Το κλασσικό πλέον φιλμ του Φράνσις Φορντ Κόπολα ξεκινά με μια γιορτή: Βρισκόμαστε στα 1945 και στo κτήμα τoυ στη Νέα Υόρκη, έvας ηλικιωμέvoς επικεφαλής της Μαφίας, o Βίτo Κoρλεόvε, γιoρτάζει τoυς γάμoυς της κόρης τoυ, Κόvι, με τov vεαρό Κάρλo Ρίτσι. Βλέπετε, ο Νονός μπορεί να είναι αρχιμαφιόζος, όχι όμως και αδυσώπητος γκάνγκστερ. Κουβαλά το φως και το σκοτάδι των Σικελιανών καταβολών του. Είναι ταυτόχρονα απειλητικός και κομψός, έτοιμος να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα – με αντάλλαγμα, φυσικά, την αφοσίωση. Από την πρώτη, φημισμένη σκηνή του φιλμ γίνεται ξεκάθαρο πως ο Βίτο Κορλεόνε διαχειρίζεται τόσο τα επαγγελματικά, όσο και τα οικογενειακά του ζητήματα, στον ίδιο χώρο: Στο σκοτεινό του γραφείο ακούει με κατανόηση τα προβλήματα του μεσήλικα επισκέπτη που ζητά βοήθεια για να εκδικηθεί τους βιαστές της κόρης του, και την ίδια στιγμή, στην αυλή, η δική του κόρη παντρεύεται τον αγαπημένο της σε μια γιορτή εξόχως ιταλική, γεμάτη παραδοσιακές μελωδίες και εύθυμα στιγμιότυπα. Έχει, με άλλα λόγια, βρει τις δικές του ισορροπίες μέσα στο Σύστημα, και προσπαθεί να τις διατηρήσει, αγνοώντας όμως πως τελικά, το Σύστημα αυτό έχει τους δικούς του κανόνες: Οι ανταγωνιστές του, που εμπορεύονται ναρκωτικά, αποφασίζουν να τον βγάλουν από τη μέση επειδή ο ίδιος αρνείται την οποιαδήποτε συνεργασία – με άλλα λόγια, πηγαίνει ενάντια στη πρόοδο.
Όλα αυτά, συμβαίνουν παράλληλα με την οικοδόμηση μιας νέας Αμερικής όπου «ο γκαγκστερισμός έχει γίνει πια συνώνυμο του αμερικανισμού» (Βασίλης Ραφαηλίδης σε κριτική του δημοσιευμένη στο Βήμα το 1975). Με άλλα λόγια, η εξέλιξη της Μαφίας υπαγορεύεται κι αυτή από την άνοδο του Κεφαλαίου και, την ίδια στιγμή, η κοινωνία μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα όλο αυτό το δράμα, δείχνει να εμπιστεύεται μεν το Πνεύμα του νόμου (οι παραβάτες οφείλουν να τιμωρούνται), όχι όμως και τους Επαγγελματίες της εφαρμογής του. Υποχρεωτικά, οι συνδέσεις Μαφίας και Κράτους θα εξομαλυνθούν με τον καιρό, όπως θα δούμε στο σίκουελ που ο Κόπολα γύρισε λίγα χρόνια μετά. Άλλωστε, η Εξουσία βρίσκεται παντού. Μονάχα τα κέντρα της αλλάζουν. Οι Μαφιόζοι του Νονού ενσαρκώνουν τον homo economicus στην πιο πρώιμη εκδοχή του. Και τα πάντα στο «Νονό» του 1972 είναι στη θέση τους: η ανασύσταση εποχής, μοναδική, οι δεσμοί του δράματος – και των πολιτικών σημάνσεων – με την τραγωδία, εξόχως οριοθετημένοι, η διαπεραστική βία των εικόνων εμβληματική και στο επίκεντρο όλων, μια ομάδα ερμηνευτών που αποδίδει τα μέγιστα. Ο Μάρλον Μπράντο (που επελέχθη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο μετά από επιμονή του Κόπολα μιας και την εποχή εκείνη ο ηθοποιός θεωρείτο ξεγραμμένος) κέρδισε Όσκαρ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του εδώ, και ο Πατσίνο έκανε την πρώτη του σημαντική εμφάνιση – αλλά σάμπως είναι χειρότεροι οι Ρόμπερτ Ντιβάλ, Ντάιαν Κίτον, Τζον Καζάλ και Τζέιμς Κάαν;
Σκεφτείτε τώρα πως ο δεύτερος «Νονός» είναι ακόμα καλύτερος