Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Conversations with remarkable people, v.19. Νίκος Γραμματικός




Συνάντησα τον Νίκο Γραμματικό, πρώτη φορά, στη Θεσσαλονίκη για τους "Απόντες", το 1996, για μια μικρή κουβέντα που δε δημοσιεύτηκε ποτέ - φίλοι όμως γίναμε την περίοδο του Βασιλιά. Που, στην εποχή του, χτυπήθηκε άγρια, με εξαίρεση ένα - δυο έντυπα - κάτι που σήμερα έχει περάσει στη λήθη του χρόνου. Ο Βασιλιάς όμως, ζει. Το διαπίστωσα πρόσφατα, στην προβολή της ταινίας στη Καβάλα. Έψαξα λοιπόν, και ανέσυρα τούτη εδώ την κουβέντα που κάναμε με τον Νίκο το 2002. Περιμένω να ξαναδώ τη Μήδεια. Περιμένω μια νέα ταινία.

Πως οδηγήθηκες στο συγκεκριμένο θέμα;

Κοίτα... το θέμα το πάτησα με το παπούτσι μου. Κυριολεκτικά όμως! Μου αρέσει να συλλέγω αποκόμματα απο εφημερίδες - πάντα το κάνω όταν κάτι μου φαίνεται ενδιαφέρον. Και έχοντας τα απλώσει στο πάτωμα, ψάχνοντας κάτι που στο παρελθόν μου είχε φανεί ενδιαφέρον, κάτι κόλλησε κάτω απο το παπούτσι μου. Προσπάθησα να το ξεκολλήσω χωρίς όμως να θέλω να δω τι είναι, γιατί έκανα άλλα πράγματα παράλληλα, αλλά δεν ξεκόλλαγε με τίποτα - το πάταγα με το ένα πόδι και κολλούσε στο άλλο. Έτσι χρησιμοποίησα το χέρι μου και είδα τα αποκόμματα απο την πραγματική ιστορία που αφορά την ταινία. Ακαριαία πήρα την απόφαση ότι αυτή θα είναι η επόμενη ταινία μου και εξίσου ακαριαία κατάλαβα ότι η ταινία αυτή θα έχει πολύ περπάτημα. Αμέσως μετά, άρχισα να κάνω μια έρευνα, πήγα στου χώρους τους πραγματικούς που έγινε η ιστορία, βρήκα κάποια πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στο δράμα και έκανα ρεπεράζ.

Πως προκύπτει ένα σενάριο από μια αληθινή ιστορία;

Το λέω συχνά ότι σε όλα μου τα σενάρια κάνω διαπραγματεύσεις με την πραγματικότητα. Κανονικές διαπραγματεύσεις - μου δίνει και της δίνω, κάνουμε παζάρια. Γιατί αν γράψεις το σενάριο και έχεις μόνο αυτή ως οδηγό, το πιο πιθανό είναι η πραγματικότητα να λειτουργήσει ως Προκρούστης και να μου κόψει τα πόδια. Κάνοντας μαζί της διαπραγματεύσεις όμως μου δίνει αυτό που έχει να μου δώσει και εγώ αρχίζω μετά να την «πιέζω». Έτσι, στο τέλος, κανείς δεν κάνει τον Προκρούστη απέναντι σε κανέναν - έχουμε μια ισορροπημένη σχέση δηλαδή. Και εδώ αυτό επετεύχθη μέσα απο 120 ρεπεράζ. Στην αληθινή ιστορία για παράδειγμα δεν υπάρχει το εγκαταλελειμμένο παραδοσιακό χωριό. Υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι σε έναν νέο οικισμό. Εγώ, όταν βρέθηκα στο εγκαταλελειμμένο χωριό αμέσως στο μυαλό μου δημιουργήθηκε μια εντελώς Αϊζενσταϊνική εικόνα. Η εικαστική σύγκρουση του ενός απομονωμένου αλλά ενσωματωμένου με τη φύση χώρου με τον χώρο που θυμίζει ένα κομμάτι απο το σύγχρονο παγκόσμιο χωριό: Νεόχτιστος με δορυφορικά πιάτα, διώροφα σπίτια-κουτιά, ένα κομμάτι δηλαδή απ’ότι είναι όλη η Ελλάδα σήμερα αλλά και η Ευρώπη, η Αμερική, όλος ο σύγχρονος πολιτισμένος κόσμος.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα χώρο όπου οι ξένοι είναι καθημερινό φαινόμενο. Υπάρχουν Αλβανοί, Πακιστανοί, Φιλλιπινέζοι…

Ακριβώς. Μα έτσι είναι σήμερα ο παγκόσμιος χάρτης. Στον χώρο που έκανα τα γυρίσματα υπήρχε ένα άγγλος απο το Manchester o οποίος μου είπε αυτή τη φοβερή ιστορία: Ότι έφυγε απο την πόλη του γιατί είχε βρωμίσει εξαιτίας των Ινδών και των Πακιστανών, ήρθε σε ένα χωριό της Ελλάδας, άνοιξε σουβλατζίδικο αλλά οι έλληνες είναι ρατσιστές και δεν πάνε να ψωνίσουν σουβλάκια απ’αυτόν! Και αναρωτιόταν γιατί - απίστευτο! Έτσι είναι σήμερα τα πράγματα. Εγώ ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για την υπόθεση του ξένου γενικότερα. Γι’αυτό και διάλεξα έναν έλληνα που ούτε ξένος είναι - γιατί ο πατέρας και ο παππούς του ήταν απο’κει - ούτε αλλόθρησκος, ούτε αλλόφυλος. Είναι ένας άνθρωπος που απλώς είναι λίγο διαφορετικός, που αρνείται να παίξει το παιχνίδι με τους κανόνες που οι άλλοι ορίζουν. Ψάχνει να βρει τον εαυτό του με τον πολύ δικό του ηθικό κώδικα για να ζήσει την ζωή του με αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια. Εκεί ο ήρωας σκοντάφτει. Και το όριο αυτής της υπόθεσης είναι η σύγκρουση. Εγώ το πιστεύω αυτό: Το όριο όλων μας είναι η αξιοπρέπειά μας κι’αν δεν θέλουμε να την χάσουμε θα συγκρουστούμε.

Η ταινία έχει έναν πολύ έντονο νατουραλιστικό τόνο: Στην νυχτερινή εκείνη σεκάνς όπου ουσιαστικά αναπτύσσεται ο φιλικός δεσμός με τον ήρωα σου και τον αστυνομικό...

Είναι πολλές σκηνές στο σενάριο αυτοσχεδιαστικές. Εγώ ήθελα η κάμερα να συμμετέχει στα δρώμενα - δεν με ενδιέφερε καθόλου η καλλιέπεια. Έχω κάνει ταινίες όπου με ενδιαφέρει η ελκυστικότητα του κάδρου αλλά εδώ το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η αλήθεια των καταστάσεων και η καταγραφή των χαρακτήρων και των συγκρούσεων. Ήθελα η ταινία να έχει εμφανώς ένα κλίμα ντοκιμαντερίστικο, σαν αυτά τα γεγονότα να συμβαίνουν πραγματικά παρ’ότι υπάρχουν διαρκώς έννοιες που σιγοβράζουν απο κάτω. Επίσης ήταν επιλογή μου να οδηγήσω τα πράγματα στα όρια - αν και η αληθινή ιστορία οδηγείται εξίσου εκεί. Να πουν δηλαδή κάποιοι ότι αυτό που κάνω στον Βασιλιά είναι ακραίο ή και διδακτικό.

Τα κατάφερες – πολλοί το είπαν.

Ήταν πολύ συνειδητή απόφαση αυτή γιατί αισθάνομαι σήμερα πως μόνο μέσα απο ακραία πράγματα, έστω και λάθη, θα μπορούμε να ξαναορίσουμε τις έννοιες, να ξαναορίσουμε πάλι τι είναι κακό και τι είναι καλό. Και οι ταινίες που μου άρεσαν τα τελευταία χρόνια, οι ταινίες του Lars Von Trier για παράδειγμα, είναι παρόμοιες ταινίες - δεν λέω αν η δική μου είναι καλύτερη ή χειρότερη, προφανώς θα είναι χειρότερη. Αλλά οδηγούν τα πράγματα στα όρια. Ο Egoyan ας πούμε, έκανε μια άνιση αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία μιλώντας για ένα οριακό θέμα το οποίο είναι πολύ επικίνδυνο γιατί μπορεί να σου ξεφύγει. Ε, δεν πειράζει, ας σου ξεφύγει. Έχουμε ανάγκη να ξαναορίσουμε τις έννοιες, τι είναι φιλία, τι είναι κοινωνία, τι είναι παιχνίδι, πως ορίζεται, τι είναι ξένος...

Ένας «καταραμένος» ήρωας και ένας μπάτσος – παράξενος δεσμός. Έτσι συνέβη πραγματικά;

Ναι, γιατί η ζωή ξεπερνά την τέχνη! Έτσι συνέβη και στην αληθινή ιστορία. Οπότε τι μας λέει αυτό; Λέει κάτι πολύ απλό, ότι έρχεται η στιγμή που η ζωή ή η σχέση με κάποιον άνθρωπο μπορεί να μας κάνει να ξεπεράσουμε τον ρόλο τον οποίο οι άλλοι ή εμείς έχουμε ταχτεί. Να ξεπεράσουμε την στολή που φορέσαμε. Και εμένα αυτό μου φαίνεται συγκλονιστικό στην ιστορία αυτή. Το ότι ο αστυνομικός ξεπερνά την στολή του. Είναι βέβαια ένας αντιφατικός ήρωας, ένας ήρωας που διαρκώς κρατάει ισορροπίες που διαρκώς παίζει με μια καρέκλα.

Καλά, τον βάζεις και να κάνει αυτό ακριβώς, σε μια σκηνή στο καφενείο – να παίζει με μια καρέκλα που την πηγαινοφέρνει.

Μα αυτό εννοώ, κάθε σκηνή έχει τη σημασία της. Αυτός τα παίρνει απ’αυτούς, έχει σχέση με την εξουσία γιατί αυτός φυσικά και δεν είναι εξουσία.

Όποιος σήμερα πιστεύει πως ένας αστυνομικός σε μια επαρχιακή κωμόπολη έχει εξουσία, είναι έξω απο την πραγματικότητα.

Εντελώς! Αυτοί που πραγματικά είναι ισχυροί είναι άλλοι. Ισχυροί είναι αυτοί που έχουν την εξουσία αλλά και τις προσβάσεις σ’αυτην. Διαρκώς. Και η ταινία με έναν τρόπο είναι ενάντια σ’αυτό. Είναι χρήσιμο στην εποχή που ζούμε οι καλλιτέχνες να ορίζουν την θέση τους ενάντια στην εξουσία. Δεν λέω να βγάλουμε καμιά σημαία και να κάνουμε καταγγελίες ή αγώνες αλλά ένας καλλιτέχνης απο την φύση του είναι ενάντια στην εξουσία και πρέπει όσο το δυνατόν να είναι σκληρός απέναντι της. Δυστυχώς σήμερα βλέπουμε πάρα πολλούς διανοούμενους που έχουν το στόμα τους κλειστό για πάρα πολλά πράγματα γιατί έχουν εμπλακεί στο παιχνίδι της εξουσίας και πολλές φορές λένε ότι δεν το γνωρίζουν. Φοβούνται τις συγκρούσεις. Εγώ, ενώ τις φοβάμαι, προσπάθησα να τις αψηφήσω στην ταινία, να καταπολεμήσω τον φόβο που όλους πια μας διατρέχει. Γιατί ζούμε πια σε καθεστώς τρόμου, με τα ΜΜΕ να σπέρνουν τον τρόμο στον πλανήτη και να μας έχουν μετατρέψει όλους ατομιστές, κυνικούς και ανασφαλείς. Είναι δύσκολο πια να είμαστε ευαίσθητοι και να παίρνουμε θέση απέναντι στα πράγματα, έστω κι’αν η θέση αυτή πολλές φορές κρύβει κινδύνους. Γι’αυτό φοβόμαστε: γιατί κινδυνεύουμε να εκτεθούμε.

Πες μου για τον ρόλο της βροχής, λίγο πριν το φινάλε της ταινίας σου. Πολλοί το είδαν όντως σαν «θεϊκή παρέμβαση», ότι δηλαδή ο θεός επικροτεί τις πράξεις αυτών των ανθρώπων, ενώ εγώ είδα έναν «αντίθεο» που χρησιμοποιεί την βροχή για να τους αναθεματίσει.

Χμμ... Λοιπόν εγώ το έκανα αυτό επειδή έχω μια εντελώς διαφορετική αντίληψη και απο τις δύο που προανέφερες. Η ιστορία είναι μια σύγχρονη ιστορία αλλά πατά σε αρχετυπικούς μύθους, σε μύθους αποδιοπομπαίων τράγων, του «ξένου» που συναντάμε απο την αρχαία ελληνική γραμματεία μέχρι την κλασσική λογοτεχνία. Μάλιστα, ο ήρωας λέγεται «Φαρμακόρης» και Φαρμακούς - ή καθάρματα - λέγανε στην αρχαία Αθήνα αυτούς που κάθε Ιούνιο αποδιοπόμπευαν με στόχο τον καθαρισμό της πόλης, τον εξιλασμό της. Και εξιλασμός τι σημαίνει; Ότι η κοινωνία βρίσκει ένα επίπεδο συνοχής. Ακόμη και στην τηλεόραση το βλέπουμε αυτό. Ξαφνικά στο πρόσωπο κάποιου που έχει διαπράξει μια... «κακή» πράξη, μια κοινωνία βρίσκεται ολόκληρη εναντίον του.

Η κοινωνία όμως χρειάζεται εχθρούς για να είναι ενωμένη. Συγκεκριμένους εχθρούς για να μπορέσει να εκτονώσει την λανθάνουσα βία της. Να ενωθεί ενάντια στο κάτι «διαφορετικό».

Μα δεν είναι τυχαίο ότι απο τα πανάρχαια χρόνια αυτές οι ιστορίες συμβαίνουν είτε σε Βασιλιάδες, όπως ο Οιδίποδας, είτε σε ζητιάνους, μάγισσες... Ο κοινός άνθρωπος δεν θα γίνει πότε αποδιοπομπαίος τράγος. Πάνω σ’αυτό το επίπεδο λοιπόν, η βροχή έρχεται καθαρτήρια. Έχω την αίσθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι με την αποδιοπόμπευση αυτού του ήρωα βρήκαν ένα καινούργιο επίπεδο συνοχής και εκεί ο Θεός τους κάνει δώρο την βροχή για να τους εξαγνίσει κι’αυτούς. Αυτοί μ’εναν τρόπο, σαν κοινωνία, αν θέλαμε να δούμε το μέλλον τους, θα ήταν σε ένα επίπεδο λίγο πιο συνειδητοποιημένοι - είμαι σίγουρος γι’αυτό. Και γι’αυτό τους έκανα δώρο την βροχή, τους έστειλα αυτό το θαύμα. Για μένα δεν υπάρχει ακριβώς μαύρο-άσπρο αλλά τραγικές αναγκαιότητες γι’αυτό και η ταινία έχει σχέση με την αρχαία τραγωδία όπου δεν υπάρχουν καλοί και κακοί.

Η αιτία που η Κλυταιμνήστρα σφάζει τον Αγαμέμνονα είναι σαφής.

Ναι! Ούτε ο Ορέστης που σφάζει την μάνα του είναι κακός αλλά οφείλει να το κάνει, μέσα απο νόμους βαθύτερους που προέρχονται απο το αρχαϊκό παρελθόν μέχρι που η Αθηνά μετατρέπει τις ερινύες του σε Ευμενίδες! Αυτό κάνω κι’εγώ. Η βροχή έρχεται σε έναν άνυδρο τόπο, ξηρό, καμένο, να υγράνει τις στραγγισμένες μέρες αυτών των ανθρώπων.

Γιατί έδωσες αυτό τον Φελλινικό τόνο στην εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας σου όπου κινηματογραφείς την Αθήνα σαν μια παραμυθένια πόλη;

Ο ήρωας βγαίνει απο την φυλακή και η Αθήνα του μοιάζει ένας μαγικός καινούργιος κόσμος. Για μένα είναι εμφανές ότι ο ήρωας μπαίνει στο μεγάλο παραμύθι της ζωής του και βγαίνοντας στην Ομόνοια έχει την αίσθηση ότι θα αρχίσουν να βγαίνουν κουνέλια απο τα καπέλα, να γίνονται μαγικά. Και δεν είναι τυχαίο ότι μετά μπαίνοντας στο λεωφορείο το κοριτσάκι δίπλα του αρχίζει να διαβάζει ένα παραμύθι. Για μένα η ταινία είναι ένα παραμύθι που πρόθεση του είναι να μην παραμυθιάσει κανέναν.

Αυτό το στοιχείο της προοικονομίας, το χρησιμοποιείς και όταν ο ήρωας σου φτάνει στο χωριό, στην σκηνή με το κουφάρι του λύκου που είχε διαταράξει τις «ισορροπίες» του τόπου.

Παρότι η ταινία ξεκινά απο ένα πραγματικό γεγονός υπάρχουν πολλά έντονα στοιχεία απο ταινίες, απο βιβλία, απο πράγματα που αγαπάω. Και ο μοναχικός λύκος είναι επίσης ένα κλασσικό θέμα ενός μοναχικού ζώου που για κάποιο λόγο έχει αναχθεί σε κάτι απειλητικό γιατί ζει μόνο του και με τους δικούς του κανόνες.

Πως δούλεψες την μουσική της ταινίας με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου;

Ο Θανάσης ξέρεις είναι... σχιζοφρενής με την μουσική. Μπορώ να το πω αυτό: είναι τρελός. Ένας άνθρωπος αφοσιωμένος που έχει μόνο μουσική στο κεφάλι του. Εκατομμύρια τόνους μουσικής, εξαιρετικής ποιότητας! Τα πήγαμε καλά, του άρεσε και το σενάριο, και έγραφε διαρκώς για τον Βασιλιά. Εγώ χρησιμοποίησα ελάχιστα απο όλα αυτά τα σπουδαία κομμάτια που έγραψε γιατί δεν ήξερα τι να τα κάνω. Εμένα δεν μου αρέσει πάρα πολύ η μουσική στις ταινίες, παρά μόνο σε ορισμένες σκηνές όπου μπορεί να βγάλει κάποια αισθήματα απο την εικόνα. Θέλω πάντα οι εικόνες να είναι αυτάρκεις. Θα προτιμούσα μια ταινία μόνο με εικόνες.

Κάτσε ρε Νίκο, οι «Απόντες», η προηγούμενη ταινία μυθοπλασίας σου, είναι γεμάτη μουσική.

Ναι, γιατί εκεί η μουσική παίζει τον ρόλο των αναμνήσεων. Μόνο έτσι μπορώ εγώ να δω την μουσική - σαν δραματουργικό όχημα μέσα στην εικόνα και όχι σαν δεκανίκι της δράσης ή της εικόνας. Και γι’αυτό στον Βασιλιά χρησιμοποίησα λίγη μουσική αλλά νομίζω ότι σε ένα μεγάλο βαθμό αυτό έγινε εύστοχα.

Πες μου τότε τι σου λείπει απο την ταινία σου.

Ναι... Αυτό που μου λείπει είναι οι εικόνες απο τον χώρο του ήρωα. Γενικά πλάνα τα οποία τα τράβηξα βέβαια: το πρώτο μοντάζ της ταινίας ήταν ένα οδοιπορικό 177 λεπτών που έστεκε στα πόδια του μια χαρά. Αλλά ξεκινάς να κάνεις μια ταινία όπως την θέλεις και καταλήγεις να την κάνεις όπως μπορείς. Οικονομικά η ταινία δεν θα μπορούσε να διαρκεί τρεις ώρες, σε όλα τα επίπεδα. Οπότε, έκανα πάλι παραχώρηση όπως κάνω πολλές φορές, γιατί αν δεν κάνεις παραχωρήσεις στο σινεμά δεν πρόκειται ποτέ να κάνεις ταινία! Η ταινία είναι ένα σύστημα παραχωρήσεων και λαθών. Όσο πιο πολύ κάνεις το σωστό... κομμάτι σφαλμάτων, τόσο πιο κοντά είσαι στην πραγματοποίηση της ταινίας γιατί αν δεν διαπραγματεύεσαι τις ταινίες στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν θα μπορέσεις να τις κάνεις. Μερικοί που κάνουν σινεμά σήμερα, κάνουν άθλο...

Μα αντιμετωπίζουν την αδιαφορία όλων των υπολοίπων. Του Υπουργείου Πολιτισμού απέναντι στο αίτημα για οργανωμένη κινηματογραφική παιδεία δηλαδή.

Δε λες που υπάρχουν και κάποια γραφεία διανομής που επανεκδίδουν κάποια κλασσικά αριστουργήματα; Αν δεν είχαμε κι’αυτούς... Και αναφέρομαι στους αδελφούς Στεργιάκη που θα ήθελα να τους ευχαριστήσω γιατί έχουμε ανάγκη απο τέτοιους κινηματογραφικούς κασκαντέρ. Επειδή ο κινηματογράφος σήμερα έχει κατακλυστεί απο το Χόλυγουντ και απο τα σκατά που έρχονται απο τον Ατλαντικό σπάνια βλέπουμε ιδιαίτερες και ιδιότροπες, ταινίες με τις οποίες ένας κινηματογραφιστής έχει ανάγκη να επικοινωνήσει.

Στα χρόνια του ‘70, όπου το Χόλιγουντ βέβαια δεν εκπροσωπούσαν μόνο τα ανεγκέφαλα blockbusters αλλά και οι ταινίες του Ράφελσον, του Κόπολα και του Κιούμπρικ, η Ευρωπαϊκή απάντηση σ’αυτό ήταν οι ταινίες του Παζολίνι και του Τριφό. Σήμερα η Ευρώπη προσπαθεί να χτυπήσει το Χόλιγουντ με τα δικά του όπλα.

Και για μένα αυτή η προσπάθεια είναι εκ των προτέρων αποτυχημένη. Τι πας να δεις όταν πηγαίνεις σινεμά; Πας να δεις κάποιον που κοιτάει! Πάω να δω αν το βλέμμα του έχει ενδιαφέρον.

Από συνέντευξη του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι αυτό που μου είπες τώρα. Το θυμάμαι.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος μου το έχει πει αυτό, με τσάκωσες μπαγάσα. Είναι ένας απο τους ανθρώπους που με επηρέασαν. Γι’αυτό μου αρέσουν οι ταινίες του Τιμ Μπάρτον για παράδειγμα που δουλεύει μεν στο Χόλιγουντ αλλά είναι ένας απο τους εναπομείναντες δημιουργούς που έχει το δικό του όραμα και έχει επιβάλλει τον εαυτό του. Μακάρι να μπορούσαν να το κάνουν και οι υπόλοιποι αλλά το Χόλιγουντ σήμερα είναι γεμάτο σκατά. Εγώ έχω βάλει πολλά πλακάκια στην βίλα του Ντένις Κουέιντ (γέλια)... αλλά πια νομίζω ότι έχει έρθει ο καιρός να γίνουμε όλοι Αστερίξ και να τους κηρύξουμε τον πόλεμο. Κανονικά και σε όλα τα επίπεδα.

Κινδυνεύει το ελληνικό σινεμά;

Σίγουρα όχι από το Χόλιγουντ, τουλάχιστον όσο οι σκηνοθέτες θα κάνουν ταινίες που έχουν κάτι να πουν. Δεν έχουμε λεφτά, αλλά έχουμε ανθρώπινο υλικό και δυο-τρεις καλές ιδέες. Όταν κάνουμε καλές ταινίες, η αξιοπιστία του ελληνικού κινηματογράφου παίρνει πόντους, έστω κι’αν δεν σημειώνουν εισπρακτική επιτυχία. Και το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου είναι η αξιοπιστία του γιατί στην δεκαετία του ‘80 την έχασε. Και αξιοπιστία σημαίνει ότι ακόμη κι’αν κάτι δεν είναι καλό, είναι αξιόπιστο. Εμένα δηλαδή δεν μου άρεσε η τελευταία ταινία του Σκορσέζε αλλά ο Σκορσέζε όταν κάνει ταινία, θέλω να πάω να την δω! Αυτό χάθηκε. Χάσαμε την έξωθεν καλή μαρτυρία και δημιουργήθηκε αυτή η τρομερή δυσφήμηση ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι όλος για πέταμα οπότε μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά, ενώ υπήρχαν καλές ταινίες. Αυτό έχει ανάγκη να κερδίσει ο ελληνικός κινηματογράφος και αυτό αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Εγώ είμαι αισιόδοξος. Στην Θεσσαλονίκη είδα την πολύ καλή ταινία της Παναγιωτοπούλου και είδα ανθρώπους που έβγαιναν απ΄αυτη αλλά και απο την δική μου ταινία που είχαν υποστεί μια βαθειά εμπειρία. Δεν μου τι είπαν - το έβλεπα στα μάτια τους! Και αυτό μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω.

Εισιτήρια όμως δεν γίνονται.

Εγώ έχω την αίσθηση ότι αυτό που μας λείπει είναι κάτι που θα μας συνεπάρει ξανά - μια ψευδαίσθηση, ένα νόημα, ένας στόχος, δεν ξέρω τι! Κάτι που θα μας κάνει να ξαναπαίξουμε, να γίνουμε παιδιά, να νοιώσουμε ένταση και δημιουργικότητα. Γιατί οι λαοί μόνο κάτω απο τέτοιου είδους εντάσεις μπορούν να κάνουν κάτι σοβαρά για τον πολιτισμό, και ευτυχώς για μένα, κάθε φορά που κάνω μια ταινία νοιώθω αυτή την γοητεία και το βαθύτερο ρίγος που με συνεπαίρνει και αυτό μπορώ και το εμπνέω και στους άλλους που είναι γύρω μου. Και τους συνεπαίρνει κι΄αυτούς και την κάνουμε μαζί. Και μόνο έτσι γίνονται όλα: με τους άλλους. Μαζί. Ο κινηματογράφος άλλωστε δείχνει ότι οι λύσεις ΔΕΝ είναι ατομικές. Όταν κάνεις μια καλή ταινία το οφείλεις σε όλους. Γι’αυτό και το σινεμά για μένα είναι μια περιπέτεια που συναντάς στους άλλους. Και το κάνουμε για να γίνουμε πλουσιότεροι, καλύτεροι άνθρωποι.

Αυτά, λέει, σας άρεσαν:

Ετικέτες