Οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου μοιάζουν λίγο σαν το κινηματογραφικό ανάλογο του τεστ Ρόρσαχ: βασίζονται στην ερμηνεία που αποδίδουμε σ’ αυτές για να λειτουργήσουν. Στις κορυφαίες τους στιγμές, είναι ζυγισμένες σε τέτοιο βαθμό που η εμπλοκή μας είναι αναπόφευκτη: Επιστρέφουμε στις ταινίες του Λάνθιμου ξανά και ξανά επειδή κάτι μας απασχολεί – κυρίως επειδή αναζητούμε απαντήσεις στα ίδια ερωτήματα.
Στον «Αστακό», ο Κόλιν Φάρελ μεταφέρεται σε ένα ξενοδοχείο-φυλακή όπου και είναι υποχρεωμένος να βρει έναν ερωτικό σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχει θα μεταμορφωθεί σε ένα ζώο της επιλογής του (εξ ου και ο τίτλος). Έξω, στο δάσος, ζουν οι αντιφρονούντες. Άλλη κάστα αυτή, εξίσου αυστηρή στους κανόνες της: Η επιβεβλημένη συντροφικότητα των «απέναντι» τους έχει οδηγήσει σε μια εξίσου επιβεβλημένη μοναχικότητα, με αναλόγως σκληρές τιμωρίες για τους όποιους παραβάτες. Και μέσα σ’ αυτό το στιλπνό σύμπαν, ο Φάρελ ερωτεύεται μια εξ αυτών – την Ρέιτσελ Βάις.
Πρώτη παρατήρηση: Η αγγλική γλώσσα ταιριάζει στον Λάνθιμο. Χάρη σ’ αυτήν, το ιδιαίτερο χιούμορ που χαρακτηρίζει ολόκληρη την φιλμογραφία του αναδύεται, βρίσκει τον στόχο του και λειτουργεί. Είναι πάντως αξιοσημείωτο πως οι ερμηνείες του Φάρελ, του Τζον Σ. Ράιλι και της Βάις μοιάζουν αποτέλεσμα συλλογικής δημιουργικής δουλειάς: Στην Αγγελική Παπούλια και την Αριάν Λαμπέντ «βλέπεις» μόνο τη διδασκαλία του Γιώργου Λάνθιμου, και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο δείχνουν να αντιλαμβάνονται το σύμπαν του «Αστακού» καλύτερα από τους μεγάλους πρωταγωνιστές που το πλαισιώνουν – άλλωστε έχουν μεγάλη προϋπηρεσία στο σινεμά του σκηνοθέτη τους.
Όπως και στα προηγούμενα φιλμ του, έτσι κι εδώ, έχεις την αίσθηση πως η ιστορία διαδραματίζεται σε μια απροσδιόριστη εποχή, κάπου στο κοντινό μέλλον όπου κάποιο – πιθανότατα φρικτό – γεγονός έχει αλλάξει ολοκληρωτικά την ανθρωπότητα, σε βαθμό μάλιστα που κανείς δεν θέλει να μιλήσει πια γι αυτό. Και τι απομένει; Η οικογένεια («Κυνόδοντας»), η γενικότερη επιθυμία να «ανήκεις» κάπου («Άλπεις»), και φυσικά ο έρωτας («Αστακός»). Στον τελευταίο, συνεπικουρούμενος από μια εντυπωσιακή, σε μέγεθος, παραγωγή, ο Λάνθιμος κερδίζει τις εντυπώσεις: Το πρώτο μέρος, αλλόκοτο, ρυθμικό και, ανά φάσεις, πολύ αστείο, μας κερδίζει δίχως πολλή προσπάθεια. Κι αν, στην έξοδο του προς το δάσος, η ταινία δείχνει να χάνει τον εσωτερικό της ρυθμό (παραδόξως, η κάμερα του μοιάζει να «αναπνέει» περισσότερο στους εσωτερικούς χώρους), το μελαγχολικό όσο και αμφίσημο φινάλε έρχεται να αποζημιώσει αυτούς που αγάπησαν αρκετά αυτούς τους ήρωες για να τους παρακολουθήσουν μέχρι το Τέλος που, φυσικά, έρχεται με ένα ερώτημα. Έστω και τραγουδιστά.