«Όλα όσα έμαθα για την ηθική, τα έμαθα από το ποδόσφαιρο» έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ που υπήρξε, άλλωστε, φέρελπις τερματοφύλακας πριν τον χτυπήσει η φυματίωση. Και ο Πίτερ Χέντκε είχε αναμφίβολα τον «Ξένο» στο μυαλό του όταν έγραφε, το 1970, την «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι». Εκεί, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα εκτός έδρας, ο τερματοφύλακας Γιόζεφ Μπλοκ (ένα όνομα που μοιάζει να προέρχεται, με τη σειρά του, από το Καφκικό σύμπαν – θυμηθείτε τον Γιόζεφ Κ. της «Δίκης») “τρώει” ένα γκολ και αποβάλλεται θεαματικά από τον διαιτητή. Το γεγονός σηματοδοτεί την αρχή ενός φαινομενικά άσκοπου ταξιδιού. Πριν όμως βρεθεί στο δρόμο για την επαρχία, ο Γιόζεφ θα στραγγαλίσει, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, την γοητευτική ταμεία ενός κινηματογράφου.
Το βιβλίο εντυπωσίασε τον Βιμ Βέντερς που αναγνώρισε πολλούς από τους δικούς του προβληματισμούς (ο ίδιος αναφέρει ακόμη και σήμερα τον Χέντκε ως τον «σημαντικότερο σύγχρονο συγγραφέα») και η έναρξη της συνεργασίας τους εδώ, οδήγησε σε μια σειρά αξιοσημείωτων ταινιών: Ο Χέντκε συνεργάστηκε με τον Βέντερς στη «Λάθος Κίνηση» (1975) και στα «Φτερά του Έρωτα» (1987), ενώ ο σκηνοθέτης προσέφερε τις υπηρεσίες του ως παραγωγός στην «Αριστερόχειρη γυναίκα» του 1978, σκηνοθετικό ντεμπούτο του συγγραφέα.
Πάντως τόσο στον «Ξένο», όσο και στον «Τερματοφύλακα», ο «ήρωας» φαντάζει με άδεια, κενή οθόνη, έτοιμη να δεχτεί τις δικές μας προβολές, καθώς οι πράξεις του δείχνουν να μην υπακούουν σε κάποια στοιχειοθετημένη λογική. Η διαφορά; Το σημείο – μηδέν του «Ξένου» είναι ο θάνατος της μητέρας του. Του «Τερματοφύλακα» μας, ένα χαμένο… πέναλτι. Και η δύναμη του βιβλίου (κατ’ επέκταση, και της ταινίας του Βέντερς) έγκειται στη σημασία αυτής της επαγωγής: Στο χώρο του γηπέδου, ο τερματοφύλακας παραμένει ένας ήρωας αφανής, στις πλάτες του οποίου όμως ορίζεται ολόκληρο το παιχνίδι. Και φυσικά δεν εννοούμε το παιχνίδι εντός του γηπέδου, αλλά αυτό που λαμβάνει χώρα έξω απ’ αυτό, εκεί όπου η νίκη ή η ήττα μιας ομάδας καθορίζει, με τον τρόπο της, την κοινωνική συνοχή.
Πόσο, λοιπόν, άσπλαχνος «γιος» αυτού του συστήματος, που τον μεγάλωσε και τον έθρεψε, πρέπει να είναι εκείνος που δεν παίρνει τον ρόλο του τερματοφύλακα στα σοβαρά! Και πόσο πένθιμη μοιάζει σήμερα η μοναχική πορεία του Γιόζεφ Μπλοκ, το απαθές βλέμμα του οποίου μοιάζει να κουβαλά, σχεδόν ερήμην του, μια υπόγεια, αλλά σαρωτική υπαρξιστική αγωνία. Οι θεατές πάντως που θα επιχειρήσουν να ανακαλύψουν τούτο το γερμανικό διαμάντι του 1972, ας γνωρίζουν πως το φιλμ ασχολείται ελάχιστα με την – όποια – αστυνομική ίντργκα ενώ ακόμη λιγότερο ενδιαφέρεται να μιλήσει και για το ποδόσφαιρο. Όσο για μένα, αναρωτιέμαι για το κατά πόσο ένας τέτοιος κινηματογράφος θα «μιλήσει» στο σημερινό κινηματογραφόφιλο κοινό που είναι πλέον συνηθισμένο σε Φεστιβαλικές βραβεύσεις ταινιών αυστηρώς κονιορτοποιημένων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο mainstream σινεμά.