγάλη επαφή, αλλά με κουβέντες επί των τεχνικών ζητημάτων εκείνης της δουλειάς: Θυμάμαι, ας πούμε, μια κουβέντα μας σχετικά με τα ψηφιακά εφέ στην «Πόλη των χαμένων παιδιών» του Ζενέ. Εκείνος υποστήριζε πως τα εφέ της έκαναν ζημιά, εγώ ήμουν πιτσιρικάς και τρελαμένος με την ταινία, οπότε «έβλεπα» ό,τι ήθελα. Φυσικά, εκείνος είχε δίκιο.O Λάνθιμος στη συνέχεια, αρίστευσε στον χώρο της διαφήμισης και του βίντεο – κλιπ. Ο πιο προσεκτικός θεατής, μπορούσε να παρακολουθήσει έναν σκηνοθέτη που αναζητούσε τα όρια του μέσου, και πειραματιζόταν ουσιαστικά, ούτως ώστε να κάνει το επόμενο βήμα (ρίξτε μια ματιά στο ένα και μοναδικό μονοπλάνο που αποτελεί το κλιπάκι του «Άντεξα» - ναι, του Ρουβά ντε! – για να καταλάβετε τι εννοώ), μέχρι που ο ίδιος βρέθηκε στο πλευρό του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο και θα συν-υπογράψει την σκηνοθεσία του φιλμ «Ο καλύτερος μου φίλος» το 2001. Σήμερα, ο ίδιος αποφεύγει τις όποιες αναφορές σ’ εκείνη την ερωτική κωμωδία που όμως έκανε αίσθηση, κυρίως λόγω της κινηματογραφικής της ματιάς. Αλλά είπαμε: Όλα αυτα αποτελούσαν ένα, κάποιου είδους γύμνασμα, γι αυτά που θα ακολουθούσαν στη συνέχεια. Αυτή εδώ η κουβέντα έγινε το 2011 με αφορμή τις "Άλπεις". Και είναι νομίζω αρκετά ενδεικτική...
Πως προέκυψε η ιδέα; Το ρωτάω επειδή πολλά έχουν ακουστεί.
Μπορεί να έχουν ακουστεί πολλά αλλά η ιδέα προέκυψε όπως και
η προηγούμενη: κουβεντιάζοντας με τον Ευθύμη. Μοντάραμε τον Κυνόδοντα όταν
αρχίσαμε να σκεφτόμαστε το τι θα κάναμε στη προηγούμενη ταινία. Στην αρχή
έσκασε η ιδέα της αλληλογραφίας. Ότι δηλαδή κάποιοι άνθρωποι στέλνουν γράμματα
εξ ονόματως αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει, για να διατηρήσουν ζωντανή
τη μνήμη στους συγγενείς.
Καλή ιδέα, αλλά όχι και τόσο κινηματογραφική.
Γι αυτό και τελικά πήγαμε στο επόμενο βήμα. Είπαμε δηλαδή,
γιατί να μην προσφέρει κάποιος τον εαυτό του τον ίδιο. Ε, και μετά τα υπόλοιπα
προέκυψαν πιο λογικά. Η νοσοκόμα, το πλήθος των χαρακτήρων που όφειλαν να είναι
σε μια κάποια αντίστοιξη μεταξύ τους...
Δεν ξεστρατίζεις όμως και πολύ από τον Κυνόδοντα. Και εδώ
υπάρχει το concept της οικογένειας και των δεσμών της.
Δεν πρόκειται ακριβώς για μια οικογένεια αλλά για μια ομάδα
χαρακτήρων. Να σου πω την αλήθεια, εγώ σκεφτόμουν να συγκεντρωθώ μονάχα στη
νοσοκόμα, ο Ευθύμης όμως ήταν αυτός που πρότεινε την ύπαρξη μιας σέκτας, τον
ενδιέφεραν περισσότερο οι δυναμικές ανάμεσα σε τελείως διαφορετικούς ανθρώπους,
τα διάφορα επίπεδα σχέσεων που συναντά κανείς σε μια ομάδα δηλαδή. Και φυσικά
υπάρχει η αντίστοιξη των οικογενειών που εμπλέκονται και της ομάδας των Άλπεων.
Υπάρχει και εδώ η τάση προς μια απόσταση από το δράμα,
ιδίως στις ερμηνείες. Μια αποδραματοποίηση.
(Σ.σ.: μουρμουρίζει τη λέξη) “Αποδραματοποίηση”... Ναι, πες
το κι έτσι. Εγώ θεωρώ ότι δεν τους χρησιμοποιώ συμβατικά, δηλαδή “θεατρικά”.
Χρησιμοποιώ τους επαγελματίες ηθοποιούς μου όπως χρησιμοποιώ και τους
μη-ηθοποιούς δηλαδή. Αναζητώ απλά μια γενικότερη συμπεριφορά. Μια άμεση και
απλή έκθεση. Δεν με ενδιαφέρει το “ρεαλιστικό” παίξιμο στο σινεμά, δεν με
ενδιαφέρουν τα τεχνητά εργαλεία των ηθοποιών που σε μένα δείχνουν εντελώς εμφανή.
Οι ταινίες σου είναι ρυθμικές στη δομη τους, μουσική όμως
δεν υπάρχει στο soundtrack.
Είναι ο τρόπος που δουλεύουμε. Λίγο πειραματικός... (σ.σ.:
με το που το λέει δαγκώνει το χείλος του), όχι δεν εννοούσα πειραματικός! Είναι
κάτι που έχω βρει πρακτικά, το πως δηλαδή μου αρέσει να δουλεύω τις σκηνές στο
μοντάζ, μια ενστικτώδικη διαδικασία. Ξέρεις, έχω προσπαθήσει να προσθέσω
μουσική σε σκηνές μου, αλλά ποτέ αυτή η μουσική δεν “κάθησε” όπως θα έπρεπε.
Συνήθως οι σκηνές κουβαλούν κάτι αυτόνομο που δεν επιδέχεται κάτι “φορεμένο”
από πάνω. Και μου αρέσει η μουσική! Αλλά πάντα οι σκηνές μου φαίνονται
χειρότερες και “συγκεκριμμένες”.
Γιατί έχει σημασία οι σκηνές να μην είναι συγκεκριμμένες;
Γιατί δεν θέλω οι ταινίες μου να γίνονται δεικτικές. Με ενοχλεί ο διδακτισμός, με ενοχλεί η
“κατεύθυνση”, με ενοχλούν οι ταινίες που σου υπαγορεύουν τι πρέπει να
καταλάβεις και τι πρέπει να νιώσεις. Με ενοχλεί και ο συμβολισμός επίσης. Δε
δουλεύω με σύμβολα, δεν με ενδιαφέρει καθόλου η σημειολογία. Με ενδιαφέρουν οι
ταινίες που σου δίνουν χώρο να εμπλακείς. Να κάνεις τη δική σου επεξεργασία.
Ωραία, η δική μου επεξεργασία των Άλπεων κατέλληξε στο
συμπέρασμα ότι αυτοί οι άνθρωποι, της “ομάδας” που αντικαθιστά τα νεκρά
προσφιλή πρόσωπα των πελατών της, είναι ασθενείς και οι ίδιοι, εθισμένοι στην
“ένταξη”.
Τελικά κι εμείς ασχοληθήκαμε περισσότερο με αυτό παρά με
όλες τις άλλες πτυχές του σεναρίου. Στην αρχή, όταν το γράφαμε, σκεφτόμασταν
κάθε πιθανή εκδοχή, τελικά όμως επικεντρωθήκαμε σ'αυτούς. Ίσως όχι συνειδητά,
αλλά μας ενδιέφερε πολύ περισσότερο το “γιατί” κάποιος επιλέγει να κάνει αυτή
τη δουλειά.
Παρά την απόσταση που κρατάς από τους ήρωες ή το δράμα,
οι ταινίες σου έχουν χιούμορ. Έχουν καλαμπούρια δηλαδή, με τον τρόπο τους.
Το χιούμορ προκύπτει... όπως και στους ανθρώπους λίγο –
πολύ. Και είναι ένα δυνατό στοιχείο του Ευθύμη. Αλλά και εγώ, με οτιδήποτε
ασχολούμαι, δεν μπορώ να μη δω τα πράγματα και με μια τέτοια πλευρά. Αν κάτι
είναι μόνο τραγικό, είναι και αφόρητα μονοδιάστατο. Νομίζω ότι προσθέτοντας το
χιούμορ με τον οποιοδήποτε τρόπο, είτε με το πως γράφεις, είτε με το πως
σκηνοθετείς, είτε με τους ανθρώπους που επιλέγεις, προσθέτεις μια άλλη
διάσταση. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό.
Φαντάζομαι πως το χιούμορ είναι εξίσου σημαντικό για να
συνεχίζει κανείς να κάνει σινεμά στην Ελλάδα...
Εκεί να δεις... (γέλια) Όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, δεν
είχαμε τίποτα. Κυριολεκτικά τίποτα. Το δύσκολο όμως ήταν να το πάρουμε απόφαση.
Από τη στιγμή που το αποφασίσαμε, τίποτα δεν μας εμπόδισε.
Απογοητεύτηκες;
Ε να σου πω την αλήθεια δεν το περιμέναμε. Δεν περιμέναμε
δηλαδή ότι μετά την επιτυχία του Κυνόδοντα, το βραβείο στις Κάννες, την
υποψηφιότητα για Όσκαρ και τα σχετικά, ότι θα ξεκινούσαμε μια ταινία πάλι από
το μηδέν, χωρίς τίποτα, ζητώντας λεφτά από τος φίλους σου, περιμένοντας από το
συνεργείο και τους ηθοποιούς σου να παίξουν τζάμπα στο φιλμ ελπίζοντας για ένα
θαύμα. Χειροτέρεψαν βέβαια τα πράγματα κι εδώ στο ενδιάμεσο... Τέλος πάντων στο
τέλος λες “η σταματάω και περιμένω λεφτά” ή λες “θέλω να κάνω ταινία και θα χρησιμοποιήσω
δημιουργικά ότι έχω”. Και τελικά αυτό είναι πιο σημαντικό για εμάς.
Πήρες και τώρα ένα σημαντικό βραβείο στη Βενετία.
Ναι και ήταν μια ανταμοιβή για όλους τους κόπους μας, να σου
πω την αλήθεια. Εννοείται πως χαρήκαμε πολύ.
Είναι πλέον ένα παράξενο, “εξωτικό” φρούτο το ελληνικό
σινεμά για τους “απ'έξω”; Γιατί αυτή την αίσθηση μου δίνουν οι κριτικές και τα
αφιερώματα του ξένου τύπου.
Είναι όπως όλα τα “εθνικά” σινεμά νομίζω, απλά τώρα υπάρχει
αυτή η “τάση” του να μας ανακαλύψουν. Και σίγουρα τους αρέσει ο συσχετισμός της
κρίσης με το ελληνικό σινεμά που υπάρχει τώρα.
Μόνο που η κατάσταση στο ελληνικό σινεμά ήταν πάντα έτσι, και κάποιες
ελληνικές ταινίες είχαν ήδη ξεκινήσει να βγαίνουν προς τα έξω τα τελευταία
πέντε χρόνια, απλά ειναι “βολικό” το πακετάρισμα τώρα με την οικονομική μας
κατάσταση. Τέλος πάντων, κακό δεν μας κάνει. Το θέμα είναι πως το
χρησιμοποιούμε εμείς. Επειδή λοιπόν εδώ υπάρχει μια τρομερή έλλειψη υποδομής, ο
καθένας κάνει μόνος του ότι μπορεί. Δεν βλέπω όμως κανέναν να επενδύει...
Τελικά άφησε τίποτα πίσω της η ιστορια με την Ομίχλη; Εγώ
δεν είμαι και τόσο βέβαιος.
Ταρακούνησε μέχρι ενός σημείου κάποια πράγματα, δεν είναι
και λίγο ότι κατόρθωσε να επιφέρει το ψήφισμα ενός νέου νομοσχεδίου...
Μα αυτό ήταν το πρόβλημα, ή ότι το προηγούμενο δεν
εφαμοζόταν; Σε κάποιους σήμερα η όλη ιστορία ακούγεται περισσότερο ύποπτη από
ποτέ.
Αν θα εφαρμοστεί το νομοσχέδιο είναι ένα άλλο θέμα, αλλά
ακόμη και το ότι δεν ψηφιζόταν ένα νεο νομοσχέδιο τόσα χρόνια και ξαφνικά μέσα
σε ένα χρόνο όλα άλλαξαν είναι κάτι. Η δημιουργία της Ακαδημίας Κινηματογράφου
επίσης είναι κάτι. Τώρα τι θα απομείνει στο μέλλον, μένει να το δούμε.
Θα φύγεις; Θα κάνεις σινεμά εκτός Ελλάδος;
Οπωσδήποτε! Έχω την ευκαιρία να το κάνω, γιατί να μην την
αρπάξω; Ένα κομμάτι μου όμως στεναχωριέται. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να κάνω
εδώ τις ταινίες που θέλω να κάνω.